Ορθόδοξη Δυτική Ευρώπη - Greek Flowers of Orthodoxy 12



*






Άγιος Κέβιν του Γκλεντάλω. Ημέρα Μνήμης: 3 Ιουνίου.


Ο Όσιος Κέβιν (Kevin of Glendalough) καταγόταν από ιρλανδική οικογένεια βασιλικής γενιάς. Η γέννησή του αναγγέλθηκε από έναν Άγγελο στην μητέρα του περί τό 498 (Έξ ου και τό όνομα του: «καλογεννημένος», Coemgen) και μετά την βάπτισή του ανατέθηκε η μόρφωσή του στους άγιους μοναχούς της Μονής του Κιλλνάμαναγκ.


Αφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος αποσύρθηκε σε τόπο έρημο καλούμενο Γκλεντάλω («Κοιλάδα των δύο λιμνών»), νότια του Δουβλίνου. Ξεχασμένος από τον κόσμο, διήγε εκεί βιοτή αφιερωμένη καθ’ ολοκληρίαν στον Θεό, ενδεδυμένος μηλωτή και τρεφόμενος μόνο με τσουκνίδες και ξυνήθρες, περνώντας ολόκληρες νύχτες στο παγωμένο νερό της λίμνης, όπου είχε την φωλιά του ένα τέρας, απαγγέλλοντας το Ψαλτήριο.


Αναφέρεται ότι παρέμεινε επτά χρόνια όρθιος, με τά χέρια υψωμένα σε σχήμα σταυρού, δίχως να κλείσει μάτι. Ένα πουλί έκτισε την φωλιά του στην χούφτα του και ο άγιος δεν χαμήλωσε τα χέρια παρά μόνο αφού βγήκαν από το αυγό και μπόρεσαν να πετάξουν οι νεοσσοί. Με παρόμοιους αγώνες απέκτησε τόσην εύνοια παρά τω Θεώ, ώστε οι Άγγελοι έδειχναν να συνοδεύουν την προσευχή του, ενώ τα δένδρα έκλιναν τους κλώνους τους στο πέρασμά του.



Σύντομα συγκεντρώθηκαν μαθητές κοντά του για να μιμηθούν την ουράνια πολιτεία του. Καθώς δεν είχαν άλλη μέριμνα πέραν της εγκαρτερήσεώς τους στην προσευχή, ο Κύριος φρόντιζε για τις ανάγκες τους και μία ενυδρίδα τούς έφερνε καθημερινά έναν φρέσκο σολομό. Όταν όμως ένας από τους μοναχούς έβαλε κατά νού να σκοτώσει το ζώο για το ωραίο τρίχωμά του, η ενυδρίδα έγινε άφαντη. Ο Άγιος εγκατέστησε αργότερα την αδελφότητα λίγο πιο μακριά και η μονή έγινε κέντρο μιας πραγματικής μοναχικής πολιτείας, όπου λέγεται ότι συγκεντρώθηκαν χιλιάδες μοναχοί, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην πρόοδο του Χριστιανισμού της ανατολικής Ιρλανδίας. Επιστρέφοντας από προσκύνημα στην Ρώμη, ο Άγιος Κέβιν έφερε μαζί του πολλά ιερά λείψανα τα οποία χάρις στην μεσιτεία του επιτέλεσαν πλήθος θαυμάτων.


Μετά από πολλά χρόνια πνευματικής καθοδήγησης των μαθητών του και του λαού εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών (περί το 618). Ο Όσιος Κέβιν τιμήθηκε εν συνεχεία μεταξύ των μεγαλύτερων Αγίων της Ιρλανδίας: Πατρικίου (τιμάται 17 Μαρτίου), Βριγίδης (τιμάται 1η Φεβρουαρίου), και Κολόμβα (τιμάται 9 Ιουνίου), ενώ η μονή του κατέστη ένας από τους τέσσερεις σπουδαιότερους τόπους προσκυνήματος της Ιρλανδίας.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/06/3_22.html



<>


Ἅγιος Φουλγέντιος Ἐπίσκοπος Ρουσπῶν. Ήμέρα Μνήμης: 1η Ἰανουαρίου.


Γόνος οἰκογενείας Συγκλητικῶν τῆς Καρχηδόνος (περ. 467), ὁ Κλαύδιος Γόρδιος Φουλγέντιος ἔγινε Γενικὸς Ἐπίτροπος Φόρων στὴν Ἐπαρχία Βυζακινῆς*.


Ἀπὸ τὴν χήρα εὐσεβῆ μητέρα του ἔλαβε ἀρίστη θρησκευτικὴ καὶ θύραθεν μόρφωσι. Ἐγνώριζε ἀπταίστως τὴν ἑλληνικὴ καὶ εἶχε ἀποστηθίσει τὸν Ὅμηρον!...


Λαμπρὰ σταδιοδρομία ἀνοίγετο ἐνώπιόν του, ὑποσχομένη πλούτη καὶ τιμές, ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσι τῶν συγγραμάτων τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, καὶ μάλιστα ἑνὸς Κηρύγματός του ἐπὶ τοῦ Ψαλμοῦ λϚ', ὁ Φουλγέντιος ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψη κάθε τι τὸ κοσμικὸ καὶ ἐζήτησε νὰ γίνη δεκτὸς ὡς Μοναχὸς στὴν Κοινότητα, τὴν ὁποίαν διηύθυνε ἐκεῖ πλησίον ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος.


Οἱ δισταγμοὶ τοῦ Φαύστου νὰ δεχθῆ αὐτὸν τὸν λεπτεπίλεπτο ἀριστοκράτη ἐξαφανίσθηκαν συντόμως, ὅταν διεπίστωσε τὸν ζῆλο τοῦ Φουλγεντίου γιὰ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες.


Καθὼς οἱ Μοναχοὶ διεσκορπίσθησαν ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Φουλγέντιος μετέβη σὲ γειτονικὸ Μοναστήρι, ὅπου τοῦ ἀνετέθη συντόμως τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν Ἀδελφῶν.


Διωχθεὶς καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Νουμιδῶν (νομαδικὸς λαὸς τῆς ΒΔ. Ἀφρικῆς), περιπλανήθηκε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, συνελήφθη καί βασανίσθηκε φρικτῶς ἀπό τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι φθονοῦσαν τήν εὐγλωττία τοῦ κηρύγματός του.


Τέλος κατέφυγε στὸ Μιντιντί, στὰ σύνορα τῆς Μαυριτανίας (ΒΔ. Ἀφρική), ὅπου παρέμεινε κάποιο διάστημα στὴν ἡσυχία.


Ὁ Ἅγιος ποθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὶς ἀρετὲς τῶν Ἀναχωρητῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπεχείρησε νὰ τοὺς ἐπισκεφθῆ. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὶς Συρακοῦσες, τὸν ἀπέτρεψαν μὲ τὸ πρόσχημα, ὅτι οἱ περιοχὲς αὐτὲς ἐμαστίζοντο ἀπὸ αἱρετικούς, καὶ ἔτσι ὁ Φουλγέντιος κατευθύνθηκε στὴν Ρώμη.


Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἀφρική, ἕνας χριστιανὸς εὐγενής, θερμὸς θαυμαστὴς τῶν ἀρετῶν του, ἀνέθεσε εἰς Αὐτὸν νὰ ἱδρύση μία Μονή.


Μόλις ἔφερε εἰς πέρας τὸ ἔργο, ὁ Φουλγέντιος ἀνεχώρησε γιὰ.νὰ ἀπομονωθῆ, ὥστε νὰ ἀφοσιωθῆ ὁλοκληρωτικὰ στὴν προσευχή, στὴν μελέτη καὶ σὲ ἕνα ταπεινὸ ἐργόχειρο.


Ὁ Ἐπίσκοπος Φαῦστος τὸν ὑποχρέωσε ὡστόσο νὰ ἀναλάβη πάλι τὸ λειτούργημα τοῦ Ἡγουμένου, τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο καὶ παρὰ τὶς διαμαρτυρίες του, ὁ Φουλγέντιος ἀποδέχθηκε τελικῶς τὴν ἐκλογή του εἰς Ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν (πλησίον τῆς Τύνιδος, πρωτ. τῆς Τυνησίας), τὸ 507.


Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ τίποτε δὲν ἄλλαξε στὴν ἀσκητικὴ διαγωγή, τὴν ὁποία εἶχε ἐφαρμόσει ὅσο ζοῦσε στὴν ἔρημο: ἐνήστευε αὐστηρότατα καὶ προσηύχετο νυχθημερόν.


Ὁ Βασιλεὺς τῶν Βανδάλων** Θρασιμόνδος (496-523), φανατικὸς ὁπαδὸς τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ὠργίσθηκε ἀπὸ τὴν σθεναρὴ ἀντίστασι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἐξώρισε ἑξήντα ἀπὸ αὐτοὺς στὴν Σαρδινία, ὅπου ὁ Φουλγέντιος, ὁ νεώτερος ἀνάμεσά τους, ἀλλὰ ἔχων θέσιν οἱονεὶ ὡς ἀρχηγοῦ, δὲν ἔπαυσε νὰ κατηγορῆ τοὺς Ἀρειανούς, διαλάμπων μὲ τὴν θεολογικὴ δραστηριότητα καὶ τὴν θαυμαστὴ εὐγλωττία του.


Στὴν Σαρδινία ὁ Φουλγέντιος ἐξακολούθησε τὴν πνευματική του δραστηριότητα, μὲ τὴν ἵδρυσι καὶ Ἱερᾶς Μονῆς στὸ Κάλιαρι.


Ὅταν ἐπληροφορήθη γιὰ τὰ χαρίσματά του, ὁ Θρασιμόνδος τὸν προσεκάλεσε περὶ τὸ 515 νὰ συζητήσουν καὶ τόσο ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου, ὥστε τὸν ἐπεφόρτισε νὰ συνθέση ἐκτενῆ Ἔκθεσι τῆς Ὀρθοδόξου Διδασκαλίας κατ᾿ ἀντίθεσιν ἐκείνης τῶν Ἀρειανοφρόνων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καὶ ἔγινε: ἀνήρεσε κάποια ἀρειανικὰ συγγράμματα, τὰ ὁποῖα εἶχαν τεθῆ ὑπ᾿ ὄψιν του.


Οἱ αἱρετικοὶ ὡστόσο κατώρθωσαν νὰ ἐκτοπίσουν στὴν Σαρδινία αὐτὸν τὸν ἐπικίνδυνο ἀντίπαλο (517), γιὰ ὀλίγον καιρὸν ὅμως, διότι μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Βασιλέως Θρασιμόνδου (523), ὁ μετριοπαθὴς διάδοχός του Χιλδέριχος (523-530) ἀπελευθέρωσε τὶς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντο γιὰ μεγάλο διάστημα ὑπὸ διωγμόν.


Οἱ Ἐπίσκοποι ἐπέστρεψαν στὶς Ἕδρες τους ἐπευφημούμενοι ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὁ Ἅγιος Φουλγέντιος ἀπέκτησε ἀπὸ τότε ἰδιαίτερο κῦρος στὴν χριστιανικὴ Ἀφρική: ἀπὸ παντοῦ ἤρχοντο πλήθη γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του,τὰ ὁποῖα εἶχαν τὴν δύναμι νὰ συγκινήσουν καὶ τοὺς πλέον σκληροκάρδιους. Συνέβαλε ἔτσι.τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξι τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ στὴν εὐημερία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρουσπῶν.


Φθάνοντας σὲ προχωρημένη ἡλικία, ἀποσύρθηκε στὸ νησάκι τῆς Κερκενὰ (Χίλμι), γιὰ νὰ προετοιμασθῆ γιὰ τὴν ἀναχώρησί του πρὸς τὸν Θεὸ μὲ σιωπή, προσευχὴ καὶ δάκρυα.


Ὑπὸ τὴν πίεσι τῶν πιστῶν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὰ Ρουσπά, ὅπου καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο τὴν 1ην Ἰανουαρίου τοῦ 532, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε ταπεινὰ συγχώρησι ἀπὸ τοὺς Κληρικούς του καὶ τοὺς Μοναχοὺς γιὰ ὅποια πιθανὴ στενοχωρία τοὺς προεκάλεσε καὶ προέτρεψε ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ μείνουν προσηλωμένοι στὴν Ὀρθόδοξο Πίστι καὶ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρετῶν.


Λέγεται, ὅτι ὑπῆρξε ὁ λογιώτερος καὶ ὁ ἁγιώτερος τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐποχῆς του.

Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, ἐκ τῶν ὁποίων μόνο μερικὰ διεσώθησαν.


Ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν Ἀντιρρητικὴ Γραμματεία, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν Πελαγιανῶν. Ἔγραψε ἐπίσης Ἔργα Δογματικά, Ὁμιλίες καὶ Ὕμνους.


Διεσώθησαν 19 Ἐπιστολές του. Σημαντικώτερα ἔργα ἐκ τῶν σωζωμένων εἶναι τὰ ἑξῆς: Liber contra Arianos (Βιβλίο κατὰ Ἀρειανῶν), Ad Thrasamundum regem Vandalorum libri tres (Πρὸς Θρασιμόνδον Βασιλέα, 3 βιβλία), De fide ad Petrum (Περὶ πίστεως πρὸς Πέτρον), De Trinitate ad Felicem (Περὶ Τριάδος πρὸς Φήλικα).


(*) Βυζακινὴ Ἀφρική· Στὸ τέλος του Γ΄ αἰ. μ.Χ., περίπου τὸ 293, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-305) διαίρεσε τὴν μεγάλη Ρωμαϊκὴ Ἐπαρχία τῆς Ἀφρικῆς Ἀνθυπατικῆς σὲ τρεῖς μικρότερες Ἐπαρχίες: τὴν Ζευγυτάνα στὰ βόρεια, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ διοικεῖται ἀπὸ ἕναν Ἀνθύπατο καὶ ἀναφέρεται ὡς Ἀνθυπατική, τὴν Βυζακινὴ καὶ τὴν Τρίπολι στὸ νότο. Ἡ Βυζακινὴ ἀντιστοιχοῦσε περίπου στὸ σημερινὸ Σαχὲλ τῆς Τυνησίας.


(**) Βάνδαλοι· Γερμανικὸς λαός. Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε΄ αἰ. μ.Χ. εἰσέβαλαν μὲ ἄλλα βαρβαρικὰ φῦλα στὴν Γαλατία-Γαλλία (407) καὶ στὴν Ἰσπανία (409). Μὲ ἡγέτη τὸν Γκιζέριχο (428- 477), κατέκτησαν τὴν Ρωμαϊκὴ Ἀφρικὴ καὶ ἵδρυσαν ἕνα ἐκτεταμένο καὶ ἰσχυρὸ Βασίλειο, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε καὶ τὴν Σικελία. Οἱ Βάνδαλοι ἐπολιόρκησαν τὸ 455 τὴν Ρώμη, τὴν ὁποία κατέλαβαν καὶ λεηλάτησαν. Τὸ κράτος αὐτὸ διαλύθηκε τὸ 533 ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς (ἐκστρατεία Βελισσαρίου, Στρατηγοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ).


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/06/1_29.html

<>


Αγία Λιόβη εκ Γουιμβόρνης και Βίσοφσχάιμ. Ημέρα Μνήμης: 28 Σεπτεμβρίου.




Παρότι η ημερομηνία της γέννησης της είναι άγνωστη, η γέννηση της θεωρείται σαν θαύμα.


Η Αγία Λιόβη γεννήθηκε από ηλικιωμένους γονείς οι οποίοι ήταν στείροι. Η μητέρα της είχε ένα όνειρο στο οποίο πληροφορήθηκε πως θα κυοφορήσει ένα εκλεκτό - αγαπημένο παιδί του Χριστού. Στο όνειρο, πληροφορήθηκε επίσης το ότι το παιδί της θα ζούσε μία πνευματική ζωή, και θα υπηρετούσε την Εκκλησία.



Όταν το παιδί μεγάλωσε αφιερώθηκε και δόθηκε στην μητέρα Αγία Τέττα (τιμάται 28 Σεπτεμβρίου) προκειμένου να διδαχθεί τα σχετικά με την πνευματική ζωή. Είχε γεννηθεί με το όνομα Leofgyth στο Wessex μέσα σε αριστοκρατική οικογένεια.


Η μητέρα της συνδεόταν με τον Άγιο Βονιφάτιο - ήταν μακρινά ξαδέρφια - (τιμάται 5 Ιουνίου) και ο Άγιος Βονιφάτιος ήταν φίλος του πατέρα της. Μπήκε στο μοναστήρι του Wimborne και είχε την ίδια εξουσία με τον Άγιο Βονιφάτιο. Ο Άγιος Βονιφάτιος αργότερα αναζήτησε την Αγία Λιόβη η οποία ήταν ευρέως γνωστή για τα χαρίσματα της, για να τον βοηθήσει στην αποστολή του να διαδώσει τον Χριστιανισμό κατά μήκος της Γερμανίας. Επανειλημμένα ζήτησε από την Αγία Λιόβη να τον συνοδεύσει γιατί πίστευε πως πολλοί θα ωφελούνταν από την αγιότητα και το παράδειγμα της. Η Αγία Λιόβη δέχτηκε να τον συνοδεύσει αφότου είδε ένα όνειρο.


Το όνειρο την πληροφόρησε πως θα είχε πολλούς ακολούθους, θα μιλούσε μέσα από την καρδιά της και θα μπορούσε να κάνει πράξη όλα αυτά για τα οποία μιλούσε.


Έφτασε στη Γερμανία γύρω στο 748. Ανάμεσα στους συγγενείς που τη συνόδευαν ήταν και η Αγία Θέκλα του Κίτσινγκεν (τιμάται 15 Οκτωβρίου).


Ο  Άγιος Βονιφάτιος εγκαθίδρυσε μια γυναικεία μονή στην περιοχή Tauberbischofsheim, όπου η Αγία Λιόβη έγινε ηγουμένη. Της εμπιστεύτηκε το σημαντικό έργο της ηγουμενίας και ήταν υπεύθυνη για όλες τις μοναχές. Το 754, όταν ο Άγιος Βονιφάτιος ετοίμαζε ένα ταξίδι στην Frisia, όπου και επρόκειτο να μαρτυρήσει, έδωσε το μοναστικό του σκούφο στην Αγία Λιόβη για να δηλώσει έτσι πως όταν έλειπε, εκείνη θα τον αντικαθιστούσε.


Ήταν μορφωμένη γυναίκα και στα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε στην ίδρυση γυναικείων μονών στο Kitzingen και στο Ochsenfurt. Είχε κυρίαρχο ρόλο στο να διαδώσει το Ευαγγέλιο στην περιοχή της και αναφέρεται πως μια φορά σταμάτησε με μία εντολή της μια καταιγίδα. Ήταν η μοναδική γυναίκα στην οποία επέτρεπαν οι ηγούμενοι των μοναστηριών της Fulda να μπαίνει στα μοναστήρια τους και να νουθετεί τους εκκλησιαστικούς αρχηγούς σε θέματα των μοναστηριακών κανόνων.


Αργότερα αποσύρθηκε με μερικές ακόμη Άγγλο-Σάξονες μοναχές σε μία εγκατάσταση στο Mainz στο Schornsheim. Η εγκατάσταση παραχωρήθηκε για την δική της αποκλειστική χρήση από τον Καρλομάγνο. Κοιμήθηκε οσιακά στις 28 Σεπτεμβρίου του έτους 782.


Ο Άγιος Βονιφάτιος είχε ορίσει να θαφτεί η Αγία Λιόβη στον δικό του τάφο. Παρόλα αυτά, όταν κοιμήθηκε, τοποθετήθηκε σε έναν τάφο δίπλα στον δικό του και όχι μέσα στον ίδιο τάφο.


Πολλά θαύματα συνέβησαν στο τάφο της και σύντομα αγιοκατατάχθηκε. Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν δύο φορές και τώρα είναι τοποθετημένα πίσω από το ιερό σε έναν ναό στο Petersburg στη Fulda. Ο Ροδόλφος (Rudolf) της Fulda ανέλαβε να γράψει τον βίο της σε συνδυασμό με την δεύτερη μετακομιδή των λειψάνων της.


Πολλά θαύματα συνέβησαν κατά τη ζωή της και μετά το θάνατο της. Κατά τη διάρκεια της ζωής της, έσωσε ένα χωριό από μια φωτιά, προστάτεψε την πόλη από μια καταιγίδα, έσωσε τη ζωή μιας μοναχής που ήταν θανάσιμα άρρωστη. Όλα αυτά τα θαύματα έγιναν μέσα από τις προσευχές της.


Θαύματα στον τάφο της: Έσωσε έναν άνθρωπο απαλλάσσοντας τον από τις αλυσίδες που ήταν δεμένες γύρω από τα χέρια του. Γιάτρεψε έναν Ισπανό που υπέφερε από σπασμούς. Λόγο αυτών των θαυμάτων των οποίων μάρτυρας υπήρξε ο Rudolf, τα λείψανά της, μεταφέρθηκαν δύο φορές για λόγους ασφαλείας.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/06/28.html

<>


Ἅγιος Κουεντῖνος, Φωτιστὴς τῆς Πικαρδίας. Ήμέρα Μνήμης: 31 Ὀκτωβρίου.




Υἱὸς ἑνὸς Ρωμαίου Ἄρχοντος, ὁ Κουεντῖνος ἐζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Γαΐου Πάπα Ρώμης (283-296, τιμάται 22 Ἀπριλίου), γιὰ νὰ.ἐπιχειρήση τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς χώρας τῶν Ἀμβιανῶν, περιοχῆς τῆς σημερινῆς Πικαρδίας.


Ἔφθασε μέχρι τῆς Ἀμιένης (Amiens) μὲ μία μικρὴ ὁμάδα. Ἐβάπτιζε στὶς πλατεῖες, ἰάτρευε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τοὺς ἀσθενεῖς, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ὑπέφεραν ἀπὸ ἀρθρίτιδα, ὑδρωπικία, βρογχίτιδα, τύφλωσι. Τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ προκαλοῦσαν τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν καλοπροαιρέτων, ἀλλὰ καὶ τὸ μῖσος τῶν σκληροκάρδων.


Δὲν ἄργησε νὰ κατηγορηθῆ ὁ Κουεντῖνος στὸν σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο Ρωμαῖο Διοικητὴ Ρικτιοβάρο, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὸν

Κουεντῖνο σὲ ἀνάκρισι:

- Πῶς ὀνομάζεσαι;

- Λέγομαι Χριστιανός, ὁ Πατέρας μου εἶναι Γερουσιαστὴς στὴν Ρώμη.  Ἔλαβα τὸ ὄνομα Κουεντῖνος.

- Πῶς; Ἕνας τόσο εὐγενὴς ἄνδρας κατήντησε νὰ πιστεύση σὲ τέτοιες δεσιδαιμονίες;

- Ἡ πραγματικὴ εὐγένεια  εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις στὸν Χριστό μας δὲν εἶναι δεσιδαιμονία. Μᾶς ἀνεβάζει στὴν τελεία εὐτυχία μὲ τὴν γνῶσι τοῦ παντοκράτορος Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ Aὐτοῦ τοῦ γεννηθέντος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων.

- Ἄφησε τὶς μωρίες αὐτὲς καὶ θυσίασε στοὺς Θεούς.

- Ποτέ! Οἱ θεοί σου εἶναι δαίμονες καὶ ἡ ὄντως μωρία εἶναι νὰ τοὺς λατρεύη κανείς.

- Θυσίασε, εἰ δὲ μὴ θὰ σὲ βασανίσω ἕως θανάτου.

- Δὲν φοβᾶμαι τίποτε. Ἔχεις ἐξουσία στὸ σῶμα μου, ἀλλὰ ὁ Χριστός μας θὰ σώσει τὴν ψυχή μου.


Ὁ τύραννος, μετὰ τὴν γενναία ὁμολογία τοῦ Μάρτυρος, παρέδωσε αὐτὸν στοὺς δημίους, γιὰ νὰ τὸν μαστιγώσουν.


Ὁ Θεὸς ὅμως ἐνεδυνάμωνε τὸν δοῦλο Του καὶ ἀκούσθηκε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ: «Κουεντῖνε, ὑπόμεινον εἰς τέλος, ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ!». Πάραυτα, οἱ δήμιοι αὐτοῦ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος.


Ὁ Ἅγιος ἐκλείσθη στὴν φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία τὸν ἐλευθέρωσαν Ἅγιοι Ἄγγελοι. Ὁ Μάρτυς ἔτρεξε νὰ κηρύξη καὶ πάλι στὸ κέντρο τῆς πόλεως καὶ μετέστρεψε στὴν πίστι 600 ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα.


Ὁ τύραννος, πλήρης θυμοῦ καὶ μανίας, ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ βασανιστήρια στὸ σῶμα τοῦ μακαρίου δούλου τοῦ Θεοῦ: τροχό, λάδι κοχλάζον, πίσσα, ἀναμμένες λαμπάδες...


Ὁ Μάρτυς ὅμως δὲν ἐκάμπτετο: «Ἀπάνθρωπε, υἱὲ τοῦ διαβόλου, τὰ βάσανά σου εἶναι γιὰ μένα ἀναψυχή»...


Τότε ὁ τύραννος σὲ ἕναν παροξυσμὸ ὠμότητος, παρήγγειλε νὰ περάσουν τὸ σώμα του μάρτυρος από πάνω έως κάτω με δύο σιδηρένιες σούβλες, και να μπήξουν καρφιά κάτω από τους όνυχές του.


“Ο Άγιος όμως έμενε ατάραχος και προσευχόμενος, χωρίς να αισθανθή τις οδύνες των φοβερών βασάνων, τις οποίες ήσθάνοντο όμως παραδόξως, αντί εκείνου, οἱ δήμιοί του...


Τελικὰ ὁ τύραννος ἀπεφάσισε νὰ μεταφέρη τὸν Μάρτυρα στὴν Ρένς. Στὸν δρόμο, στὴν πόλι Aὐγούστα (Augusta Viroman-duorum), ὅπως καὶ ἐνωρίτερα στὴν πόλι Μαρτεβίλ, ὁ Ἅγιος ἔκανε νὰ ἀναβλύση στὴν ὑπόγεια φυλακή του μία πηγὴ ὕδατος, ἡ ὁποία ἀνεδείχθη ὕστερα πηγὴ ἰαμάτων.



Στὴν Aὐγούστα, ὁ Ρικτιοβάρος, μὴ ἀνεχόμενος πλέον τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος τοῦ Μάρτυρος, ἐξέδωσε τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ νὰ ρίξουν στὸν ποταμὸ Σάμαρα (νῦν Σόμμε) τὴν σορὸ καὶ τὴν κεφαλή του.


Οἱ παρισταμένοι εἶδαν τότε τὴν ψυχή του νὰ πετάη στὸ οὐρανὸ σὲ μορφὴ λευκῆς περιστερᾶς καὶ ἄκουσαν φωνή: «Εὖ Κουεντῖνε, δοῦλε Μου ἀγαθέ, δέξου τὸν στέφανο, τὸν ὁποῖον σοῦ ἐτοίμασα. Ἰδοὺ καὶ οἱ Ἄγγελοι ἔρχονται γιὰ νὰ σὲ συνοδεύσουν».


Ἦταν ἡ 31η Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 287, ἐπὶ Γαΐου τοῦ εὐσεβοῦς Πάπα Ρώμης, καὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ.


Πενήντα πέντε ἔτη ἀργότερα, μία εὐγενὴς Ρωμαία, ὀνόματι Εὐσεβία, ἡ ὁποία ἦταν τυφλή, εἶδε ἕνα ὅραμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς τῆς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μεταβῆ στὴν Aὐγούστα, ὅπου θὰ εὕρη τὰ τίμια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος καὶ θὰ ἀνακτήση δι᾿αὐτῶν τὴν ὅρασί της.


Πράγματι ἡ εὐσεβὴς δούλη τοῦ Θεοῦ μετέβη στὴν Aὐγούστα καὶ κατέβη στὸν ποταμὸ Σάμαρα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀνεδύθησαν ἀπὸ τὰ ὕδατα ἡ ἱερὰ κεφαλὴ καὶ τὸ ὑπόλοιπο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Εὐσεβίας ἠνοίχθησαν.


Ἀφοῦ ἀνεκομίσθησαν τὰ ἅγια Λείψανα, οἱ πιστοὶ ἀπεφάσισαν νὰ μεταφέρουν αὐτὰ στὴν πόλι Βερμάνδ. Ἀφοῦ ὅμως διήνυσαν μίαν μικρὰ ἀπόστασι, τὰ ἱερὰ Λείψανα ἔγιναν ὑπερβολικὰ βαρειά, ὥστε κατέστη ἀδυνατὸν νὰ προχωρήση ἡ ἅμαξα.


Συντόμως ἀνέγειραν ἐκεῖ οἱ πιστοὶ ἕνα παρεκκλήσιον καὶ ἔπειτα ἐκκλησίες ὅλο καὶ μεγαλύτερες, λόγῳ τῶν πολλῶν προσκυνητῶν, τοὺς ὁποίους ἡ φήμη τῶν ἀναριθμήτων καὶ ποικίλων θαυμάτων τοῦ ἐνδόξου Μάρτυρος προσείλκυε.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/06/31.html


<>



https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/search/label/%CE%9F%CF%81%CE%B8%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%BF%CE%B9%20%CE%86%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CE%B9%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%94%CF%8D%CF%83%CE%B7%CF%82%20%CF%80%CF%81%CE%BF%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%9C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CF%85%20%CE%A3%CF%87%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%201054?updated-max=2020-11-16T23:49:00%2B02:00&max-results=20&start=60&by-date=false


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/09/8_9.html




Άγιος Cennydd της Ουαλίας, ο Ερημίτης. Ημέρα Μνήμης: 5 Ιουλίου.




Ο Άγιος Cennydd ήταν ο γιος του βασιλιά Dihoc - κατά πάσα πιθανότητα του Deroch II της Δουμνόνιας - μέσα από μια αιμομικτική σχέση με την ίδια του την κόρη. Ενώ η πριγκίπισα ήταν έγκυος, ο βασιλιάς Deroch κλήθηκε από τον Υψηλό βασιλέα Αρθούρο για να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό των Χριστουγέννων που πραγματοποιούνταν στην βασιλική αυλή στο Aber Llychwr (Loughor). Οι δύο ταξίδευαν εκεί μαζί και ο Άγιος Cennydd γεννήθηκε πιθανότατα στο κοντινό Caer Gynydd στο Waunnarlwydd. Γεννήθηκε κολοβός με την κνήμη του ενός ποδιού προσκολλημένη στο μηρό.


Ένας ιερέας κατάφερε να βαπτίσει το βρέφος, δίνοντάς του το όνομα Cennydd, πριν ο βασιλιάς Deroch διατάξει τη ρίψη του γιού του στον ποταμό. Ο Άγιος Cennydd τοποθετήθηκε σε ένα ψάθινο καλάθι από ιτιά και ρίχθηκε στον ποταμό Lliw. Το δυνατό ρεύμα του ποταμού τον έφερε γρήγορα στον ποταμό Llwwchwr (ποταμός Loughor) όπου χυνόταν στην θάλασσα. Ξαφνικά μια μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε και οδήγησε το ψάθινο καλάθι, χορεύοντας στην κορυφή των κυμάτων, στο Ynys Weryn (Head Worm), όπου ξεβράστηκε στην παραλία. Εκεί ένα σμήνος γλάρων πέταξε πάνω από το μωρό και τον έφερε στην κορυφή ενός βράχου. Εκεί οι γλάροι απογύμνωσαν τα στήθη τους και χρησιμοποίησαν τα πούπουλά τους για να κάνουν ένα κρεβάτι για τον μικρό Cennydd. Τα πουλιά πρόσεχαν συνεχώς τον Άγιο προστατεύοντάς τον, απλώνοντας τα φτερά τους πάνω του για να τον προστατέψουν από τον άνεμο, τη βροχή και το χιόνι.


Πριν περάσουν εννέα μέρες από την ημέρα που οι γλάροι θαυματουργικά έσωσαν τον νεαρό Άγιο, Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό, φέρνοντας έναν ορειχάλκινο κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους, τον οποίο τοποθέτησε στο στόμα του νηπίου, και μασούσε έντονα στη λαβή, σαν κρίκο οδοντοφυΐας. Έτσι ο Άγιος Cennydd έζησε μέχρι που ήταν αρκετά μεγάλος για να περπατήσει και τα ενδύματα με τα οποία ήταν τυλιγμένος, μεγάλωναν μαζί του και επεκτείνονταν, όπως ακριβώς και ο φλοιός στον κορμό ενός δέντρου καθώς αυτό μεγαλώνει.


Μια μέρα ένας αγρότης χωρικός που ζούσε κοντά στη θάλασσα και δεν είχε οικογένεια είδε τον νεαρό Άγιο. Πήρε τον Άγιο Cennydd, τον έφερε σπίτι και τον έδωσε στη σύζυγό του, που έβαλε αμέσως το μικρό αγόρι στο κρεβάτι. Αυτό προκάλεσε μεγάλη ταραχή άγχος και έκπληξη στους γλάρους. Πέταξαν προς το σπίτι του χωρικού και έφτασαν μεγάλο αριθμό, διαιρεμένει σε δύο σμήνη. Ένα σμήνος εισήλθε στο σπίτι και έβγαλε τα σκεπάσματα από τον Άγιο Cennydd. Το δεύτερο κοπάδι, χρησιμοποιώντας τα ράμφη τους, τα νύχια τους και κραυγές, οδήγησαν τα βοοειδή του αγρότη προς τη θάλασσα. Εκνευρισμένος για τα ζώα του, ο αγρότης μετέφερε βιαστικά τον Άγιο Cennydd πίσω εκεί που τον βρήκε. Στη συνέχεια, οι γλάροι οδήγησαν τα βοοειδή του πίσω στα λιβάδια τους και, με τον πιο τακτικό τρόπο, αντικατέστησαν το κάλυμμα στο κρεβάτι.


Μέχρι εκείνη την εποχή, ο Άγιος Cennydd τρεφόταν από μία ελαφίνα, η οποία ερχόταν καθημερινά από το δάσος και γέμιζε με γάλα τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους που χρησιμοποίησε το αγόρι ως θήλαστρο. Γέμιζε επίσης τις κοιλότητες στα κοντινά βράχια με γάλα για να έχει ο Άγιος καθ'όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο Άγιος Cennydd συνέχισε αυτή τη διατροφή, συμπληρωμένη από ρίζες και βότανα, μέχρι που έφτασε στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Έπειτα, ένας Άγγελος Κυρίου, κατέβαινε και τον κατηχούσε στις χριστιανικές διδασκαλίες, και τον πληροφόρησε ότι πρέπει να αναχωρήσει για μία περιοχή με πολλά καλαμοειδή φυτά που ονομάζεται Llangennydd (Llangennith), περίπου ένα μίλι μακριά. Ο Άγιος Cennydd ξεκίνησε την πορεία του, αλλά έκανε αργή πρόοδο εξαιτίας της σωματικής του κατάστασης. Σταμάτησε περίπου είκοσι τέσσερις φορές και σε κάθε στάση θαυματουργικά ανέβλυζε μια πηγή με καθαρά και δροσερά νερά για να σβήσει τη δίψα του. Όταν τελικά ο Άγιος Cennydd έφτασε στον προορισμό του, εκεί ο ίδιος έχτισε μια καλύβα από κορμούς και φύλλα ιτιάς και στέγη από καλάμια. Επίσης βρήκε και έναν υπηρέτη για να τον βοηθάει ο οποίος ήταν ανάξιος εμπιστοσύνης και η ατιμία του φανερώθηκε από το ακόλουθο θάυμα.


Μια μέρα, εννέα ληστές, που λεηλατούσαν την περιοχή, επισκέφτηκαν τον Άγιο Cennydd για να δουν τι θα μπορούσαν να κλέψουν από αυτόν. Όταν έφτασαν στην καλύβα του Αγίου άφησαν τα όπλα τους έξω και εκμεταλλευόμενοι την φιλοξενία του Αγίου μπήκαν στην καλύβα του. Εντωμεταξύ, ο υπηρέτης του Αγίου Cennydd είδε ένα από τα πολυπόθητα δόρατα των ληστών και το έκλεψε. Όταν ο ληστής ρώτησε για την λόγχη του, ο υπηρέτης ορκίστηκε ότι δεν το είχε δει: "Φέρτε τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους και θα κάνω όρκο σε αυτόν". Έχοντας ξεπεράσει τον εαυτό του, ο υπηρέτης του Αγίου Cennydd τρελάθηκε και έφυγε στις απομακρυσμένες περιοχές γύρω από τον Mynyw (Saint Davids). Εκεί ζούσε σαν άγριο θηρίο, μέχρι που οι τρίχες του σώματός του και τα μαλλιά του τον κάλυψαν εντελώς. Μετά από επτά χρόνια, ο Άγιος Cennydd προσευχήθηκε για την αποκατάστασή του και ο άνθρωπος επέστρεψε στην υπηρεσία του με ειλικρινή μετάνοια.


Αργότερα, ο βασιλιάς Morgan του Glywysing πραγματοποίησε επιδρομές στην περιοχή γύρω από το Llangennydd (Llangennith), συγκεντρώνοντας μαζί του μεγάλη ποσότητα λαφύρων. Ο Άγιος ερημίτης έστειλε τον υπηρέτη του με τον κωδωνίσκο σε σχήμα στήθους για να ζητήσει μερίδιο από τα λάφυρα. Αυτός, φυσικά, συναντήθηκε με τον υπηρέτη σε κλίμα άρνησης και ύβρεων. Τότε οι λεηλάτες άρχισαν να διαφωνούν και να μάχονται μεταξύ τους για τη μοιρασιά των λαφύρων. Ήρθαν σε σύγκρουση και πολλοί σκοτώθηκαν. Ο βασιλιάς Morgan, αποδίδοντας αυτή την καταστροφή στην αδίκη αντιμετώπιση κατά του Αγίου αλλά και για την ύβρη που διέπραξε όσον αφορά την ιερότητα του θεόδοτου κωδωνίσκου σε σχήμα στήθους, πήγε σε αυτόν και προσέφερε αποζημίωση. Ο βασιλιάς πήρε τον Άγιο Cennydd επάνω στην πλαγιά του λόφου και, κοιτάζοντας το βασίλειό του, χορήγησε στον Άγιο τόση γη όση επιθυμούσε.


Όταν οι Άγιοι Δαϋίδ (Dewi/David), Επίσκοπος Mynyw (τιμάται 1η Μαρτίου), Τέιλο (Teilo) Επίσκοπος Llandeilo (τιμάται 9 Φεβρουαρίου) και Παντάρν (Padarn) της Ουαλίας (τιμάται 15 Απριλίου) ταξίδεψαν στην Ουαλία το 545, κάλεσαν τους ηγούμενους και τους επισκόπους της χώρας στη Σύνοδο του Llanddewi Brefi προκειμένου να καταδικάσουν την αίρεση του Πελαγιανισμού, σταμάτησαν στο κελί του Αγίου Cennydd και δέχτηκαν την φιλοξενία του. Ο Άγιος Δαϋίδ ζήτησε να παραστεί στη συνέλευση. Ωστόσο, δείχνοντάς του το παραμορφωμένο πόδι του, ο Άγιος Cennydd εξήγησε ότι δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε ένα τέτοιο ταξίδι. Έτσι ο Άγιος Δαϋίδ προσευχήθηκε για την ανακούφιση και αποκατάσταση του ποδιού του, έτσι ώστε ο Άγιος Cennydd να μπορεί να περπατήσει όπως και κάθε άλλο άτομο. Αυτό δεν ευχαρίστησε τον Άγιο Cennydd, που ήθελε να παραμείνει όπως τον είχε δημιουργήσει ο Θεός. Αυτός, λοιπόν, προσευχήθηκε να επανέλθει η δυσμορφία στο πόδι του και αμέσως βγήκε στο άκρο του όπως πριν και η κνήμη του βρέθηκε πάλι προσκολλημένη στον μηρό. Έτσι ο Άγιος δεν παρακολούθησε τη Σύνοδο, όμως επέκτεινε την επαφή του με τον κόσμο χτίζοντας μία ιερά μονή κοντά στο ερημητήριό του όπου καθημερινά δεχόταν πλήθος προσκυνητών και ανθρώπων που ζητούσαν τις συμβουλές του και την βοήθειά του.


Κάποια στιγμή, ο Άγιος Cennydd επέστρεψε στην πατρίδα των γονιών του, ίδρυσε εκκλησίες και παρεκκλήσια στο Ploumelin, το Saint-Caradec, το Plaintel (όπου μπορεί κανείς να δει το πέτρινο κρεβάτι του) και το Languidic, την κύρια κατοικία του στη Βρετάνη. Εγκαταστάθηκε σε αυτό το τελευταίο μέρος, αφού καταδιώχθηκε από μια μικρή ομάδα πέντε πολεμιστών. Προσευχήθηκε για βοήθεια και αμέσως οι πέντε πολεμιστές μετατράπηκαν με θαυματουργικό τρόπο σε πέτρες. Παραμένουν ως μια σειρά από πέτρες που τώρα ονομάζονται «Στρατιώτες του Αγίου Κορνήλιου», αλλά κάποτε ήταν γνωστές ως «Στρατιώτες του Αγίου Cennydd». Ο Άγιος Cennydd κοιμήθηκε οσιακά κατά πάσα πιθανότητα την 1η Αυγούστου κάποια στιγμή στα τέλη του 6ου αιώνα. Στο Llangennydd (Llangennith), ωστόσο, η μνήμη του τιμάται την 5η Ιουλίου και η ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του στις 27 Ιουνίου.


Ο Άγιος Cennydd είναι επίσης γνωστός και ως Άγιος Κέννεθ (Kenneth) ή Kenetus (Κενέτος) στα λατινικά και δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον Άγιο Kenneth (Cainnech ή Cannice ή Kenny ή Canicus) ηγούμενο του Αγκάμποε (Aghaboe) της Ιρλανδίας του οποίου η μνήμη τιμάται στις 11 Οκτωβρίου.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/01/cennydd.html



<>




Άγιος Κεντβάλλα βασιλεύς του Ουέσσεξ. Ημέρα Μνήμης: 20 Απριλίου.


Ο Άγιος Κεντβάλλα του Ουέσσεξ ήταν βασιλιάς του Ουέσσεξ (685 - 688) μέλος του Οίκου του Ουέσσεξ. Στην νεότητα του εξορίστηκε από το Ουέσσεξ, την περίοδο της εξορίας του συγκέντρωσε δυνάμεις και επιτέθηκε στους νότιους Σάξονες σκοτώνοντας τον βασιλιά τους Έθελγουιλ στο Σάσσεξ. Ο Κεντβάλλα στάθηκε ανίκανος να κρατήσει την περιοχή της νότιας Σαξονίας και εξορίστηκε ξανά από τον Έθελγουιλ, το 685 έγινε βασιλιάς του Ουέσσεξ αλλά αμέσως βρέθηκε στην δίνη ταραχών με αντίπαλες οικογένειες. Μετά την άνοδο του στο θρόνο έφτασε στο Σάσσεξ κατακτώντας ολόκληρη την περιοχή και την Νήσο του Γουάιτ. Κέρδισε και την περιοχή του Κεντ τοποθετώντας τον αδελφό του Μουλ του Κεντ ως βασιλιά, ο Μουλ κάηκε σε επανάσταση την επόμενη χρονιά και ο Κεντβάλλα επέστρεψε στο Κεντ αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση του βασιλείου προσωπικά ο ίδιος. Ο Κεντβάλλα τραυματίστηκε θανάσιμα την εποχή που κατακτούσε την Νήσο Γουάιτ αυτός ήταν πιθανότατα ο λόγος για τον οποίο παραιτήθηκε από τον θρόνο (688). Τον Απρίλιο του 689 έφτασε στην Ρώμη όπου βαπτίστηκε χριστιανός από τον πάπα Σέργιο Α΄ το Μεγάλο Σάββατο του ίδιου χρόνου, πέθανε 10 μέρες αργότερα στις 20 Απριλίου 689 και τον διαδέχτηκε ο Ίνε του Ουέσσεξ (τιμάται 8 Σεπτεμβρίου).


Μια κύρια πηγή σχετικά με τα γεγονότα που έγιναν εκείνη την εποχή στην χώρα των Δυτικών Σαξόνων ήταν η Εκκλησιαστική ιστορία που γράφηκε από τον Άγιο Βέδα τον Σεβάσμιο (731). Ο Βέδας συγκέντρωσε πληροφορίες για τον Κεντβάλλα από τον επίσκοπο Δανιήλ του Ουίντσεστερ, το βασικό ενδιαφέρον του Βέδα ήταν ο εκχριστιανισμός των Δυτικών Σαξόνων αλλά το έργο του μας δίνει πολλές πληροφορίες για τον Κεντβάλλα και το βασίλειο του. Το έργο του Στεφάνου του Ριπόν "Η ζωή του Αγίου Ουίλφριντ" αναφέρεται στον Κεντβάλλα. Άλλη μια σημαντική πηγή για τα γεγονότα της βασιλείας του ήταν το Αγγλοσαξωνικό χρονικό το οποίο γράφηκε τον 9ο αιώνα υπό την επίβλεψη του βασιλιά Αλφρέδου του Μεγάλου (τιμάται 26 Οκτωβρίου) στα χρονικά φαίνεται το γενεαλογικό δέντρο των βασιλέων του Ουέσσεξ. Τα καταστατικά εμφανίζουν τις δωρεές που προσφέρουν οι βασιλείς στους υπηκόους τους και στην εκκλησία, είναι τα πρώτα γραπτά κείμενα της Αγγλικής ιστορίας. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Δυτικοί Σάξονες βρισκόντουσαν σε μια περιοχή της Νοτιοδυτικής Αγγλίας τα σύνορα της οποίας δεν έχουν διευκρινιστεί. Στα δυτικά εκεί που βρίσκεται σήμερα το Ντέβον και η Κορνουάλη υπήρχε το αρχαίο βασίλειο της Νταμνονίας, στα βόρεια η Μερκία της οποίας ο βασιλιάς Γούλφχερ της Μερκίας ο οποίος στην διάρκεια της βασιλείας του κυβερνούσε ολόκληρη την νότια Αγγλία. Το 674 τον Γούλφχερ διαδέχθηκε ο αδελφός του Έθελρεντ ο οποίος είχε λιγότερες στρατιωτικές ικανότητες αλλά παρόλα αυτά οι δυτικοί Σάξονες δεν κατόρθωσαν να ανακάμψουν και να ανακαταλάβουν τις περιοχές που είχε κατακτήσει ο Γούλφχερ. Στα ανατολικά εκεί που σήμερα βρίσκεται το Σάσσεξ βρισκόταν το βασίλειο των νότιων Σαξόνων και στα ανατολικά εκεί που βρίσκεται σήμερα το Λονδίνο βρισκόταν το βασίλειο των ανατολικών Σαξόνων.


Οι θέσεις που περιγράφονται στο χρονικό δεν έχουν διευκρινιστεί αλλά είναι φανερό ότι οι δυτικοί Σάξονες πολεμούσαν στο βόρειο Σόμερσετ, στο νότιο Γκλόστερσαιρ και στο βόρειο Γουιλσάιρ εναντίον των βασιλείων των Βρετανών και της Μερκίας. Στα δυτικά και νότια η απόδειξη της επίδρασης των δυτικών Σαξόνων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Κενβάλ του Ουέσσεξ ο οποίος κυβέρνησε την περίοδο 642 - 673 αναφέρεται στο πρώτο Σαξονικό αβαείο του Σέρμπορν στο Ντόρσετ. Ο Σέντγουιν του Ουέσσεξ που βασίλευσε την περίοδο 676 - 685 ήταν ο πρώτος προστάτης του Γκλάστονμπερι στο Σόμερσετ ενώ το Έξετερ στο Ντέβον βρισκόταν υπό τον έλεγχο των δυτικών Σαξόνων το 680 την εποχή που σπούδασε εκεί ο Άγιος Βονιφάτιος. Ο Βέδας αναφέρει ότι ο Κεντβάλλα ήταν ένας νεαρός δυναμικός άντρας πληροφορώντας για τη ημερομηνία θανάτου του το 689 σε ηλικία περίπου 30 ετών μεταθέτοντας με αυτόν τον τρόπο την ημερομηνία γέννησης του γύρω στο 659. Σύμφωνα με το χρονικό ο Κεντβάλλα ήταν γιος του Κενμπέρχτ του Ουέσσεξ και απόγονος του Κέρντικ ιδρυτή του Οίκου του Ουέσσεξ ο οποίος κυβέρνησε την Αγγλία. Φαίνονται πολλές δυσκολίες να διευκρινιστεί η καταγωγή του, αυτό φαίνεται σε προσπάθειες όλων των ιστορικών να μπορέσουν με διαφορετικούς τρόπους ως προπάτορα του τον Κέρντικ, το γενεαλογικό του δέντρο έχει πάντοτε προσεκτική μεταχείριση. Το όνομα του είναι μια Αγγλική μορφή του Βρετανικού ονόματος Καντβαλλόν το οποίο φανερώνει Βρετανική καταγωγή. Η πρώτη αναφορά για τον Κεντβάλλα περιγράφεται στην Ζωή του Αγίου Ουίλφριντ η οποία τον περιγράφει σαν έναν εξόριστο ευγενή στα δάση του Τσίλτερν και του Άντρεντ. Την περίοδο του 7ου αιώνα ήταν πολύ συνηθισμένο γεγονός να περάσει κάποιος ευγενής ένα χρονικό διάστημα στη εξορία πριν αναλάβει τον θρόνο, ο Όσβαλντ της Νορθουμπρίας είναι άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση. Σύμφωνα με το Αγγλοσαξωνικό Χρονικό η ημερομηνία στην οποία ο Κεντβάλλα άρχισε να αγωνίζεται για το βασίλειο του ήταν το 685. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στην εξορία μπόρεσε να συγκεντρώσει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, να νικήσει να σκοτώσει τον Έθελεγουιλ και να αναλάβει ο ίδιος τον θρόνο του Σάσσεξ. Ωστόσο πολύ σύντομο και ο ίδιος ανατράπηκε και εξορίστηκε από δυο ευγενείς οπαδούς του Έθελεγουιλ τον Μπέρθαν και τον Άντχαν που πιθανότατα κυβέρνησαν οι ίδιοι από τότε ως βασιλείς.


Το νησί του Γουάιτ, η κοιλάδα του Μεόν και το ανατολικό Χαμσάιρ κατακτήθηκαν για λογαριασμό του Έθελεγουιλ από τον Ουίλφλερ της Μερκίας. Το χρονικό τοποθετεί το γεγονός αυτό το 661 αλλά σύμφωνα με τον Βέδα δεν συνέβη πιο νωρίς από την στρατιωτική αποστολή του Ουίλφλερ στους νότιους Σάξονες την δεκαετία του 680, η επίθεση του Κεντβάλλα στον Έθελεγουιλ μπορεί να θεωρείται απάντηση στην πίεση την οποία δέχτηκε από την Μερκία. Άλλη μια απόδειξη της πολιτικής κι στρατιωτικής διαίρεσης των Δυτικών Σαξόνων την δεκαετία του 660 στο Ντόρτσεστερ ήταν η μεταφορά της έδρας στο Ουιντσέστερ πολύ κοντά στο βασίλειο των νότιων Σαξόνων. Η εξήγηση που δίνει ο Βέδας για την διαίρεση αυτή είναι η αδυναμία του Κεντβάλλα να κατανοήσει την Φραγκική προφορά του επισκόπου του Ντόρτσεστερ αλλά ο πραγματικός λόγος της μεταφοράς ήταν η προστασία από τις επιθέσεις της Μερκίας καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Κεντβάλλα σπάνια υπήρχαν στον βορά. Την ίδια εποχή οι Δυτικοί Σάξονες άρχισαν να επικρατούν σημαντικά απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους Αγγλοσαξονικούς λαούς και να αποκτήσουν την εξουσία. Ο Κεντβάλλα έγινε βασιλιάς των Δυτικών Σαξόνων όταν ο προκάτοχος του Σέντγουιν του Ουέσσεξ αποσύρθηκε σε μοναστήρι (685), ο Βέδας λέει ότι κυβέρνησε δυο χρόνια αλλά ο πραγματικός χρόνος που παρέμεινε στην εξουσία ήταν πάνω από τρία χρόνια. Το γενεαλογικό δέντρο των Δυτικών Σαξόνων αναφέρει ότι η περίοδος της βασιλείας του ήταν τρία χρόνια. Σύμφωνα με τον Βέδα πριν από τον Κεντβάλλα το Ουέσσεξ κυβερνούσαν υποβασιλείς τους οποίους ο ίδιος ανέτρεψε. Ο Βέδας δίνει την ημερομηνία θανάτου του Κενβάλ στην αρχή της δεκαετής περιόδου στην οποία οι Δυτικοί Σάξονες κυβερνήθηκαν από τους συγκεκριμένους υποβασιλείς, γι'αυτό πιστεύεται ότι πέθανε γύρω στο 673. Ο προκάτοχος του Κεντβάλλα Σέντγουιν πιθανότατα ξεκίνησε σαν ένας από τους υποβασιλείς αλλά κατέληξε τελικά σαν μοναδικός βασιλιάς στο τέλος της δεκαετούς περιόδου, οι υποβασιλείς ανήκαν σε άλλον αντίπαλο κλάδο της δυναστείας του Ουέσσεξ που διεκδικούσαν για λογαριασμό τους την εξουσία. Ο Βέδας είχε σαν βασική πηγή πληροφόρησης προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του για τα γεγονότα στο βασίλειο των Δυτικών Σαξόνων τον επίσκοπο Δανιήλ του Ουίντσεστερ. Είναι φανερό ότι οι δυο αντιβασιλείς εκθρονίστηκαν, ο βασιλιάς Μπίλντριντ βασίλευσε στην περιοχή του Σόμερσετ και του Γουιλσάιρ αναφέρεται σε έγγραφα (681, 688) σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς. Μια άλλη σύγχυση απο τους ιστορικούς εμφανίζει τον πατέρα του Ίνε Σένρεντ του Ουέσσεξ να κυριαρχεί στο Ουέσσεξ μετά την άνοδο του ίδιου του Ίνε του Ουέσσεξ.


Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Κεντβάλλα σκοτώνοντας τον βασιλιά Μπερθάν κατόρθωσε να υποτάξει τη περιοχή. Κατέκτησε την νήσο του Γουάιτ η οποία ήταν ένα ακόμα παγανιστικό βασίλειο, σκότωσε τον γηγενή πληθυσμό του νησιού τοποθετώντας τον δικό του λαό, ο βασιλιάς της νήσου Άρβαλντ άφησε τους δυο αδελφούς του ως διαδόχους. Δραπέτευσαν από το νησί αλλά βρέθηκαν στο Χαμσάιρ και εκτελέστηκαν με εντολή του Κεντβάλλα επιτρέποντας σε έναν ιερέα να τους βαπτίσει χριστιανούς πριν τον θάνατο τους. Ο Κεντβάλλα τραυματίστηκε σύμφωνα με τον Βέδα αλλά ανάρρωσε από τα τραύματα του όταν έδωσε την άδεια στον ιερέα να βαπτίσει τους πρίγκιπες. Σε ένα καταστατικό του 688 ο Κεντβάλλα παραχωρεί το Φάρνχαμ σε έναν υπουργό του αυτό είναι απόδειξη ότι είχε τον έλεγχο του Σάρρεϋ, επιτέθηκε στο Κεντ (686) και ίδρυσε ένα μοναστήρι στο Χού βορειοανατολικά του Ρότσεστερ ανάμεσα στο Μέντγουέι και τον Τάμεση. Τοποθέτησε τον αδελφό του Μουλ βασιλιά του Κεντ αλλά σύμφωνα με το Αγγλοσαξωνικό χρονικό ο αδελφός του κάηκε μαζί με άλλους 12 σε εξέγερση. Η απάντηση του Κεντβάλλα μετά τον φόνο του αδελφού του επιτέθηκε στο Κεντ και έκαψε την γη, μετά την δεύτερη εκστρατεία φαίνεται ότι ο ίδιος προσωπικά κυβέρνησε την περιοχή του Κέντ. Ο Κεντβάλλα δεν βαπτίστηκε όταν ανέβηκε στον θρόνο και παρέμεινε αβάπτιστος μέχρι το τέλος αλλά ευνόησε σημαντικά τον χριστιανισμό, έκανε σημαντικές δωρεές στις εκκλησίες και ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Όταν επιτέθηκε στους νότιους Σάξονες ο Βίλφριντ βρισκόταν στην αυλή του βασιλιά Έθελγουιλθ, με τον θάνατο του Έθελγουιλθ ο Βίλφριντ επιτέθηκε ο ίδιος στον Κεντβάλλα. Ο Βίος του Βίλφριντ αναφέρει ότι ο Κεντβάλλα τον έβλεπε σαν τον πνευματικό του πατέρα, ο Βέδας αναφέρει ότι ο Κεντβάλλα είχε υποσχεθεί να δώσει ένα τμήμα της Νήσου του Γουάιτ όταν το κατακτούσε στον Βίλφριντ σαν δώρο στην εκκλησία, αναφέρει επίσης ότι επέτρεψε στους δυο αδελφούς του Άρβαλντ να βαπτιστούν χριστιανοί πριν εκτελεστούν. Ο Βίλφριντ συνεργάστηκε στενά με τον Κεντβάλλα στα εκκλησιαστικά θέματα αλλά δεν συμμετείχε στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Οι σχέσεις του Κεντβάλλα με τον Βίλφριντ είναι επιβεβαιωμένες και με άλλους τρόπους όπως στο "Ο Βίος του Βίλφριντ" φαίνεται οτι ο επίσκοπος Καντερβουρίας Άγιος Θεόδωρος (τιμάται 19 Σεπτεμβρίου) είχε εκφράσει την επιθυμία να τον διαδεχτεί ο Βίλφριντ, σχετίζεται με τις σχέσεις του Βίλφριντ με τον Κεντβάλλα στις περιοχές του νότου.


Το 688 ο Κεντβάλλα παραιτήθηκε από τον θρόνο και αναχώρησε στην Ρώμη προκειμένου να βαπτιστεί χριστιανός, γνώριζε ότι τα τραύματα του από την μάχη στην Νήσο του Γουάιτ ήταν θανάσιμα και ο θάνατος του βέβαιος. Ο Βέδας αναφέρει ότι είχε εκφράσει την επιθυμία να βαπτιστεί στο ιερό των Αγίων Αποστόλων, στον δρόμο για την Ρώμη σταμάτησε κοντά στο Καλαί όπου ίδρυσε εκκλησία, στην συνέχεια παραβρέθηκε στην αυλή του βασιλιά των Λομβαρδών Κούνινσπερτ. Όταν έφτασε στην Ρώμη βαπτίστηκε χριστιανός από τον πάπα Σέργιο Α' (τιμάται 8 Σεπτεμβρίου) το τελευταίο Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, πέθανε αμέσως μετά και τάφηκε στον ναό του Αγίου Πέτρου. Το Αγγλοσαξωνικό χρονικό και ο Βέδας τοποθετούν την ημερομηνία θανάτου του στις 20 Απριλίου αλλά η επιστολή αναφέρει ότι πέθανε 7 μέρες μετά την βάπτιση του στις 10 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, η επιγραφή στον τάφο του τον αναφέρει ως "βασιλιά των Σαξόνων". Η αναχώρηση του Κεντβάλλα (688) φαίνεται ότι άφησε σε μεγάλη αστάθεια τα νότια της Αγγλίας, ο διάδοχος του Ίνε παραιτήθηκε το 726 αφού βασίλευσε 37 χρόνια όπως αναφέρει το Γενεαλογικό δέντρο των Δυτικών Σαξόνων ξεκινώντας την βασιλεία του από το 689. Η βασιλεία άλλαξε και στο Κέντ, αναφέρεται ότι το 688 τοποθετήθηκε βασιλιάς ο Οσβίν ευνοούμενος της Μερκίας, τον έλεγχο του Κέντ απέκτησε η δυναστεία με τον Εγβέρτο πάνω από 100 χρόνια αργότερα.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/09/20.html


<>

Άγιος Χάρολντ βασιλεύς της Αγγλίας, ο τελευταίος ορθόδοξος βασιλιάς της Αγγλίας. Ημέρα Μνήμης: 14 Οκτωβρίου. 


Στις 14 Οκτωβρίου, 1066, στο Χέιστινγκς στη νότια Αγγλία, ο τελευταίος Ορθόδοξος βασιλιάς της Αγγλίας, Χάρολντ ο δεύτερος , σκοτώνεται σε μία μάχη ενάντια στον Δούκα Γουλιέλμο της Νορμανδίας. Ο Γουλιέλμος έλαβε την ευλογία να εισβάλει στην Αγγλία από τον πάπα της Ρώμης Αλέξανδρο προκειμένου να φέρει την Αγγλική Εκκλησία σε πλήρη  επαφή με τον "αναμορφωμένο παπισμό". Από το 1052 ο Άγγλος αρχιεπίσκοπος τιμωρήθηκε και  καταγγέλθηκε σαν σχισματικός από τη Ρώμη.


Το αποτέλεσμα της Νορμανδικής Κυριαρχίας ήταν ότι η Αγγλική εκκλησία και οι άνθρωποι της ενσωματώθηκαν στην αιρετική "εκκλησία" της Δύσης, στην παπική χριστιανοσύνη, η οποία το 1054 εξέπεσε και απομακρύνθηκε από την επικοινωνία της με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η οποία αντιπροσωπεύεται από τους ανατολικούς πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ. Αυτό τελείωσε 500 χρόνια ιστορίας της Άγγλο - Σαξονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, επακολούθησε ο θάνατος της Κελτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουαλία, την Σκωτία  και την Ιρλανδία.


Χέιστινγκς (Hastings) - 1066 -1993. 


Ο βασιλιάς Χάρολντ σφαγιάστηκε, και ο Λέοφγουΐν και ο Γκυρθ, τα αδέρφια του, και πολλοί καλοί άνδρες. Αυτή η μάχη συνέβη την ημέρα της εορτής του Αγίου Καλλίστου.


Το Άγγλο-Σαξονικό χρονικό.


Μπροστά μας μία πεδιάδα γεμάτη τρόμο,

κορμιά σε εκατοντάδες κείτονται νεκρά,

άλογα χωρίς αναβάτη περιφέρονται,

σπαθιά, πανοπλίες, τριξίματα, στενάζουν διαπεραστικά.


Ο θάνατος είναι που πέταξε πάνω από το πεδίο της μάχης, πάνω από τους πεσόντες και τα ατσαλένια σπαθιά. Θάνατο βλέπω, καθώς παρασέρνει και πετάει, οι ψυχές δείχνουν να λαχταρούν  να αναστηθούν, μα δεν τολμούν ακόμη τα σώματα τους να αφήσουν,

πράγματι, ψυχές είναι αυτές και όχι σκιές.


(μετάφραση από τον I. Avtamonov από κείμενο του ποιήματος του για τους Βλαδίμηρο τον Μονομάχο και την Γκύθα κόρη του Χάρολντ). 


Συνοδευόμενος από τον Μάλκολμ Ντάνσταλ (Malcolm Dunstall), πραγματοποίησα μία επίσκεψη στο πεδίο της μάχης του Χέιστινγκς στις 27 Οκτωβρίου αυτού του έτους. Ο Μάλκολμ Ντάνσταλ είναι ο ιδρυτής των "Άγγλων Συντρόφων", μία κοινότητα που ως σκοπό έχει να προωθήσει το ενδιαφέρον και τις αξίες της Άγγλο - Σαξονικής Αγγλίας. Μέσα από αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσω μία παιδική επιθυμία, να πάω και να προσευχηθώ για εκείνους  που σφαγιάστηκαν στο Χέιστινγκς από τον εισβολέα του 1066 και πέθαναν επικαλούμενοι τον Τίμιο Σταυρό.


Έχοντας ζητήσει και παραλάβει μία άδεια από την "Αγγλική Κληρονομιά", μου δόθηκε η δυνατότητα να υπηρετήσω το Ορθόδοξο μνημόσυνο για τους Σφαγιασθέντες  Ορθόδοξους Πολεμιστές. Αυτό συνέβη στην περιοχή Χάρολντ - Στόουν, στο σημείο όπου 927 χρόνια πριν σφραγίστηκε η μοίρα του Αγγλικού έθνους, των Βρετανικών Νήσων και όλου του γύρω κόσμου που ομιλούσε την Αγγλική.


Αποτελεί ένθερμη ελπίδα μας και προσευχή, με τη Χάρη του Θεού, αυτό το ιστορικό μνημόσυνο, που γίνεται σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο την ημέρα της μοιραίας μάχης, 14 Οκτωβρίου σύμφωνα με τα Ορθόδοξα ημερολόγια και τα ημερολόγια της Παλιάς Αγγλίας, να γίνει ένα σταθερό και ποιο ευρέως διαδεδομένο γεγονός.


Παρά τον αφορισμό που υπέβαλε ο Πάπας Λέοντας Θ' δώδεκα χρόνια πριν από τη μάχη, το 1054, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Αγγλία της περιόδου αυτής βρισκόταν ακόμη σε επικοινωνία με εκείνους που δεν εξέπεσαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Ανατολή.  Αυτό αποδεικνύετε από το γεγονός του ότι η Νορμανδική εισβολή ευλογήθηκε από τους Πάπες και μαρτυρείτε επίσης από τις πολλές αλληλογραφίες  μετά το 1066 μεταξύ των Αγγλοσαξόνων και της Κωνσταντινούπολης, όπου πολλοί χιλιάδες Άγγλων που υπηρετούσαν την Ορθοδοξία κατέφυγαν με τους ιερείς τους για να γλυτώσουν από την πίεση των Νορμανδών τυράννων.


Στον Ορθόδοξο νου, υπάρχει ουσιαστικότερος σύνδεσμος με το Χέιστινγκς. Η κόρη του Χάρολντ (γεννημένη το 1056) επρόκειτο να εγκαταλείψει την Αγγλία μετά την εισβολή και να πάει στη φιλική Δανία και από εκεί στη Ρωσία. Εκεί παντρεύτηκε τον μελλοντικό πρίγκιπα του Κιέβου, τον Βλαδίμηρο τον Μονομάχο, στον Ιερό ναό του Σωτήρος στο Τσέρνιγκωφ τον Απρίλιο του 1074.


Ο Βλαδίμηρος, ο οποίος ήταν μισός Έλληνας, ήταν εγγονός της Αγίας Άννας του Νόβγκοροντ (τιμάται 10 Φεβρουαρίου) , ο οποίος βαπτίστηκε από τον μοναχό και ιεραπόστολο του Γκλανστόνμπερυ, Άγιο Ζιγεφρείδο από την Σουηδία (τιμάται 15 Φεβρουαρίου). 


Ανάμεσα στα παιδιά του Βλαδίμηρου και της Γκύθα ήταν ο Άγιος Μστισλάβ - Χάρολντ

(Mstislav - Harold), στην βάπτιση του Θεόδωρος, η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Απριλίου, ο οποίος έφερε ένα σλαβικό όνομα καθώς και το όνομα του παππού του από την πλευρά της μητέρας του (το όνομα του βασιλιά Χάρολντ δηλαδή).


Σύμφωνα με τα χρονικά, "καμία γυναίκα σε όλο τον κόσμο δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο αυτή", η Γκύθα είχε δώδεκα παιδιά, ανάμεσα σε αυτά ο Γεώργιος (Yuri) που  ίδρυσε τη Μόσχα.


Στο έπος των 200 σελίδων για τον Βλαδίμηρι και την Γκύθα(τυπωμένο με τις ευλογίες του Επισκόπου Ιλαρίωνα), ο Ρώσος ποιητής Igor Avtamonov γράφει τα ακόλουθα:


Ο Χάρολντ ο βασιλιάς πέθανε άφοβα, όμως μας είπε πριν τη σφαγή, πως αν επρόκειτο να χαθεί εκεί, έπρεπε να σώσουμε την κόρη του Γκύθα, και να της δώσουμε το στέμμα της παλιάς Αγγλίας, και να νικήσουμε τους Νορμανδούς!


Μακάρι ο Κύριος να κοιτάξει προς εμάς τους αμαρτωλούς και να μας δωρήσει, σε εμάς που ακολουθήσαμε την Γκύθα πνευματικά και αναζητήσαμε να εκδιώξουμε τους δαίμονες, αιώνια στέμματα στο ανέσπερο φως της Ουράνιας Βασιλείας του.


Στον ύπνο των ευλογημένων δώρησε Κύριε, αιώνια ανάπαυση στις ψυχές των υπηρετών σου που αποχώρησαν από αυτή τη ζωή, τον Χάρολντ τελευταίο βασιλιά της Αρχαίας Αγγλίας, τους αδερφούς του Λέοφγουΐν και Γκυρθ, στους ακολούθους του και σε όσους έδωσαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης για την Πίστη και την Αγγλία και δώρησε τους αιώνια μνήμη.




Ο Άγιος Χάρολντ Γκόντουινσον (Harold Godwinson, 1022 - 14 Οκτωβρίου 1066), αποκαλούμενος συχνά ως Χάρολντ Β΄, ήταν ο τελευταίος εστεμμένος Αγγλοσάξονας βασιλιάς της Αγγλίας.


Ήταν γιος του Γκόντουιν του Ουέσσεξ και της Γκύθα Θόρκελσντατερ αδελφής του Ουλφ Γιαρλ του πατέρα του Σβεν Β΄ της Δανίας. Έπεσε στην μάχη του Χέιστινγκς (14 Οκτωβρίου) εναντίον των Νορμανδών εισβολέων με επικεφαλής τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, ο θάνατός του σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Αγγλοσαξόνων στην Αγγλία. Ο Χάρολντ ήταν ισχυρός κόμης και μέλος εξέχουσας Αγγλοσαξονικής οικογένειας με δεσμούς με τον Κνούτο. Μετά τον θάνατο του Εδουάρδου του Εξομολογητή τον Ιανουάριο του 1066 το βασιλικό συμβούλιο κάλεσε τον Χάρολντ Γκόντουινσον να τον διαδεχτεί, η στέψη του Χάρολντ ως νέου βασιλιά έγινε στο Αββαείο του Ουέστμινστερ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αντιμετώπισε επιτυχώς μια επίθεση ενός άλλου διεκδικητή του θρόνου της Αγγλίας του Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας μόλις δυο βδομάδες αργότερα ο στρατός του αντιμετωπίσει τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή στην μάχη του Χέιστινγκς, στην μάχη έπεσε ο Χάραλντ Χαράλντα. Ο αδελφός της μητέρας του Ουλφ Γιαρλ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κνούτου Έστριντ Σβέινσνταττερ,με τον γάμο αυτό ο θείος του έγινε γαμπρός του Σβεν Α΄ της Δανίας. Ο γιος τους Σβεν Β΄ της Δανίας έγινε κατόπιν βασιλιάς της Δανίας (1047).


Ο πατέρας του Χάρολντ Γκόντουιν ήταν γιος του Βούλφνοθ ενός γηγενούς ευγενή από το Σάσσεξ, ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του βασιλιά Έντμουντ του Σιδηρόπλευρου αλλά στην συνέχεια όταν ο Κνούτος τον διόρισε κόμη του Ουέσσεξ υποστήριξε τον Κνούτο (1018). Ο Γκόντουιν ήταν ο ένας από τους δυο κόμητες της εποχής της βασιλείας του Κνούτου που παρέμειναν στην θέση του μετά από αυτόν. Μετά τον θάνατο του Κνούτου (1035) ο Έντουιν υποστήριξε αρχικά τον Αρθακανούτο αλλά σύντομα άλλαξε την υποστήριξη του στον Χάρολντ τον Λαγοπόδαρο (1037) την ίδια εποχή που κατηγορήθηκε για εμπλοκή του στη τύφλωση του Άλφρεντ Έθελινγκ του αδελφού του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του Εξομολογητή. Μετά τον θάνατο του Χάρολντ του Λαγοπόδαρου και την άνοδο στον θρόνο του Αρθακανούτου (1040) ο Έντουιν κατηγορήθηκε για εμπλοκή του στον φόνο του Άλφρεντ αλλά κατάφερε να δωροδοκήσει τον Αρθακανούτου με ένα μεγάλο πλοίο αφού πρώτα έκανε όρκο ότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε το κακό του Άλφρεντ. Μετά τον θάνατο του Αρθακανούτου ο Έντουιν είχε σημαντικό ρόλο στην άνοδο στον θρόνο του νέου βασιλιά Εδουάρδου του Εξομολογητή, έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμης του όταν η κόρη του Έντιθ του Ουέσσεξ παντρεύτηκε τον Εδουάρδο. Οι γονείς του είχαν 6 γιους και τρεις κόρες μια από τις οποίες η Έντιθ, ο Χάρολντ Γκόντουινσον ήταν ο δεύτερος γιος τους, ο μεγαλύτερος ήταν ο Σβεν Γκόντουινσον. Ο Χάρολντ καταγράφεται ότι ήταν περίπου 25 χρονών το 1045 γεγονός που παραπέμπει την γέννηση του γύρω στα 1020.


Η Έντιθ παντρεύτηκε τον Εδουάρδο τον Εξομολογητή στις 23 Ιανουαρίου 1045, την ίδια εποχή ο Χάρολντ έγινε κόμης της Ανατολικής Αγγλίας, φαίνεται ως κόμης σε έγγραφα από το 1044 αλλά ο τίτλος του επισημοποιήθηκε το 1045. Ο Χάρολντ φαίνεται ότι τοποθετήθηκε σε αυτή την θέση προκειμένου να υπερασπίσει το Αγγλοσαξωνικό βασίλειο από τις επιθέσεις του Νορβηγού βασιλιά Μάγκνους του Καλού, πιθανότατα μετακίνησε μερικά πλοία στην νήσο του Σάντουιτς προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον Μάγκνους. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Χάρολντ Σβεν πήρε και εκείνος τον τίτλο του κόμη (1043).Την εποχή που ο Χάρολντ ονομάστηκε κόμης φαίνεται ότι ξεκίνησε την σχέση του με μια ευγενή με το όνομα Έντιθ η οποία ήταν κληρονόμος του Κεϊμπριτζσάιρ, του Σάφοκ και του Έσσεξ εδάφη τα οποία ανήκαν στο νέο δουκάτο του Χάρολντ. Η σχέση ήταν ένα είδος γάμου χωρίς να επισημοποιηθεί, δεν καταδικάστηκε από την εκκλησία ενώ έγινε δεκτή από πολλούς οπαδούς του, στην σχέση αυτή ο Χάρολντ προχώρησε προκειμένου να εξασφαλίσει υποστήριξη στην νέα του κομητεία.


Ο μεγαλύτερος αδελφός του Χάρολντ Σβεν εξορίστηκε (1047) μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να απαγάγει την ηγουμένη του Λέομινστερ, τα εδάφη του διανεμήθηκαν ανάμεσα στον ίδιο τον Χάρολντ και τον Δανό ξάδελφο τους Μπέορν Έστριντσον. Το 1049 ο Χάρολντ ήταν αρχηγός του στόλου στην βοήθεια που στάλθηκε στον Ερρίκο Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκειμένου να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει την εξέγερση του Βαλδουίνου Ε΄ της Φλάνδρας. Στην διάρκεια αυτής της εκστρατείας ο Σβεν επέστρεψε στην Αγγλία για να διεκδικήσουν τα εδάφη του, οι δυο δούκες αρνήθηκαν να του δώσουν πίσω τα εδάφη τους, ο Σβεν απήγαγε τον ξάδελφο του Μπέορν και τον δολοφόνησε. Ο κόμης Έντουιν εξορίστηκε και ο Χάρολντ βοήθησε τον πατέρα του να ανακτήσει τα εδάφη του, ο Έντουιν πέθανε (1053), ο Χάρολντ τον κληρονόμησε στην κομητεία του Ουέσσεξ και έγινε ο ισχυρότερος άντρας της Αγγλίας μετά τον βασιλιά. Ο Χάρολντ έγινε επιπλέον κόμης του Χέρεφορντ (1058) προκειμένου να αυξηθεί περισσότερο η Νορμανδική επίδραση στην Αγγλία μετά την επαναφορά του Οίκου του Ουέσσεξ με τον Εδουάρδο τον Εξομολογητή ο οποίος είχε περάσει περίπου 25 χρόνια εξορίας στην Νορμανδία. Έγινε αρχηγός σε μια σειρά από εκστρατείες εναντίον του Γκρίφφιντ-απ-Λιουέλιν, βασιλιά της Ουαλίας την περίοδο (1062 - 1063), οι εκστρατείες έληξαν με επιτυχία και τον θάνατο του Γκρίφφιντ (1063).


Το 1064 ο Χάρολντ ναυάγησε στο Ποντιέ, υπάρχουν πολλές απόψεις για αυτό το ταξίδι η παλιότερη αναφέρει ότι ο Εδουάρδος έστειλε τον Ροβέρτο αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι στον Γουλιέλμο για να τον ορίσει διάδοχο του και στην συνέχεια έστειλε τον ίδιο τον Χάρολντ να του ορκιστεί πίστη. Οι νεώτεροι ιστορικοί διαφωνούν με το γεγονός ότι ο Εδουάρδος ο Εξομολογητής είχε ορίσει κάποιον συγκεκριμένο διάδοχο του, σαν απόδειξη ισχυρίζονται την σύγκλιση των ευγενών μετά τον θάνατο του για να ορίσουν τον νέο βασιλιά. Άλλοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι είχε καλέσει τον Εδουάρδο τον εξόριστο από την Ουγγαρία να τον διαδεχτεί γιο του Έντμουντ του Σιδηρόπλευρου (1057), αυτό είναι άλλη μια απόδειξη ότι δεν είχε ορίσει ως διάδοχο του τον Γουλιέλμο. Μετέπειτα Νορμανδοί ιστορικοί δίνουν περισσότερες εξηγήσεις για αυτό το ταξίδι αναφέροντας ότι ο Χάρολντ ταξίδευσε προκειμένου να μεταφέρει πίσω μέλη της οικογένειας του τα οποία είχαν εξοριστεί το 1051, ή συμμετείχε σε κυνήγι και μια απρόσμενη θύελλα τον έριξε πέρα από το κανάλι. Ο Γκυ Α', Κόμης του Ποντιέ τον συνέλαβε αιχμάλωτο και τον μετέφερε στο κάστρο του Μπωρέν. Ο δούκας Γουλιέλμος της Νορμανδίας έφτασε εκείνη την στιγμή και ζήτησε από τον Γκυ να του τον παραδώσει προκειμένου να τον συνοδεύσει στον πόλεμο με τον Κόναν Β΄ της Βρετάνης. Ο Χάρολντ έσωσε δυο στρατιώτες του Γουλιέλμου και ανάγκασε τον Κόναν να του παραδώσει τα κλειδιά του κάστρου, ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας τον έστεψε ιππότη. Η ταπεστρί του Μπαγιέ περιγράφει τον όρκο που πήρε ο Χάρολντ στον Γουλιέλμο τον Κατακτητή να τον αναγνωρίσει βασιλιά της Αγγλίας μετά τον θάνατο του Εδουάρδου του Εξομολογητή, μετά τον θάνατο του Εδουάρδου όμως έσπασε τον όρκο του. Ο συγγραφέας Όρντερικ Βιτάλις (1075 - 1142) αναφέρει ότι ο Χάρολντ ήταν πολύ ψηλός, όμορφος με μεγάλη σωματική δύναμη και θάρρος. Η σκληρή φορολογία του Τόστικ Γκόντουινσον (1065) παραλίγο να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία, ο Χάρολντ υποστήριξε τους επαναστάτες της Νορθούμπριας εναντίον του αδελφού του, αντικατέστησε τον Τόστικ με τον Μόρκαρ. Το γεγονός αυτό αύξησε πολύ την δημοτικότητα του Χάρολντ και του έδωσε σοβαρό προβάδισμα για την διαδοχή στον Αγγλικό θρόνο κάτι που ανάγκασε τον Τόστικ να προχωρήσει σε συμμαχία με τον Χάραλντ Χαράλντα.


Στα τέλη του 1065 ο βασιλιάς Εδουάρδος ο Εξομολογητής έπεσε σε κώμα και πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 1066 πριν προλάβει να διευκρινίσει ποιον ορίζει για διάδοχο του, η χήρα του δήλωσε ότι άφησε το βασίλειο του υπό την προστασία του Χάρολντ. Οι προθέσεις του είναι αμφίβολες, η ταπεστρί του Μπαγιέ παρουσιάζει να προτείνει έναν άντρα που μοιάζει με τον Χάρολντ, η στέψη του έγινε την επόμενη μέρα στο αβαείο του Ουέστμινστερ αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις για να το επιβεβαιώσουν. Ο πραγματικός λόγος που συγκεντρώθηκαν οι ευγενείς την επόμενη μέρα ήταν περισσότερο για να γιορτάσουν τα Θεοφάνια παρά για να γιορτάσουν την στέψη του Χάρολντ. Στις αρχές του Ιανουαρίου 1066 όταν ο Γουλιέλμος Β΄ της Νορμανδίας έμαθε για την στέψη του Χάρολντ άρχισε να προετοιμάζεται για εισβολή στην Αγγλία συγκεντρώνοντας 700 πλοία στην Νορμανδική ακτή. Στην αρχή ο Γουλιέλμος αρνήθηκε να πραγματοποιήσει την εισβολή με τον ισχυρισμό ότι ο Χάρολντ του είχε ορκιστεί στα ιερά λείψανα ότι θα είναι ο Γουλιέλμος διάδοχος του θρόνου, ο Γουλιέλμος δέχτηκε την ευλογία της εκκλησίας και όλοι οι ευγενείς συντάχθηκαν μαζί του. Ο Χάρολντ συγκέντρωσε τον στρατό του στην Νήσο Γουάιτ, μετά από 7 μήνες παραμονής αναγκάστηκε στην συνέχεια λόγω κακοκαιρίας να αποχωρήσει και να επιστρέψει στο Λονδίνο. Την ίδια εποχή ο Νορβηγός βασιλιάς Χάραλντ Χαράλντα που διεκδικούσε επίσης τον θρόνο της Αγγλίας πραγματοποίησε επίθεση μαζί με τον Τόστικ στο στόμιο του ποταμού Τάιν.


Οι δυνάμεις του Χάραλντ Χαράλντα και του Τόστικ νίκησαν τις δυνάμεις του Έντουιν της Μερκίας και του Μόρκαρ της Νορθούμπριας στην Μάχη του Φούλφορντ κοντά στην Γιορκ στις 20 Σεπτεμβρίου 1066. Ο Χάρολντ βάδισε βόρεια και έφτασε σε τέσσερις μέρες από το Λονδίνο στην Γιορκσάιρ αιφνιδιάζοντας τον Χάραλντ Χαράλντα, στις 25 Σεπτεμβρίου στην Μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ ο Χάραλντ Χαράλντα και ο Τόστικ ηττήθηκαν και σκοτώθηκαν. Ο Σνόρρι Στούρλουσον αναφέρει ότι λίγο πριν την μάχη ένας άγνωστος άντρας που δεν είπε το όνομα του ήρθε να βρει τον Χάραλντα Χαράλντα και τον Τόστικ, μίλησε στον Τόστικ και του πρόσφερε την επιστροφή της κομητείας του αν στραφεί εναντίον του Χαράλντα. Ο Τόστικ ρώτησε τον άντρα τι του προσφέρει ο βασιλιάς Χάρολντ για να το πραγματοποιήσει και ο άντρας του απάντησε "επτά πόδια από το Αγγλικό έδαφος αφού είναι ψηλότερος από όλους τους άντρες". Ο Χάραλντ Χαράλντα εντυπωσιάστηκε με το θάρρος του άντρα και ρώτησε τον Τόστικ ποιος ήταν, ο Τόστικ του απάντησε ότι ο άγνωστος άντρας ήταν ο ίδιος ο Χάρολντ Γκόντουισον. Ο Χένρυ του Χάντινγκτον αναφέρει ότι ο άντρας είπε: "έξι πόδια εδάφους ή όσο περισσότερο χρειάζεται αφού είναι ψηλότερος από όλους τους άντρες".


Στις 12 Σεπτεμβρίου 1066 ο στόλος του Γουλιέλμου εξέπλευσε για την Νορμανδία, πολλά πλοία του βυθίστηκαν από την τρικυμία αλλά ο στόλος του τελικά κατόρθωσε στις 27 Σεπτεμβρίου να φτάσει στην ακτή του ανατολικού Σάσσεξ. Ο στρατός του Χάρολντ βάδισε 386 χιλιόμετρα με 7000 άντρες για να συναντήσει τον Γουλιέλμο και άρχισε να κατασκευάζει βιαστικά αμυντικά φρούρια γύρω από το Χέιστινγκς. Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν στην μάχη του Χέιστινγκς στις 14 Οκτωβρίου, μετά από εννιά ώρες σκληρής μάχης ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής ήταν ο μεγάλος νικητής, ο Χάρολντ Γκόντουινσον έπεσε στην μάχη μαζί με τους αδελφούς του Γκίρθ και Λέοφγουιν όπως περιγράφει το Αγγλοσαξωνικό χρονικό. Η αναφορά ότι ο Χάρολντ πέθανε από ένα βέλος ανάμεσα στα μάτια δεν είναι βέβαιη και μπορεί να είναι θέμα συζήτησης. Μια Νορμανδική πηγή που είχε γραφτεί αμέσως μετά την μάχη από τον Γκυ, επίσκοπο της Αμιένης αναφέρει ότι ο Χάρολντ σκοτώθηκε από τέσσερις ιππότες ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο ίδιος ο Γουλιέλμος και το σώμα του διαμελίστηκε. Οι Άγγλο-Νορμανδοί ιστορικοί του 12ου αιώνα όπως ο Γουλιέλμος του Μαλμέσμπουρι και ο Χένρυ του Χάντινγκτον αναφέρουν ότι σκοτώθηκε από ένα βέλος που τον τραυμάτισε στο κεφάλι, η αναφορά ότι το βέλος τον χτύπησε ανάμεσα στα μάτια πιθανότατα είναι προσθήκη του 14ου αιώνα.


Μια σκηνή στην ταπεστρί του Μπαγιέ με την επιγραφή "Χάρολντ ο βασιλιάς είναι νεκρός" παρουσιάζει μια ανθρώπινη μορφή χτυπημένη από βέλος στα μάτια, δίπλα της είναι άλλη μια ανθρώπινη μορφή ακρωτηριασμένη στα σκέλη ενός αλόγου. Η Γραμμική οξυγραφία που υπάρχει στην σκηνή της ταπεστρί ανάγκασε τους μελετητές να την εξηγήσουν με διαφορετικούς τρόπους, o Μπενουά (1729) τονίζει ότι η γραμμή του βέλους είναι διακεκομμένη κάτι που σημαίνει ότι δεν χτυπήθηκε ο άνθρωπος αυτός με το βέλος όπως φαίνεται στις υπόλοιπες ανθρώπινες μορφές. Ο Μπερνάρ ντε Μονφωκόν τονίζει ότι στην δεύτερη μορφή η γραμμή του βέλους είναι γεμάτη καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη ανθρώπινη μορφή ανήκει στον Χάρολντ, στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν οι περισσότεροι μελετητές εκείνης της εποχής. Άλλοι μελετητές ανέφεραν ότι η επιγραφή παραπέμπει απ'ευθείας στην πρώτη μορφή με το βέλος στα μάτια δημιουργώντας έντονες διαφωνίες σχετικά με την παρουσία του Χάρολντ στην σκηνή που εμφανίζει η ταπεστρί. Οι τελευταίοι μελετητές σημειώνουν ότι πιθανότητα και οι δυο μορφές να ανήκουν στον Χάρολντ εξηγώντας ότι πρώτα χτυπήθηκε με το βέλος και στην συνέχεια ακρωτηριάστηκε, η σκηνή δηλαδή παρουσιάζει τον ίδιο άνθρωπο σε ακολουθία γεγονότων.


Ο σύγχρονος ιστορικός Γουλιέλμος του Πουατιέ σημειώνει ότι το σώμα του Χάρολντ δόθηκε στον Γουλιέλμο Μάλετ για ταφή. Οι δυο αδελφοί του Χάρολντ βρέθηκαν πολύ κοντά του, ο ίδιος απογυμνωμένος από όλα τα επίσημα ενδύματα θα μπορούσε να αναγνωριστεί μονάχα από μερικά σημάδια στο σώμα του. Ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής πρόσφερε το σώμα του Χάρολντ για τα ταφή στον Γουλιέλμο Βάλετ και όχι στην μητέρα του αν και εκείνη του πρόσφερε όλο το βάρος του Χάρολντ σε χρυσό για να πάρει το σώμα του γιου της, ο Γουλιέλμος ισχυρίστηκε ότι τα θέματα ταφής δεν πρέπει να έχουν σχέση με χρηματικές συνδιαλλαγές. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η χήρα του Χάρολντ Έντιθ η Ισχυρή κλήθηκε να αναγνωρίσει το πτώμα του συζύγου της από διάφορα σημάδια που ήταν πολύ γνωστά στην ίδια. Η συσχέτιση του Χάρολντ με το Μπόσαμ τον τόπο γέννησης του και η ανακάλυψη ενός Αγγλοσαξωνικού τάφου στην εκκλησία της πόλης το 1954 οδήγησε πολλούς να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος τάφος ανήκει στον βασιλιά Χάρολντ Γκόντουινσον. Η επισκοπή του Τσίτσεστερ απέρριψε το αίτημα εκταφής στον συγκεκριμένο τάφο τον Δεκέμβριο του 2003 με τον ισχυρισμό ότι ο συγκεκριμένος τάφος είναι απίθανο να ανήκει σε βασιλιά. Μια πρώιμη εκταφή ανακάλυψε τον σκελετό ενός άντρα κάτω των 60 ετών με κομμένο το κεφάλι, το ένα χέρι και το μισό πόδι καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι το σώμα του βασιλιά Χάρολντ όπως περιγράφεται στην Κάρμεν. Το ποίημα αναφέρει ότι ο βασιλιάς Χάρολντ τάφηκε κοντά στην θάλασσα που ήταν ο κύριος τόπος δράσης του, το Μπόσαμ πραγματικά βρισκόταν σε πολή κοντινή απόσταση με το λιμάνι του Τσίτσεστερ στο Αγγλικό κανάλι.


Υπάρχει κάποιος θρύλος ότι το σώμα του Χάρολντ μεταφέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα σε μια νέα εκκλησία η οποία είχε ιδρυθεί στο Γουόλθαμ, ιερό τόπο στο Έσσεξ γύρω στο 1060. Ένας άλλος θρύλος αναφέρει ότι ο Χάρολντ Γκόντουινσον δεν έπεσε στην μάχη του Χέιστινγκς αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει, πέθανε αργότερα σαν ερημίτης στο Τσέστερ ή στο Καντέρμπερι. Ο γιος του Χάρολντ Ουλφ μαζί με τον Μόρκαρ και άλλους δυο απελευθερώθηκαν μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου του Κατακτητή, ο Ουλφ μπήκε στην υπηρεσία του Ροβέρτου Β΄ της Νορμανδίας ο οποίος τον έστεψε ιππότη, από τότε εξαφανίστηκε από την ιστορία. Δυο άλλοι από τους γιους του Χάρολντ ο Γκόντουιν και ο Έντμουντ επιτέθηκαν στην Αγγλία (1068, 1069) με την βοήθεια του υψηλού βασιλιά της Ιρλανδίας, έκαναν επιδρομή στην Κορνουάλη (1082) αλλά πέθαναν λίγο αργότερα στην Ιρλανδία υπό ύποπτες συνθήκες.


Ο Χάρολντ ήταν νυμφευμένος για περίπου έξι χρόνια με την Έντυθ τη δίκαιη ή με τον λαιμό κύκνου. Ο γάμος έγινε με τον τρόπο των Δανών (Νορβηγικό έθος), ο κλήρος όμως δεν αναγνώριζε αυτόν τον γάμο του. Απέκτησαν τουλάχιστον έξι παιδιά: Γκόντγουιν (1049), Έντμουντ (1049), Μάγκνους (1051), Γκύθα 1053-1098/1107, παντρεύτηκε τον Βλαδίμηρο Β΄ Μονομάχο μεγάλο πρίγκιπα τού Κιέβου και Γκούνχιλντ 1055-1097.


Ο χρονικογράφος Όρντερικ Βιτάλις αναφέρει ότι ο Χάρολντ αρραβωνιάστηκε την Αδελίζα, κόρη του Γουλιέλμου Α΄ του Κατακτητή της Αγγλίας, αλλά ο γάμος μαζί της τελικά δεν έγινε ποτέ.


Τον Ιανουάριο του 1066 ο Χάρολντ έκανε δεύτερο γάμο με την Έντιθ/Ίλντγκυθ, κόρη του Έλφγκαρ κόμη της Μερκίας και χήρα του Ουαλλού πρίγκιπα Γκρίφφιντ-απ-Λιουέλιν. Μαζί της απέκτησε δυο γιους, τους: Χάρολντ και Ουλφ, γεννημένοι γύρω στο 1066· απεβίωσαν και οι δύο στην εξορία. Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Έντιθ κατέφυγε στους δύο αδελφούς της, τον Έντουιν κόμη της Μερκίας και τον Μόρκαρ κόμη της Νορθούμπριας. Οι αδελφοί της αρχικά δήλωσαν υποταγή στον Γουλιέλμο Α΄ τον Κατακτητή, μετά όμως εξεγέρθηκαν και έχασαν τις γαίες τους και τις ζωές τους. Τότε η Έντιθ μάλλον διέφυγε στο εξωτερικό με την Γκύθα μητέρα (ή κόρη) τού Χάρολντ. Οι γιοι του Χάρολντ, ο Γκόντουιν και ο Έντμουντ δραπέτευσαν στην Ιρλανδία· μετά εισέβαλαν στο Ντέβον, όπου ηττήθηκαν από τον Μπράιαν κόμη της Κορνουάλης.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/09/14.html


<>



Άγιος Γουσταύος ο Ερημίτης. Ημέρα Μνήμης: 10 Μαρτίου.


Ο Άγιος Γουσταύος (Gustav - Σουηδικά: Gustaf)) ήταν Σουηδός και γεννήθηκε το 810. Όταν ο Άγιος Ανσέριος (Ansgar) Επίσκοπος Αμβούργου - Βρέμης και Φωτιστής των Σκανδιναβών (τιμάται 3 Φεβρουαρίου) επισκέφθηκε την Σουηδία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ο Άγιος Γουσταύος άκουσε το κήρυγμα του Αγίου Ανσερίου, έγινε χριστιανός και δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα. Λέγεται ότι ο Άγιος Γουσταύος ήταν ο πρώτος Σουηδός που βαπτίστηκε.


Μετά τη βάπτισή του, ο Άγιος Γουσταύος ενεδύθη το Άγιο Αγγελικό Σχήμα και ακολούθησε τον Άγιο Ανσέριο ως ιεραπόστολος, βοηθώντας τον στον ευαγγελισμό της χώρας. Η συνδρομή του Αγίου Γουσταύου στον ευαγγελισμό της Σουηδίας ήταν μεγάλη δεδομένου ότι αποτέλεσε γέφυρα επικοινωνίας με τους ντόπιους και τον Άγιο Ανσέριο για την διάδοση του Ευαγγελίου.


Αργότερα και μέχρι το θάνατό του αποσύρθηκε στα βόρεια της Σουηδίας όπου έζησε ερημιτική ζωή αφιερωμένη στη μετάνοια, την προσευχή και την νηστεία. Ο Άγιος Γουσταύος κοιμήθηκε οσιακά στις 10 Μαρτίου το έτος 890.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/09/10_29.html

<>


Άγιος Ιερομάρτυς Πιάτος, Επίσκοπος Τορνάκου. Ημέρα Μνήμης: 1η Οκτωβρίου.


Ο Άγιος Ιερομάρτυς Πιάτος (Πιάτ) γεννήθηκε στο Μπενεβέντο της Ιταλίας. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν υποτακτικός του Αγίου Διονυσίου Παρισίων (τιμάται 9 Οκτωβρίου) και χειροτονήθηκε ιερέας από αυτόν.


Εστάλη από τον Αρχιεπίσκοπο Ρώμης στην Σαρτρ και στο Τορνάκο (σημ. Τουρναί) για να ευαγγελίσει τους κατοίκους. Συνελήφθη για αυτή του τη δράση επί αυτοκράτορος Μαξιμιανού και μαρτύρησε για την πίστη και την αγάπη του στο Χριστό αφαιρώντας του το πάνω μέρος του κρανίου του.


Αργότερα ο Άγιος Ελίγιος Επίσκοπος Νοβιομάγου - Τορνάκου (τιμάται 1η Δεκεμβρίου) ανακάλυψε τα ιερά λείψανα του Αγίου Μάρτυρος και τα τοποθέτησε σε περίτεχνη λειψανοθήκη.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/1.html



<>



Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριος Ἐπίσκοπος Τορνάκου, Φωτιστὴς τῆς βορείου Γαλατίας καὶ πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Ήμέρα Μνήμης: 20 Φεβρουαρίου.


῾Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος (ἢ Λεΐρ, κατὰ ἀρχαίαν παράδοσιν), γεννήθηκε στὸ Τορνάκο (σημ. Τουρναὶ) τοῦ Βελγίου τὸ 454 (ἢ 456). Ὁ πατέρας του Εἰρηναῖος (Serenus) καὶ ἡ μητέρα του Λευκὴ (Blanda) ἦσαν εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι.


Ὁ προπάππος του Εἰρηναῖος, ἕνας ἐκ τῶν πρώτων κατοίκων τοῦ Τορνάκου, οἱ ὁποῖοι ἀσπάσθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ στὸ κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Πιὰτ (τιμάται 1η Ὀκτωβρίου), ἐδώρησε ἕνα κτῆμα, στὸ ὁποῖο ἀνεγέρθη ὁ πρῶτος Ναὸς τῆς Παναγίας μας καὶ μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱεραπόστολο Πιάτ.


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος εἶχε προικισθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὰ χαρίσματα καὶ προώδευσε θαυμαστῶς τὴν θύραθεν παιδεία καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἀνατράφηκε στὴν Αὐλὴ τοῦ Χιλδέριχου († 481), Βασιλέως τῶν Σαλίων Φράγκων, ἕδρα τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ Τορνάκο. Ἐκεῖ συναναστράφηκε μὲ τὸν Χλωδοβῖκο (Κλόβι Α', υἱὸ τοῦ Χιλδέριχου καὶ διάδοχο αὐτοῦ, 481-511) καὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μεδάρδο (τιμάται 8η Ἰουνίου), ὁ ὁποῖος τοῦ προεφήτευσε, ὅτι θὰ ἐγίνετο κάποτε Ἐπίσκοπος Τορνάκου.


Ἡ πρόρρησις αὐτὴ ἐκπληρώθηκε τὸ 486 ὅταν ὁ Ἐλευθέριος σὲ ἡλικία περίπου 30 ἐτῶν ἐξελέγη, προκειμένου νὰ διαδεχθῆ τὸν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο καὶ χειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ρεμιγίου (τιμάται 13 Ἰανουαρίου).


Ἤδη ὅμως, πρὸ τῆς κοιμήσεως τοῦ Θεοδώρου, οἱ βιαιοπραγίες τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἶχαν ἀναγκάσει τοὺς πλείστους τῶν πιστῶν τοῦ Τορνάκου καὶ ἰδίως τὶς σημαίνουσες οἰκογένειες, νὰ καταφύγουν στὸ χωριὸ Μπλαντέν, 4 περίπου χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλι, ὅπου οἱ γονεῖς τοῦ Ἐλευθερίου εἶχαν κτήματα.


Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Τορνάκου εἶχαν πολὺ ἐκπέσει ἀπὸ τὸν πρώτο τους ζῆλο, μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ἁγίου Πιάτ, ἡ πίστις αὐτῶν ὅλο καὶ ἔσβηνε, λόγῳ τῆς συναναστροφῆς καὶ τῆς βίας τῶν εἰδωλολατρῶν, ἢ τῶν ἀταξιῶν τῶν Φράγκων Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀκόμη εἰδωλολάτρες.


Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου ἦσαν περίοδος διαταραχῶν καὶ δοκιμασιῶν. Τὸ ποίμνιό του ἀνεμειγνύετο μὲ τοὺς Φράγκους εἰδωλολάτρες τῆς χώρας καὶ μὲ ποικίλους αἱρετικούς, κυρίως Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι διέδιδαν στὸν λαὸ διδαχὲς ἀντίθετες πρὸς τὸ δόγμα τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.


Ὁ Ἅγιος ἔδωσε μεγάλους ποιμαντικοὺς καὶ ἀπολογητικοὺς ἀγῶνες. Ἀπέσπασε πολλοὺς Φράγκους ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὑπεράσπισε διὰ τοῦ κηρύγματος καὶ διὰ συγγραμμάτων τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ὁ ζῆλος του νὰ κερδίζη ψυχὲς γιὰ τὸν Χριστό μας τὸν ὤθησε νὰ εἰσέλθη ἀρκετὲς φορὲς κρυφίως στὴν πόλι τοῦ Τορνάκου γιὰ νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο.


Ἡ δὲ θεία Πρόνοια ἐπέτρεψε ἕνα γεγονός, τὸ ὁποῖο ἄνοιξε πάλι τὶς πύλες τῆς γενέτειράς του στὸν Ἀρχιερέα καὶ τοὺς λοιποὺς ἐξόριστους Χριστιανούς.


Ἡ θυγάτηρ τοῦ Διοικητοῦ τοῦ Τορνάκου, εἰδωλολάτρις ὡς ὁ πατέρας της, εἶχε ἐρωτευθῆ κρυφίως τὸν νέο καὶ ἐνάρετο Ἐλευθέριο, προτοῦ νὰ ἐξορισθῆ μὲ τὴν οἰκογένειά του. Δὲν εἶχε ἐκμυστηρευθῆ ποτὲ τὸ αἴσθημα αὐτό, ἀλλὰ ἀπεφάσισε μία ἡμέρα νὰ μεταβῆ στὸ Μπλαντὲν νὰ τοῦ τὸ φανερώση.


Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπληροφόρησε τὸ δοῦλον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐπικείμενο κίνδυνο. Μόλις λοιπὸν ἦλθε ἐνώπιόν του ἡ νέα εἰδωλολάτρις, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος: «Ἀθλία, δὲν ἄκουσες, ὅτι ὅταν ὁ σατανᾶς ἐτόλμησε νὰ πειράξη τὸν Κύριό μας, Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: “Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ... Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου”. Κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Σωτῆρος μου καὶ ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος σὲ διατάζω νὰ ὑπάγης ὀπίσω καὶ νὰ μὴν ἐπανέλθης στὸν τόπο αὐτό». Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν, ἡ νεάνιδα ἔπεσε ὡς κεραυνόπληκτος καὶ ἐξεψύχησε.


Ὁ Διοικητής, ἀπεγνωσμένος ἐκ τοῦ τόσο ἀπροόπτου αὐτοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ ἀναγνωρίζων τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἐλευθερίου, ὑποσχέθηκε νὰ ἀσπασθῆ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἂν ὁ Ἅγιος χάριζε πάλι τὴν ζωὴ στὴν θυγατέρα του.


Ὁ Ἐπίσκοπος δέχθηκε νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὴν νεάνιδα καὶ παρεκάλεσε ταπεινῶς τὸν Χριστό μας νὰ τελέση τὸ θαῦμα αὐτό, ὥστε νὰ ἔλθουν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας τόσοι δυστυχεῖς εἰδωλολάτρες. Ἀφοῦ ἔμεινε μερικὲς ἡμέρες νηστεύων καὶ προσευχόμενος, προσῆλθε στὸν τόπο, ὅπου εἶχε ταφῆ τὸ σῶμα της καὶ διέταξε νὰ σηκώσουν τὴν πλάκα. Ἔπειτα ἐκάλεσε τρὶς τὴν νεάνιδα προστάζων αὐτὴ νὰ ἔγερθη ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀναστάντος ἐκ νεκρῶν. Ἡ νεάδιδα ἐξῆλθε ἐκ τοῦ μνήματος ἐνώπιον πάντων καὶ ἐζήτησε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.


Παρὰ τὸ ἔκλαμπρον αὐτὸ θαῦμα, ὁ πατέρας της συνέχιζε ἀκόμη νὰ ἀνθίσταται στὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, φοβούμενος ἴσως τοὺς ἄλλους εἰδωλολάτρες. Τότε μία αἰφνίδιος ἐπιδημία ἐθέρισε τὸν λαό. Οἱ τετυφλωμένοι εἰδωλολάτρες ἀπέδωσαν τὴν οὐράνιον παίδευσιν σὲ τεχνάσματα τοῦ Ἐλευθερίου, τὸν ὁποῖον ὠνόμασαν μάγο καὶ ἀπεφάσισαν νὰ θανατώσουν αὐτόν.


Ὅταν ἐνύκτωσε, ἕνα στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα ἀπήγαγε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὸν ἔφερε ἐνώπιον τοῦ Διοικητοῦ, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ βέργες καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν φυλακή.


Ἐκεῖ ὅμως, Ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐπισκέφθηκε, τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὶς ἀλυσίδες, ἄνοιξε τὴν πύλη τῆς φυλακῆς καὶ τὸν ὡδήγησε στὸ Μπλαντέν.


Ἡ ἀξιοθαύμαστη ὑπομονὴ καὶ οἱ προσευχὲς τοῦ Ἁγίου Ὁμολογητοῦ εἵλκυσαν τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου στὸν ἄτακτο αὐτὸ λαό: ὁ Διοικητής, αἰφνιδίως ἀλλοιωμένος ὑπὸ τῆς Θείας Χάριτος, προσῆλθε αὐτοπροσώπως καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ ἐπιστρέψη στὸ Τορνάκο.


Ὁ Ἅγιος ἐχάρη λίαν καὶ ἐπέστρεψε στὴν πόλι. Ἐβάπτισε στὶς ἑπόμενες ἡμέρες 11.000 εἰδωλολάτρες! Ἡ λαμπρὰ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν ἕδρα του (26η Δεκεμβρίου 496) καθιερώθη ὡς Πανήγυρις, ἡ ὁποία τελεῖται ἐτησίως μέχρι σήμερον.




Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Χλωδοβίκου, ὁ ὁποῖος εἶχε διαδεχθῆ τὸν Χιλδέριχο, καὶ ἡ βάπτισις αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ρεμιγίου, ἡ ὁποία συνέπεσε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ὡς καὶ ἡ θεραπεία ἑνὸς τυφλοῦ ὀνόματι Μαντηλίου, πολλαπλασίασαν τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ λαοῦ καὶ τὶς μεταστροφὲς στὴν πίστι.


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος διοίκησε πλέον τὴν Ἐπισκοπή του εἰρηνικά. Μετέβη τρεῖς φορὲς στὴν Ρώμη γιὰ νὰ συμβουλευθῆ τὸν Πάπα γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν κακοδοξιῶν στὴν Ἐκκλησία του.


Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν τρίτη ἐπίσκεψί του στὴν Ρώμη, ἔφερε ἅγια Λείψανα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου καὶ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.


Ὁ Κλῆρος καὶ ὁ Λαὸς ἐξῆλθον εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ καὶ ἤδη κατέβαιναν ἀπὸ τὸ λεγόμενο Ἅγιο Λόφο (σημ. Λόφος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου), ὅταν ἐμφανίσθηκε ὁ Ἅγιος βαστάζων τὰ πολύτιμα Λείψανα. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ δύο φωτεινὰ στεφάνια τὸν περιεκύκλωσαν. Μὲ ἐπιφωνήσεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ ὁ λαὸς τὸν προϋπήντησε καὶ τὸν ἠκολούθησε ἐν Λιτανείᾳ πρὸς τὸν Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς. Καθ᾿ ὁδὸν πλῆθος ἀσθενῶν καὶ ἀναπήρων ἰατρεύθησαν καὶ ἕνας ἄλαλος πολὺ γνωστὸς στοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἀνέκτησε θαυμαστῶς τὴν φωνή του.


Ὁ Βασιλεὺς Χλωδοβῖκος, ἱδρυτὴς τῆς Φραγκικῆς Μοναρχίας καὶ Μονοκράτορας τῆς Γαλατίας, διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες του στοὺς πολέμους καὶ γιὰ τὴν προστασία, τὴν ὁποία παρεῖχε στὴν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἀμαύρωσε τὴν μνήμη του μὲ τὶς βιαιοπραγίες καὶ τὶς δολιότητές του.


Μία ἡμέρα, μόλις ἔφθασε στὸ Τουρνάκο, ἦλθε στὴν Ἐκκλησία νὰ εὐχαριστήση τὸν Θεὸ γιὰ τὶς νίκες του. Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος τὸν ἀνέμενε στὰ πρόθυρα τοῦ Ναοῦ: «Κύριε Βασιλεῦ, γνωρίζω γιὰ ποιὸν λόγο προσήλθατε σὲ μένα». Ἔκπληκτος, ὁ Χλωδοβῖκος διαμαρτυρήθηκε, ὅτι δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἰδιαίτερο νὰ πῆ στὸν Ἐπίσκοπο. «Μὴν τὸ λέτε, Βασιλεῦ», ἀπάντησε ὁ Ἀρχιερεύς, «ἔχετε ἁμαρτήσει καὶ δὲν τολμᾶτε νὰ τὸ ὁμολογήσετε».


Τότε ὁ νικητὴς συγκλονίσθηκε, ἐδάκρυσε, ὡμολόγησε τὶς ἁμαρτίες του καὶ παρεκάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τελέση τὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ παρακαλέση τὸν Θεὸ νὰ συγχωρήση τὰ ἐγκλήματά του.


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ἔμεινε ὅλη τὴν νύκτα προσευχόμενος ἔνδακρυς. Τὸ πρωῒ ἐτέλεσε τὴν Θεία Λειτουργία ὑπὲρ τοῦ συντετριμμένου Βασιλέως. Τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποίαν ἑτοιμάζε το νὰ κοινωνήση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, φῶς λαμπρότατον ἐχύθη στὸν Ναὸ καὶ Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε: «Ἐλευθέριε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἀκούσθηκαν οἱ προσευχές σου». Ταυτοχρόνως τοῦ παρέδωσε ἕνα χειρόγραφο, στὸ ὁποῖο ἦταν ἐγγεγραμμένη ἡ ἄφεσις τῶν ἀκατανόμαστων ἁμαρτιῶν τοῦ Βασιλέως. 


Ὁ Χλωδοβῖκος, ἀφοῦ ἔλαβε συγχώρησι ἀπὸ τὴν θεία Εὐσπλαγχνία, ἀνέπεμψε εὐχαριστίες στὸν Θεὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἀρχιερέα καὶ ἔκανε μεγάλες δωρεὲς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Τορνάκου.


Γιὰ νὰ ξεριζώση τελείως τὶς αἱρετικὲς δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἔπλητταν τὴν Ἐπαρχία του, ὁ Ἅγιος συνεκάλεσε τὸ ἔτος 520 τοπικὴ Σύνοδο, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξεφώνησε μία Ὁμολογία Πίστεως περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σώζεται καὶ μέχρι σήμερα.


Τὸν ζῆλο του αὐτὸν γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς Παρακαταθήκης καὶ τὴν καθαρότητα τῆς Πίστεως ἐπλήρωσε ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος μὲ τὸ αἷμα του: μία ἡμέρα, ὅπως ἐξήρχετο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἐπιτέθηκε μία συμμορία αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐξυλοκόπησαν ἀνελέητα. Ὁ Ἅγιος ἐπέζησε μόνο ὀλίγες ἡμέρες καὶ ἐκοιμήθη τὴν 20ὴ Φεβρουαρίου 531.


Ὁ περίφημος φίλος τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ὁ Ἅγιος Μεδάρδος, Ἐπίσκοπος Νοβιομάγου (σημ. Νουαγιόν), ἔσπευσε στὸ Τορνάκο,

ὅταν ἐπληροφορήθη τὴν ἐπίθεσι κατὰ τοὺ Ἁγίου Ἀρχιερέως. Ἔκλαυσε μεγάλως ἐπὶ τοῦ σκηνώματος τοῦ Ἁγίου καὶ ἐφρόντισε νὰ γίνη μετὰ πάσης τιμῆς ὁ ἐνταφιασμὸς Αὐτοῦ.


Ὁ ἴδιος προΐστατο τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, τὸν ἀξιώσαντα τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο νὰ εἰσέλθη στὰ σκηνώματα τῆς δόξης Αὐτοῦ.


Μετὰ τὸ πέρας τῆς Τελετῆς, τὸ ἱερὸ σκήνωμα κατετέθη στὸν Ναὸ τοῦ Μπλαντέν, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος.


Μία εὐσεβὴς πιστή, κάτοικος τοῦ Ρουμπέ, εἶδε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μία ὀπτασία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος τῆς παρήγγειλε νὰ ἐπισκεφθῆ ἐκ μέρους του τὸν Εἱδήλωνα, Ἐπίσκοπο Τορνάκου καὶ Νοβιομάγου, καὶ νὰ τοῦ ζητήση νὰ τελέση τὴν ἐκταφὴ τῶν Λειψάνων του καὶ νὰ τὰ μεταφέρη στὸ Τορντάκο.


Ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ ὁ Κλῆρος ἔσπευσαν νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θεῖο πρόσταγμα. Τὸ 1247, τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Ὁμολογητοῦ μετεφέρθησαν σὲ νέα λειψανοθήκη, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα.


Κατὰ τοὺς ἐμφυλίους θρησκευτικοὺς πολέμους τοῦ 16ου αἰῶνος, ὁ Κλῆρος τοῦ Τορνάκου ἔστειλε αὐτὰ στὸ Ντουαὶ γιὰ νὰ τὰ προστατεύση ἀπὸ ἱεροσυλία. Καὶ πάλι, κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάστασι, διεφυλάχθησαν σὲ μία οἰκία τοῦ Τορνάκου (πλέον Τουρναί). Τὸ 1801, ἐπεστράφησαν πανηγυρικῶς στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/20.html



<>



Ἅγιος Μεδάρδος, Ἐπίσκοπος Νοβιομάγου. Ήμέρα Μνήμης: 8 Ίουνίου.


Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐγεννήθηκε τὸ 470 μ.Χ. στὴ Σαλενσία, περιοχὴ τῆς Πικαρδίας τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Νεκτάρδος καὶ Προταγία καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γιλδάρδου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Ρουὲν τῆς Γαλλίας (τιμάται 8 Ίουνίου).


Σὲ ἡλικία τριάντα τριῶν ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε ἱερεὺς καὶ ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Τὸ 553 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Νογυὸν καὶ ἐποίμανε  θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του.


Ὀ Ἅγιος εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στὸν Ἅγιο Κουεντίνο (τιμάται 31 Ὀκτωβρίου), τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ λείψανο ἦταν ἐνταφιασμένο σὲ ναὸ τῆς ἐπισκοπικῆς του ἔδρας.


Ὁ Θεὸς τοῦ ἐδώρισε τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός». Ὁ Ἅγιος Μεδάρδος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 558 μ.Χ.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/470.html

<>

Ἅγιος Νικήτιος ᾿Επίσκοπος Τρεβήρων. Ήμέρα Μνήμης: 5 Δεκεμβρίου.


Ὁ Ἅγιος Νικήτιος (Νιζιὲ) γεννήθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Λιμὸζ τῆς Γαλλίας στὰ τέλη τοῦ 5ου αἰ. Σὲ νεαρὰ ἡλικία τὸν ἐμπιστεύθηκαν σὲ μία Μονή, τῆς ὁποίας κατόπιν ἔγινε Ἡγούμενος.


Ἔχαιρε τῆς ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως τοῦ Βασιλέως τῆς Αὐστρασίας Θεοδώριχου Α΄ (511-534), ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ πνευματικό του τέκνο. Ὁ Θεοδώριχος ὥρισε τὸν Ἅγιο Νικήτιο Ἐπίσκοπο Τρεβήρων (σημ. Τρίερ, στὴν Γερμανία), σπουδαιοτάτης τότε ἐπισκοπικῆς περιφερείας.


Ὁ Ἅγιος ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι τοῦ περιφήμου Καθεδρικοῦ Ναοῦ, ἀφιερωμένου στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ Ὁ Ἅγιος Νικήτιος. εἶχε οἰκοδομήσει ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. ὁ Ἐπίσκοπος Ἀγρίτιος (τιμάται 13/19 Ἰανουαρίου) σὲ χῶρο, τὸν ὁποῖο τοῦ εἶχε παραχωρήσει ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἡ Μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου.


Μετὰ φόβου Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπτόητος ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἐποχῆς του, ὁ Ἅγιος ἄρχισε καὶ τὸ ἔργο τῆς διορθώσεως τῶν ἠθῶν τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, καθὼς καὶ τὴν ἀναμόρφωσι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου.


Μία ἡμέρα ὁ υἱὸς τοῦ Θεοδώριχου, Θεοδεβέρτος, διαβόητος γιὰ τὸν ἔκλυτο βίο του, ἐμφανίσθηκε στὸν Ναό, μὲ τὴν συνοδία Ἀρχόντων ἐπίσης ἀκολάστων. Ὁ Ἅγιος Ποιμενάρχης διέκοψε τὴν τέλεσι τῆς Θείας Λειτουργίας, ἕως ὅτου ἀποχωρήσουν ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους εἶχε ἀφορίσει. Ὁ νεαρὸς Βασιλεὺς διαμαρτυρήθηκε, ἀλλὰ αἴφνης ἕνας δαιμονισμένος ἄρχισε νὰ διαλαλῆ τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ πάθη τοῦ Βασιλέως καὶ ἔπαυσε μόνο, ὅταν ἀπεχώρησαν οἱ σύντροφοι τοῦ Θεοδεβέρτου. «Μετὰ χαρᾶς θὰ ἔδινα τὴν ζωή μου χάριν τῆς δικαιοσύνης», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Νικήτιος.


Τὸ 561, δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίση τὸν Βασιλέα Κλοταῖρο Α' (558564). Ἐξωρίσθηκε, ἀλλὰ μόλις ἀπέθανε ὁ Βασιλεύς, ἐπέστρεψε ταχέως στὸ ποίμνιό του.


Ἀταλάντευτος νηστευτής, καρτερικὸς σὲ κάθε εἴδους δοκιμασία, δραστήριος καὶ ἀποφασισμένος κήρυξ τῆς Ἀληθείας, ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν φιλανθρωπία του.


Ἡ ἐπιρροή του ἁπλώθηκε πολὺ εὐρύτερα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας. Συμμετεῖχε σὲ πολλὲς Συνόδους γιὰ τὴν προάσπισι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὴν διατύπωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ Ἤθους: Σύνοδος τῆς Ἀρβένης (νῦν Κλερμὸν) τὸ 535, Σύνοδος τοῦ Αὐρελιανοῦ (νῦν Ὀρλεὰν) τὸ 549, Σύνοδος τοῦ Τούλλου (νῦν Τοὺλ) τὸ 550,  Σύνοδος τοῦ Παρισίου τὸ 552.


Ἔγραψε ἐπιστολὲς στὸν εὐσεβῆ Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Α΄ (527-565), γιὰ νὰ τὸν προτρέψη νὰ καταπολεμήση τὶς αἱρέσεις τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ τῶν Νεστοριανῶν. Στὴν Βασίλισσα Χλοδεσβίνδη τῆς Λομβαρδίας, ἔγραψε ἐπίσης ἐπιστολή, ἡ ὁποία κατακλείεται μὲ τὴν φράσι: «Ἀδιαλείπτως κράζετε, ἀδιαλείπτως ψάλλετε... Γρηγορεῖτε, γρηγορεῖτε!».


Ἀφοῦ διέλαμψε ἐπὶ τριακονταετία στὸν Ἐπισκοπικὸ Θρόνο, ὁ Ἅγιος Νικήτιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο περὶ τὸ 561 (ἢ 585).


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/5.html

<>




Ο Άγιος Maelruain ηγούμενος του Tallaght της Ιρλανδίας (+792) και ο βασιλιάς Artri


Αυτά άκουσα να λέει ο  Crundmael, πως ο Αγ. Maelruain του Tallaght της Ιρλανδίας (7/7, +792) νήστεψε τρείς φορές από τότε που εγκαταστάθηκε στο Tamlacht. Αυτό το έκανε ενάντια στον βασιλιά Artri τον γιο του Faelmuire όταν μια διαμάχη ξέσπασε ανάμεσα στο μοναστήρι του Tallaght και αυτόν.  Μετά την πρώτη νηστεία το πόδι του βασιλιά έσπασε στα δύο. Μετά τη δεύτερη πυρ έπεσε και τον κατάκαψε από την κορυφή ως τα πόδια. Μετά την τρίτη νηστεία ο βασιλιάς πέθανε.


https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2022/11/maelruain-tallaght-artri.html


<>







Ωφέλιμες διηγήσεις από το βιβλίο του Tallaght. *





Ένα βότανο που κόβεται την Κυριακή ή λάχανο που μαγειρεύεται, ή ψωμί που ψήνεται, ή μούρα ή καρύδια πού μαζεύονται την Κυριακή δεν πρέπει να τρώγονται από τους πραγματικούς ιερείς. 


Εάν κάποιος λαϊκός δέχεται πνευματική καθοδήγηση, πρέπει να απέχει από την επαφή με την γυναίκα του αυτές τις τρεις νύχτες. Την νύχτα της Τετάρτης, την νύχτα της Παρασκευής και την νύχτα του Σαββάτου. Την νύχτα της Κυριακής επιτρέπεται εάν θέλει. Και όταν μία γυναίκα έχει την έμμηνο ρύση της ο άνδρας θα πρέπει να μένει μακριά της.  


Δεν υπάρχει κάτι το οποίο κάνει ένας άνθρωπος για το καλό κάποιου που έχει πεθάνει που να μην είναι ωφέλιμο , είτε αυτό είναι αγρυπνία, είτε νηστεία, είτε το να διαβάζει προσευχές ή το να δίνει ελεημοσύνη. Ο Moedoc και όλοι οι μοναχοί του για έναν ολόκληρο χρόνο έτρωγαν μόνο ψωμί και έπιναν μόνο νερό για να βοηθήσουν την ψυχή του Brandub mac Echach. Τα παιδιά οφείλουν να μετανοούν για το καλό της ψυχής των κεκοιμημένων γονέων τους. 


Σχετικά με το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης, μερικοί πιστεύουν πως είναι αρκετό το ότι απλώς εξομολογήθηκαν και δεν μετανόησαν για τις αμαρτίες τους έπειτα. Αυτό δεν είναι αποδεκτό. Ο Helair έκανε το εξής σχετικά με αυτό: Αρχικά δεχόταν πολλούς για εξομολόγηση. Αλλά κατέληξε να τους διώξει όλους γιατί είδε πως δεν έδειχναν ζήλο στην μετάνοια τους και επιπλέον απέκρυπταν τα αμαρτήματά τους όταν εξομολογούνταν. Έπειτα από αυτό δεν δεχόταν  να καθοδηγήσει κανέναν πνευματικά.  Παρόλα αυτά επέτρεπε ορισμένες φορές σε αγίους ανθρώπους να τον συμβουλεύουν. 


*Ένα αρχαίο ιερό βιβλίο που γράφτηκε από τους μοναχούς του Μοναστηριού του Tallaght της Ιρλανδίας. Οι μοναχοί εκεί διακρίνονταν για την ασκητικότητα τους. Για περισσότερα από αυτό το βιβλίο κάντε αναζήτηση μέσα στο ιστολόγιο την λέξη Tallaght. 


https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2022/11/tallaght.html


<>







Αγία Μπέγκα του Χάκνες(+31 Οκτωβρίου)

 





   Η Αγία Μπέγκα ήταν μοναχή από το Χάκνες, Γιορκσάιρ (Ντέιρα). Υπηρέτησε στο μοναστικό κελί στη μονή του Χάκνες, κοντά στο Σκάρμπόροου, το οποίο χτίστηκε από την Αγία Χίλντα του Γουίτμπυ [17 Νοεμβρίου] λίγο πριν από το θάνατό της.


  Η Αγία Μπέγκα ήταν η Αγία εκείνη γυναίκα που είδε την ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον ουρανό από Αγγέλους, όταν η Αγία Χίλντα κοιμήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 680. 

  Η παράδοση αναφέρει ότι τη στιγμή που η Αγία Χίλντα παρέδωσε την ψυχή της, οι καμπάνες της μονής χτύπησαν μόνες τους. Η Αγία Μπέγκα ξύπνησε για να βρει τις αδελφές στα κελιά τους. Τότε η Αγία Μπέγκα ανέφερε ότι είδε σε όραμα την οροφή του σπιτιού να ανοίγει και η ψυχή της Αγίας Χίλντα να ανεβαίνει στον παράδεισο συνοδεία Αγγέλων. Οι μοναχές ξύπνησαν και προσευχήθηκαν για την ψυχή της Αγίας Χίλντα μέχρι την αυγή, μερικοί μοναχοί έφτασαν να τις πληροφορήσουν για το θάνατό της.


  Η Αγία Μπέγκα κοιμήθηκε οσιακά στις 31 Οκτωβρίου 690. 

 Χρόνια μετά το θάνατο της, οι μοναχοί του Γουίτμπυ αναζητούσαν ιερά λείψανα για να αντικαταστήσουν εκείνα της Αγίας Χίλντα, καθώς μεταφέρθηκαν στο Γκλάστονμπερι λόγω των επιδρομών από τους Βίκινγκς τον 10ο αιώνα. 

 Μέσω μιας θείας αποκάλυψης, μια σαρκοφάγος αποκαλύφθηκε στο Χάκνες όπου η Αγία Μπέγκου είχε υπηρετήσει. Έφερε την επιγραφή "Hoc est sepulchrum Begu", δηλαδή "Εδώ είναι ο τάφος της Μπέγκα". 

Τα ιερά λείψανα μεταφέρθηκαν στο Γουίτμπυ όπου σύντομα αναφέρθηκαν θαύματα.


https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2022/11/31.html


<>





Οσία Ευδοκία η δια Χριστόν σαλή της μονής Αγίας Σκέπης Μιχαϊλόφ του Ριαζάν. Ημέρα Μνήμης: 24 Οκτωβρίου.


Η Σταρίτσα Ευδοκία γεννήθηκε το 1830 στην πόλη Τούλα. Σε όλη την επίγεια ζωή της αδιάκοπα φλεγόταν ολόκληρη από το Πνεύμα του Θεού. Όλος ο νους και οι σκέψεις της βρίσκονταν στον ουρανό. Στην ηλικία των είκοσι ετών, η Ευδοκία αποφάσισε να εισέλθει στο μονοπάτι της μοναχικής ζωής. Οι γονείς της την ευλόγησαν και πήγε να συμβουλευτή έναν δια Χριστόν σαλό που ζούσε στη Τούλα. Γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση της μονής της Αγίας Σκέπης της πόλης Μιχαϊλόφ του Ριαζάν και της είπε: “Αγαπητή, εσείς είστε για εκεί.” Μετά από αυτή τη συμβουλή, το νεαρό κορίτσι με μια τσάντα στους ώμους της πήγε στο μοναστήρι Μηχαϊλόφσκαγια, όπου έγινε δεκτή από την γερόντισσα Ελπιδοφόρα (Afanasova).


Στο έβδομο έτος της μοναχικής της ζωής, η Ευδοκία εισήλθε στο δρόμο του πιο υψηλού ασκητισμού, της δια Χριστόν σαλότητας.

Έτρωγε σπάνια. Όταν περιπλανιόταν στην Τούλα σε συγγενείς, τις έδιναν βραστές πατάτες και ψωμί και έτσι ζούσε.


Η ευλογημένη γυναίκα πάντα είχε ένα γατάκι στην αγκαλιά της και, όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, τους έλεγε ότι έτσι ζεσταινόταν. Περπατούσε γρήγορα και μιλούσε λίγο. Πάνω απ ‘όλα, εισερχόταν βαθύτερα στον εαυτό της. Δεν δέχοταν καμία προσφορά. Ζούσε σε μια κρύα σοφίτα και το χειμώνα – με το φοβερό κρύο, για δεκαεπτά χρόνια.


Μια μέρα, ενώ ξεκουραζόταν στο δάσος (όταν περπατούσε στο δρόμο της άρεσε να μην κοιμάται στα χωριά, αλλά κάπου κοντά σε ένα μικρό άλσος δέντρων), την πλησίασαν δύο λύκοι, έφτασαν κοντά στην προσκυνήτρια, και χωρίς να την πειράξουν, γύρισαν κι έφυγαν μακριά. Όταν μια κοπέλα, στην οποία το ανέφερε η Ευδοκία, την ρώτησε αν φοβήθηκε, της απάντησε: «Καθόλου». Σε μια άλλη περίπτωση, την περίοδο που έλιωναν οι πάγοι, η Ευδοκία πέρασε με ασφάλεια στην άλλη πλευρά του ποταμού , όταν φαινόταν ότι δεν υπήρχε τρόπος να σωθεί. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να φύγει από το πατάρι και μεταφέρθηκε σε ένα κελάρι κάτω από ένα κελί, όπου έζησε για πέντε χρόνια. 


Η χάρη του Θεού αναπαυόταν πάνω της και ο Κύριος, ακόμη και στην επίγεια ζωή, την τίμησε με το δώρο της διορατικότητας και της σοφίας. Σε πολλούς που προέβλεπε την καταστροφή τους τους προέτρεπε να μετανοήσουν. Όταν έβλεπε μια καρδιά έτοιμη να δεχτεί συμβουλή, ήταν γεμάτη έμπνευση Θεού και μερικές φορές μιλούσε για ώρες με σοφία για την σωτηρία. Ήταν ανδρεία με απέραντη αγάπη για τον Θεό, ανιδιοτελής στην βοήθεια όλων, υπέμεινε ό,τι της έστελνε ο Θεός αγόγγυστα. Ήταν μια μεγάλη ασκήτρια προσευχής, είχε το δώρο της εσωτερικής ησυχίας, ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου. Είχε υποστεί πολλές δοκιμασίες, αδικίες και προσβολές.


Πριν από το θάνατό της, η ευλογημένη Ευδοκία κοινωνούσε συνέχεια. Ήσυχα και ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 24 Οκτωβρίου το 1890, 61 ετών.


Την τεσσαρακοστή μέρα μετά το θάνατό της, η ευλογημένη Ευδοκία εμφανίστηκε στο όνειρο μια μοναχής και της είπε ότι είχε βρει έλεος και παρρησία στον Κύριο. Ήταν πανέμορφη, και το πρόσωπό της έλαμπε με απέραντη ουράνια χαρά. Όταν η μοναχή ζήτησε την ευχή της, η μακαρία της είπε: «Επειδή εσείς μετά το θάνατό μου μου συμπεριφερθήκατε μητρικά εγώ δεν θα σας αφήσω». 


Και πρόσθεσε: “Προσπάθησε να αγωνίζεσαι. Στην εκκλησία, να στέκεσαι πάντα με φόβο Θεού, να θυμάσαι ότι αυτός είναι ο οίκος Του, και τη νύχτα να σηκώνεσαι και να προσεύχεσαι!”


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/24_36.html


<>



Αγία Οὐϊνεφρίδη ἐν Τρεφφύννῳ (Χόλυγουελ). Ήμέρα Μνήμης: 3 Νοεμβρίου.


Ή Ἁγία Οὐϊνεφρίδη (Winefred) ἦταν κόρη ἑνὸς εὐγενοῦς Συμβούλου τοῦ Βασιλέως τῶν Οὐαλλῶν, στὴν βόρεια Οὐαλλία κατὰ τὸν Ζ´ αἰῶνα.


Ἀνηψιὰ καὶ πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μπεούνω (τιμάται 21 Ἀπριλίου), ἀνατράφηκε στὴν πίστι σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἦθος καὶ ἐπόθησε ἐκ νεότητος νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Νυμφίο Χριστό.


Ὁ υἱὸς ἑνὸς ἀρχηγοῦ μιᾶς γειτονικῆς φυλῆς, ὀνομαζόμενος Κάραντοκ, κατελήφθη ἀπὸ ἀνίερο πάθος γιὰ τὴν νέα παρθένο. Ἀφοῦ ἀντιμετώπισε τὴν σταθερὴ της ἄρνησι νὰ ὑποκύψη στὶς προτάσεις του, τὴν κατεδίωξε ἔφιππος καὶ ἀπέτεμε τὴν κεφαλή της μὲ τὸ ξῖφος του, πλησίον τοῦ Ναοῦ, ὅπου ἡ Οὐϊνεφρίδη προσπαθοῦσε νὰ εὕρη καταφύγιο.


Στὸ σημεῖο ὅπου ἔπεσε ἡ ἁγία κεφαλή της ἀνέβλυσε μιὰ ἰαματικὴ πηγὴ γιὰ ὅσους ἀντλοῦσαν μὲ πίστι ἀπὸ τὸ νερό της, ἡ ὁποία ὠνομάσθηκε Τρέφφυννον ἢ Χόλυγουελ (Holywell), δηλαδὴ Ἁγίασμα.



Ὁ Ἅγιος Μπεούνω, ἐξελθὼν τοῦ Ναοῦ συνήρμωσε τὴν κεφαλὴ τῆς Ἁγίας στὸ σῶμα της καὶ προσευχήθηκε στὸν Ζωοδότη Χριστὸ νὰ ἐπαναφέρη τὴν ψυχή της. Καὶ ὤ τοῦ θαύματος! ἡ νέα ἐπανῆλθε στὴν ζωή.


Μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ἁγίου Μπεούνω, ἡ ἁγία παρθένος εἰσῆλθε στὴν Μονὴ Οὐΐθεριν, ὅπου ἔζησε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησι τῆς θείας αὐτῆς, τῆς Ὁσίας Τενουά, τὴν ὁποίαν πιθανῶς διαδέχθηκε.


Κοιμήθηκε τὴν 24η Ἰουνίου 660 καὶ τιμήθηκε ἀμέσως ὡς Ἁγία ἀπὸ τοὺς πιστούς, τόσο γιὰ τὴν ὁσία αὐτῆς βιοτή, ὅσο καὶ γιὰ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας αὐτῆς Πηγῆς.


Τὸ Χόλυγουελ παραμένει μέχρι σήμερα σημαντικὸς τόπος προσκυνήματος στὴν Μεγάλη Βρετανία καὶ τὰ πολλὰ ἀφιερώματα μαρτυροῦν γιὰ τὶς θαυμαστὲς ἰάσεις, τὶς ὁποῖες ἐνεργεῖ ἡ Ἁγία.


Τὸν πρῶτο Βίο τῆς Ἁγίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Ἐλέριος (τιμάται 13 Ἰουνίου), συνκτήτωρ τῆς Μονῆς Οὐΐθεριν, ἡ ὁποία κατὰ τὴν συνήθεια τοῦ καιροῦ ἐκείνου, συμπεριελάμβανε δύο κεχωρισμένες Ἀδελφότητες, ἀνδρώα καὶ γυναικεία.


Στὰ χρόνια τῆς Μεταρρυθμίσεως, ἐχάθηκαν τὰ τίμια Λείψανα τῆς Ἁγίας, πλὴν ἑνὸς δακτύλου.


Ἐπικαλεῖται ὡς Προστάτις τῶν παρθένων.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/03/3.html

<>



  

Ἁγία Λιουμπὸβ (Ἀγάπη) τοῦ Ριαζάν, ἡ διὰ Χριστὸν Σαλὴ. Ήμέρα Μνήμης: 8 Φεβρουαρίου.


Ἡ ῾Ἁγία Λιουμπὸβ Σημένοβα Σουσάνοβα γεννήθηκε τὴν 28η Αὐγούστου 1852 στὴν πόλι Ριαζὰν τῆς Ρωσίας.


Οἱ γονεῖς της, Συμεὼν καὶ Μαρία Σουχάνωφ, ἀπέκτησαν καὶ ἄλλα τρία παιδιά, τὸν Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο καὶ τὴν Ὄλγα. Ἡ Λιουμπὸβ ἦταν ἐκ μικρᾶς ἡλικίας παράλυτη στὸ πόδι. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἰατρεύθη, ὅταν τῆς ἐμφανίσθηκε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, ὁ ὁποῖος τῆς συνέστησε νὰ ἀκολουθήση τὴν ἀσκητικὴ πολιτεία τῆς Σαλότητος χάριν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.


Παρέμεινε τρία ἔτη ἔγκλειστη στὸ σπίτι της, ὅπου ζοῦσε μὲ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή της. Ὅταν ἔφθασε ὁ κατάλληλος χρόνος, ἐξῆλθε γιὰ νὰ ἀναλάβη τὸν ἀσυνήθιστο ἀγῶνα της καὶ ἔζησε ὅλη τὴν ζωή της στοὺς δρόμους τοῦ Ριαζάν, πλησιάζουσα μὲ ἱλαρότητα τοὺς περαστικούς, στοὺς ὁποίους ἀπεκάλυπτε τὸ μέλλον τους.


Ἡ μακαρία Λιουμπὸβ ἐπισκεπτόταν πολλὲς Ἐκκλησίες στὸ Ριαζάν, ἀλλὰ ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τὴν γυναικεία Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Καζάν, ὅπου ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα φιλοξενούμενη ἀπὸ κάποιες Μοναχὲς καὶ ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη Αἰκατερίνη.


Ἡ προσφορά της στὸν Θεὸ καὶ στοὺς συνανθρώπους της ἦταν ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν πλησίον καὶ ἕνας καλὸς λόγος. Μερικὲς φορὲς εἰσερχόταν στὰ καταστήματα καὶ ἔπαιρνε κάτι ἀπὸ τὰ προτιθέμενα ἀγαθά. Ποτὲ δὲν διεμαρτυρόταν ὁ καταστηματάρχης, διότι ἐγνώριζε ἐκ πείρας, ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ ἔκανε «χρυσὲς δουλειές». Ὅσα ἔπαιρνε τὰ διεμοίραζε στοὺς πτωχοὺς τῆς πόλεως.


Ἡ Λιουμπὸβ ἐρχόταν χωρὶς πρόσκλησι σὲ ὁποιοδήποτε σπίτι, εὕρισκε ἕνα ψαλίδι καὶ ἕνα χαρτί, ἔκοβε ἕνα σκιαγράφημα, τὸ ὁποῖο χάριζε στὸν οἰκοδεσπότη. Μὲ τὸν ἀσυνήθιστο αὐτὸ τρόπο, προειδοποιοῦσε καὶ προεφήτευε, π.χ. σὲ ὅποιον ἔδινε ἕνα ἄλογο ἢ ἕνα ἀτμόπλοιο, σήμαινε ὅτι αὐτὸς θὰ ἔκανε κάποιο ταξίδι, σὲ ὅποιον ἔδινε ἕνα στεφάνι, θὰ νυμφευόταν, σὲ ὅποιον ἔδινε ἕνα φέρερτο, θὰ τὸν εὕρισκε σύντομα ὁ θάνατος. Ἔδινε τὰ σκιαγραφήματα αὐτὰ σιωπηλὰ καὶ ἔφευγε.


Ἡ Λιουμπὸβ ἦταν προικισμένη μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ ὅ,τι προεφήτευε γινόταν.


Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1917, περιπλανιώταν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως καὶ ἐπαναλάμβανε τὸ ἑξῆς: «Τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς πέφτουν, τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς πέφτουν». Μὲ τὴν ἔναρξι τῆς Ἐπαναστάσεως ὅλοι κατάλαβαν τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο τοὺς προειδοποιοῦσε ἡ Μακαρία.


Σὲ ἡλικιωμένες Μοναχὲς τῆς Μονῆς τοῦ Καζὰν προεφήτευσε: «Μερικὲς ἀπὸ ἐσᾶς θὰ ἀφήσετε τὰ κοκαλάκιά σας στὸ Μοναστήρι, ὄχι ὅμως ὅλες». Σύντομα ἡ Μονὴ ἔκλεισε.


Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τὴν 8η Φεβρουαρίου 1921. Ἐνταφιάσθηκε στὸ Κοιμητήριο τῆς «Παναγίας πάντων θλιβομένων ἡ Χαρὰ» τοῦ Ριαζὰν καὶ ὁ τάφος της ἔγινε ἔκτοτε τόπος προσκυνήματος.


Τὴν 12η Ἰανουαρίου 1987, συναριθμήθηκε στὴν χορεία τῶν Ἁγίων τοῦ Ριαζάν, ὡς τοπικὰ τιμωμένη Ἁγία.


Ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1998, τὰ τίμια Λείψανα Αὐτῆς ἀναπαύονται στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, στὴν περιοχὴ Ἰάμσκαϊα στὸ Ριαζάν.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/10/8.html

<>



Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σατουρνῖνος, Πρῶτος Ἐπίσκοπος Τουλούζης. Ήμέρα Μνήμης: 29 Νοεμβρίου.


Ὁ Ἁγιος Σατουρνῖνος, ἐπονομαζόμενος ἐπίσης Σερνῖνος, ἑλληνικῆς καὶ εὐγενοῦς καταγωγῆς, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱεραποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ἅγιο Φαβιανὸ (τιμάται Αὐγούστου) γιὰ νὰ εὐαγγελίσουν τὴν Γαλατία, ἐπὶ βασιλείας Δεκίου (περὶ τὸ 250).


Οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ Ἐπίσκοποι ἦσαν οἱ ἑξῆς: Ἅγιος Διονύσιος Παρισίου (τιμάται 9 Ὀκτωβρίου), Ἅγιος Αὐστρεμόνιος Ὠβέρνης (τιμάται 1η Νοεμβρίου), Ἅγιος Σατουρνῖνος Τουλούζης (τιμάται 29 Νοεμβρίου), Ἅγιος Γατιανὸς Τουρώνης (τιμάται 18 Δεκεμβρίου), Ἅγιος Τρόφιμος Ἀρελάτης (τιμάται 29 Δεκεμβρίου), Ἅγιος Παῦλος Ναρβόννης (τιμάται 22 Μαρτίου) καὶ Ἅγιος Μαρτιάλιος Λιμόζης (τιμάται 30 Ἰουνίου).


Ὅταν οἱ Ἅγιοι ἔφθασαν στὴν Ἀρελάτη, στὸν Σατουρνῖνο ἀνετέθησαν οἱ περιοχὲς τοῦ Λανγκεντόκ, τῆς Γασκώνης (ΝΔ Γαλλία) καὶ ἡ ἱσπανικὴ μεθόριος.


Μετὰ τὶς μεγάλες ἐπιτυχίες τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος, ἦλθε ἀντιμέτωπος μὲ τὴν σκληροκαρδία τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Καρκασόν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐφυλάκησαν. Ἐλευθερώθηκε μὲ τὴν παρέμβασι ἑνὸς Ἀγγέλου καὶ συνέχισε τὴν ἀποστολή του πρὸς τὴν Τουλούζη, ὅπου συνήντησε ψυχὲς περισσότερο εὐεπίφορες στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἵδρυσε ἐκεῖ ἕναν Ναό.


Ἐθεράπευε ἀρρώστους καὶ λεπροὺς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ἐνέπνεε στοὺς ἀκροατὲς τῶν θεοπνεύστων λόγων του φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.


Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἄφησε τὸν Ἅγιο Παπύλο νὰ συνεχίση τὸ ἔργο του, προχώρησε στὴν Ἱσπανία, ὅπου ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Παμπλόνα καὶ στὸ Τολέδο.


Μετὰ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Παπύλου (τιμάται 3 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος ἐπέστρεψε στὴν Τουλούζη, ὅπου ἀκτινοβολοῦσε σὲ τέτοιο βαθμὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ εἴδωλα ἔπαυσαν νὰ δίνουν τοὺς ἀπατηλοὺς χρησμούς τους καὶ ἐσιώπησαν, παρὰ τὶς ἱκεσίες καὶ τὶς θυσίες τῶν ὀπαδῶν τους.


Οἱ εἰδωλολάτρες εἶχαν ἀπελπισθῆ καὶ ἑτοιμάζοντο νὰ θυσιάσουν ἕναν ταῦρο στὸ Καπιτώλιο, ὅταν διῆλθε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Σατουρνῖνος, στὸ δρόμο του γιὰ τὸν Ναό, ὅπου θὰ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία.


Κάποιος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἐφώναξε: «Ἰδοὺ ὁ ἐχθρὸς τῆς θρησκείας μας, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ νέου δόγματος, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ καταστρέψουμε τοὺς ναούς μας, καταδικάζει τοὺς θεούς μας ἀποκαλώντας τους δαίμονες, καὶ μὲ τὴν παρουσία του μᾶς ἐμποδίζει νὰ λάβουμε τὶς ἀπαντήσεις ὅπως ἄλλοτε. Ἂς ἐκδικηθοῦμε τὴν προσβολὴ ἀπέναντί μας καὶ ἀπέναντι στοὺς θεούς μας. Ἂς τὸν ἀναγκάσουμε νὰ θυσιάση γιὰ νὰ ἐξευμενίση τοὺς θεούς, εἰ δὲ μή, νὰ πεθάνη γιὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήση μὲ τὸν θάνατό του!».


Οἱ σύντροφοι τοῦ Ἁγίου ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ὁ δὲ Σατουρνῖνος, παρέμεινε γαλήνιος, καὶ ἀπήντησε: «Δὲν γνωρίζω παρὰ τὸν μόνο καὶ ἀληθινὸ Θεό. Πῶς θὰ μποροῦσα, λοιπόν, νὰ φοβηθῶ τοὺς φανταστικοὺς θεούς σας, τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι τρέμουν ἐμένα;».


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ ἀναταραχὴ στὸ πλῆθος ἀποκορυφώθηκε. Ἄρπαξαν τὸν Σατουρνῖνο, καὶ μὲ ἕνα χονδρὸ σχοινὶ τὸν ἔδεσαν ἀπὸ τὰ πόδια πίσω ἀπὸ τὸν ἄγριο ταῦρο, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἕτοιμο πρὸς θυσίαν. Τὸ ζῶο, βιαίως κεντριζόμενο, ὥρμησε μαινόμενο ἔξω ἀπὸ τὸν ναό.


Τὸ κεφάλι τοῦ Μάρτυρος συνετρίβη ἀμέσως καὶ τὰ μυαλά του σκορπίσθηκαν στὴν γῆ. Ὁ ταῦρος συνέχισε τὴν ξέφρενη πορεία του στοὺς δρόμους τῆς πόλεως κομματιάζοντας τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, ὥσπου κόπηκε τὸ σχοινί. Στὸ σημεῖο αὐτὸ κτίσθηκε ἀργότερα Ναὸς πρὸς τιμήν τοῦ Ἁγίου.


Περιφρονώντας τὸν κίνδυνο, δύο πτωχὲς γυναῖκες ἦλθαν ὀλίγο ἀργότερα στὸν τόπο τοῦ Μαρτυρίου, ἔλαβαν τὸ πολύαθλο σῶμα τοῦ Ἁγίου Σατουρνίνου, ἐναπέθεσαν αὐτὸ σὲ ξύλινο κιβώτιο καὶ τὸ ἔθαψαν ἐκεῖ πλησίον.


Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, πλῆθος προσκυνητῶν προσήρχετο στὸν Τάφο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου τῆς Τουλούζης, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶχε ἀνεγερθῆ μεγάλη Βασιλική.


Ἐξ αἰτίας τῶν ἀναριθμήτων θαυμάτων Του, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Σατουρνίνου ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη. Στὴν Γαλλία, πολλὰ μέρη φέρουν τὸ ὄνομά Του.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/03/29.html


<>



Ὅσιος Γιλδάσιος ὁ Σοφός, τοῦ Ρουῒς ἐν Βρετάνῃ. Ήμέρα Μνήμης: 29 Ἰανουαρίου.


῾Ο Ὅσιος Γιλδάσιος γεννήθηκε τὸ 497 στὸ Ἄλτσγουϊθ, στὴν νοτιοδυτικὴ Σκωτία, στὶς ὄχθες τοῦ Κλάϊντ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱὸς πριγκιπικῆς οἰκογενείας. Τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ μιὰ ἀδελφή του ἐγκαταβίωναν ἤδη ὡς Ἐρημῖτες.


Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν βαπτίσθηκε καὶ εἰσῆλθε στὴν Μονὴ Λάντγουϊτ, στὴν νότια Οὐαλλία, γιὰ νὰ λάβη τὴν ἐγκύκλιο παιδεία καὶ νὰ διδαχθῆ τὸν Νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Ἰλτούδου (τιμάται 6 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πνευματικὸς Πατέρας τοῦ Ἁγίου Μαλό (τιμάται 15 Νοεμβρίου), τοῦ Ἁγίου Σαμσὼν (τιμάται 28 Ἰουλίου), τοῦ Ἁγίου Παύλου τῆς Λεὸν (τιμάται 12 Μαρτίου) καὶ ἄλλων βρετόνων Ἁγίων.


Στὴν Μονὴ ἐπιδόθηκε μὲ θερμὸ ζῆλο στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ἄσκησι καὶ τὴν νοερὰ ἐργασία. Περατώνοντας τὶς σπουδές του, ὁ Ὅσιος Γιλδάσιος θέλησε νὰ ἐνδυναμωθῆ στὴν ἄσκησι μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔτρωγε μόνον τρεῖς ἡμέρες τὴν ἑβδομάδα λίγο φαγητό. 


Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος (περὶ τὸ 518), καὶ ἀποφάσισε νὰ μεταβῆ καὶ νὰ στηρίξη μὲ τὸ κήρυγμά του τοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς στὰ βόρεια τῆς Μεγάλης Βρετανίας. Μετέβη κατόπιν στὴν Ἰρλανδία, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κάντο καὶ τὸν Ἅγιο Δαβίδ (τιμάται 1η Μαρτίου), γιὰ νὰ συμβάλη στὴν ἵδρυσι Μονῶν καὶ στὴν κατήχησι τοῦ λαοῦ, καθὼς ἀπειλοῦνταν ἡ πίστις καὶ ἡ ἁγνότητα τῶν ἠθῶν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου Πατρικίου (τιμάται 17η Μαρτίου).


Διατηροῦσε φιλικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἁγία Μπριγκίτα τοῦ Κιλνταὶρ (τιμάται 1η Φεβρουαρίου) καὶ λέγεται, ὅτι τῆς κατεσκεύασε μία λάρνακα καὶ μία καμπάνα.


Στὸ Ἀρμὰ ἵδρυσε (523) μοναστηριακὴ Σχολή, ἡ ὁποία κατέστη ὀνομαστὴ στὴν Ἰρλανδία καὶ ὡδήγησε πολλοὺς στὴν πίστι χάρις στὰ ἐντυπωσιακὰ θαύματα ποὺ ἐπιβεβαίωναν τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του.


Κατόπιν ἀνεχώρησε γιὰ προσκύνημα στὴν Pώμη, γιὰ νὰ προσευχηθῆ στοὺς Τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, φθάνοντας στὴν Γαλατία, ἀπεφάσισε νὰ ζήση ὡς Ἐρημίτης στὴν Ἀρμορικὴ καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ νησάκι Οὐάτ, μεταξὺ τῆς νήσου Μπέλ-Ἰλ καὶ τῆς πόλης Βάνν.


Μακριὰ ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παρηγορία καὶ μὲ μοναδικὴ ἀπασχόλησι τὴν μελέτη τῶν ἱερῶν Γραφῶν καὶ τὴν προσευχή, ἔλαβε ἄφθονη τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του προσείλκυσε σύντομα μερικοὺς ψαράδες ποὺ ἔτρεξαν νὰ πληροφορήσουν τοὺς κατοίκους τῆς ἀκτῆς, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται ἀνάμεσά τους. Ὅλο καὶ περισσότεροι μαθητὲς ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνωνται γύρω του, ἐπιθυμώντας νὰ μοιρασθοῦν μαζί του τὴν ἀγγελικὴ βιοτή, καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ ἱδρύση Μονὴ στὴν χερσόνησο Pούϊς, βοηθούμενος στὸ ἐγχείρημα ἀπὸ ἕναν ἄρχοντα τῶν περιχώρων τῆς Βάνν.


Ὠργάνωσε τὴν Ἀδελφότητα κατὰ τὸν κοινοβιακὸ τρόπο, μὲ βάσι τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετὲς τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, καὶ κατόπιν ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐρημητήριο στὶς ὄχθες τοῦ Μπλαβέ, πλησίον τοῦ Καστεννέκ· ἐπισκεπτόταν ὅμως τακτικὰ τὴν Οὐάτ.


Μὲ τὴν μεσιτεία τοῦ Ἁγίου, τῆς διδαχῆς καὶ τῆς προσευχῆς του μὲ τὰ θαυματουργὰ ἀποτελέσματα, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦταν ὄντως παρὼν ἐν δυνάμει στὴν περιοχὴ ἐκείνη.


Πολλοὶ ἄρρωστοι εὕρισκαν διὰ τοῦ Ἁγίου τὴν σωματικὴ καὶ ψυχική τους ὑγεία, ἐνῶ ἡ Μονὴ τοῦ Pούϊς ἀπέβη κέντρο γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ ὅλης τῆς χώρας.


Ὁ Ὅσιος διδάσκαλος συνέθεσε τότε τὸ ἔργο του «Ἡ πτώση καὶ ἡ ἅλωση τῆς Βρετανίας»

(De excidio et conquestu Britanniae)*, συνοψίζοντας τὴν ἱστορία τῆς Μεγάλης Βρετανίας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ρωμαϊκῆς κατάκτησης ἕως τὴν ἐποχή του· τὸ ἔργο ἦταν ταυτόχρονα μιὰ εὔγλωττη παρότρυνση νὰ ἀσπασθῆ ὁ λαὸς τὴν χριστιανικὴ πίστι, ὥστε νὰ ἀποφύγη τὰ δεινὰ ποὺ τὸν ἀπειλοῦσαν: ἐμφύλιο πόλεμο καὶ ἐπιδρομὴ ἀλλοφύλων.


Ἐκτος ἀπὸ τὴν φήμη ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὸ κήρυγμά του, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ ἔδωσαν τὴν ἐπωνυμία Γιλδάσιος ὁ Σοφός.


Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου του στηλίτευσε θαρραλέα τοὺς πέντε Βρετόνους Βασιλεῖς. Αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἐκίνησε ἐναντίον του τὸ μένος τῶν Βασιλέων, οἱ ὁποῖοι ἔστειλαν τέσσερις ἄνδρες μεταμφιεσμένους σὲ μοναχοὺς γιὰ νὰ τὸν ἀπαγάγουν. Αὐτοὶ πέταξαν τὸν Ὅσιο στὴν θάλασσα, ἀλλὰ ὁ Γιλδάσιος κατώρθωσε κολυμπώντας νὰ φθάση στὴν νῆσο Οὐὰτ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μοναστήρι του.


Τὸ 565, ἐκλήθη στὴν Ἰρλανδία ἀπὸ τὸν Βασιλέα Ἄϊνμιρ γιὰ νὰ ἀποκαταστήση τὴν εἰρήνη στὸ Βασίλειο καὶ τὴν ὀρθὴ τάξι σὲ μιὰ Μονή. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ χρονολογοῦνται οἱ Κανόνες ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ ἕνα Ἐξομολογητάριον.


Μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν νῆσο Οὐάτ, ὁ Κύριος τὸν πληροφόρησε, ὅτι τοῦ ἀπομένουν ὀκτὼ ἡμέρες ἐπίγειας ζωῆς.


Ὁ Ὅσιος Γιλδάσιος κληροδότησε στοὺς Μοναχούς του ἐν εἴδει πνευματικῆς διαθήκης ἕναν Ὕμνο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν δύναμι νὰ ἀποτρέπη τοὺς δαίμονες. Κατόπιν ἔδωσε ἐντολὴ μετὰ τὸν θάνατό του, τὸ σῶμα του νὰ τοποθετηθῆ σὲ βάρκα καὶ νὰ ἀφεθῆ στὴν τύχη τῶν κυμάτων. Ἀκούγοντας τὸ «Ἀμὴν» τῆς ἀποκρίσεώς τους παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, στὶς 29 Ἰανουαρίου 570.


Οἱ Μοναχοὶ τοῦ Pούϊς ἐπέβαλαν τρεῖς ἡμέρες νηστείας καὶ προσευχῆς μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν τὸ Σκήνωμά του, καὶ τότε σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς ἀποκαλύφθηκε, ὅτι τὸ Λείψανο εἶχε ἐκβρασθῆ πλησίον τοῦ Ναϋδρίου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ἅγιος. Μετέφεραν τὰ τίμια Λείψανα στὸ Pούϊς, στὶς 11 Μαΐου, ὅπου τιμῶνται ἕως τὶς ἡμέρες μας.


(*) Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἱστορικούς, ὁ Γιλδάσιος ὁ Σοφός, συγγραφέας τοῦ ἔργου «De excidio et conquestu Britanniae» καὶ τοῦ «Ἐξομολογηταρίου» εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γιλδάσιο τοῦ Pούϊς.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/29.html



<>


Οσία Μαρία Ιβάνοβνα του Ντιβέεβο, η Δια Χριστόν Σαλή. Ημέρα Μνήμης: 26 Αυγούστου.



Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σε ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.


Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Αρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας κατεστραμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.



Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα οποία σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.


Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού εκάρη μοναχή. Εκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα που ο Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι που άκουσαν γι’ αυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους ή για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.


Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και η Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ο ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο πατήρ Αλέξιος η οσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.



Άλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε η Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη που έκφραζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε που τους επισκέφτηκε ούτε που σκέφτεται το τσιγάρο.


Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Αρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Η οσία τους είπε ότι ο Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».



Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917 μ.Χ., η Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και η Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικούς».


Η Μαρία Ιβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927 μ.Χ.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/08/26_13.html




<>



Ὅσιοι Ρωμανὸς καὶ Λουπικῖνος, Κτήτορες τῆς ἐν Ἰούρᾳ Μονῆς Κονταδίσκου. Ήμέρα Μνήμης: 28 Φεβρουαρίου.


῾Ο Ὅσιος Ρωμανὸς γεννήθηκε περὶ τὸ 400 ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Ἐλευθέρας Κομητείας (σημ. Franche-Comté στὴν Γαλλία), μιᾶς περιοχῆς ὅπου ὁ ἀσκητικὸς βίος ἦταν ἀκόμη ἄγνωστος.


Ἀπαρνούμενος τὸν ἔγγαμο βίο, πῆγε νὰ ζήση γιὰ λίγο σὲ Μονὴ τοῦ Λουγδούνου (σημ. Λυών), πλησίον τοῦ Ἀββᾶ Σαβίνου, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέδωσε τὶς στοιχειώδεις γνώσεις τοῦ ἀγγελικοῦ βίου, τὶς ὁποῖες εἶχε ὁ ἴδιος κληρονομήσει ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοὺς Μοναχοὺς τοῦ Λερίνου.


Σὲ ἡλικία τριάντα πέντε ἐτῶν, ὁ Ρωμανὸς ἀνεχώρησε μόνος γιὰ τὰ πυκνὰ δάση ὀροσειρᾶς τοῦ Ἰούρα, παίρνοντας μαζί του μόνο τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ Γεροντικὸν καὶ τὶς Κοινοβιακὲς Διατυπώσεις τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ (τιμάται 29 Φεβρουαρίου) καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕναν ἀπομονωμένο καὶ δυσπρόσιτο τόπο, περίκλειστο ἀπὸ τρία βουνά, στὴν συμβολὴ δύο χειμάρρων, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Κονταδίσκο. Γιὰ στέγη εἶχε τὰ ἁπλωμένα κλαδιὰ ἑνὸς μεγάλου ἐλάτου καὶ ἀφιέρωνε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη, τρεφόμενος μὲ ἄγριους καρπούς. Παρέμεινε ἐκεῖ μόνος ἐπὶ μερικὰ χρόνια, ξεχασμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο πρῶτος αὐτὸς εἶχε λησμονήσει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.


Κάποτε ὁ δευτερότοκος ἀδελφός του, Λουπικῖνος*, ἐλεύθερος, μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του καὶ τῆς συζύγου του, ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου, τὸν ὁποῖο εἶχε συνάψει παρὰ τὴν θέλησί του, ἦλθε πρὸς αὐτὸν κατόπιν ὀπτασίας, στὴν ὁποία εἶδε τὸν Ρωμανὸ νὰ τὸν προσκαλῆ πλησίον του.


Ἑνωμένοι ἀπὸ ἁγία ἀγάπη περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς αἵματος καὶ συναγωνιζόμενοι μὲ διάπυρο ζῆλο στὶς σκληραγωγίες, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀξιώθηκαν νὰ ξεπεράσουν μὲ γνῶσι τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ σπείρη διχόνοια μεταξύ τους καὶ σὲ λίγο χρόνο ἡ ὀσμὴ εὐωδίας τῶν ἀρετῶν τους σκόρπισε στὶς γύρω κοιλάδες καὶ προσείλκυε ὅλο καὶ περισσότερους φίλους τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν γιὰ νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἀγγελικὴ βιοτή τους.


Ἔφερναν ἐπίσης σ᾿ αὐτοὺς ἀρρώστους καὶ δαιμονισμένους, οἱ ὁποῖοι ὅταν θεραπεύονταν μὲ τὶς προσευχές τους, ζητοῦσαν συχνὰ νὰ παραμείνουν καὶ αὐτοὶ πλησίον τῶν δύο Ἁγίων.


Στὴν ἀρχὴ ἐγκαθιστοῦσαν τοὺς μαθητές τους σὲ ὑποτυπώδεις καλύβες γύρω ἀπὸ τὸ ἔλατο, ἀλλὰ καθὼς ἡ ἀδελφότητα πλήθαινε καὶ ὁ τόπος δὲν τοὺς χωροῦσε, ὁ Ρωμανὸς προχώρησε στὴν ἵδρυσι σὲ κοντινὴ ἀπόστασι ἑνὸς δεύτερου Μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖο ὠνομάσθηκε Μονὴ Λαυκῶννος**.




Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ μαθητές τους διασκορπίσθηκαν πέρα τοῦ Ἰούρα στὰ Βόσγια καὶ μέχρι τὴν Γερμανία, ἔτσι ὥστε ἡ ἵδρυση τοῦ Κονταδίσκου θεωρεῖται ἀποφασιστικὸ ὁρόσημο τῆς διάδοσης τοῦ Μοναχισμοῦ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς.


Ἡ ἀδελφὴ τῶν Ἁγίων Ἰόλα (Yole) ἐτέθη καὶ ἐκείνη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησί τους καὶ ἔγινε Ἡγουμένη μιᾶς Μονῆς φωλιασμένης σὲ ψηλὸ βράχο ἄνωθεν τοῦ Λαυκῶννος τῆς Βάλμας, ἡ ὁποία σύντομα ἀριθμοῦσε περισσότερες ἀπὸ ἑκατὸ Μοναχές. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἀδελφὲς ἢ συγγενεῖς τῶν Μοναχῶν τῶν δύο ἀνδρώων Μονῶν, ἀλλὰ διατηροῦσαν αὐστηρὰ ἔγκλειστο βίο, θεωρώντας τὸν ἑαυτό τους ἤδη νεκρὸ γιὰ τὸν κόσμο καὶ τοὺς κατὰ σάρκα δεσμούς.


Οἱ δύο Ἅγιοι διοικοῦσαν ἀπὸ κοινοῦ τὶς Μονὲς ἐν θείᾳ ὁμονοίᾳ, παρὰ τοὺς διαφορετικοὺς χαρακτῆρες τους, τοὺς ὁποίους ἡ Θεία Χάρις καθιστοῦσε συμπληρωματικούς. Διότι, ἂν ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἦταν πολὺ ἐλεήμων ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ διατηροῦσε πάντα μιὰ τέλεια γαλήνη, ὁ ἀδελφός του ἦταν αὐστηρότερος καὶ ἤξερε νὰ διορθώνη μὲ πυγμὴ τὶς παρεκκλίσεις τῶν μαθητῶν τους. Ὁ Ρωμανὸς δὲν ἐπέβαλλε στοὺς ἀδελφοὺς μεγαλύτερες ἀσκήσεις ἀπὸ ἐκεῖνες, τὶς ὁποῖες τοὺς ὑπαγόρευε ἡ βούλησί τους, ὁ δὲ Λουπικῖνος προσέφερε τὸ παράδειγμά του σὲ ὅλους, δείχνοντας πὼς μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, «νικᾶται φύσεως τάξις».


Ξεπερνώντας μὲ τὴν αὐστηρότητά του τοὺς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονταν ἐναντίον ἠπιότερων καιρικῶν συνθηκῶν, δὲν φοροῦσε παρὰ ἕναν τρίχινο χιτῶνα ὅλες τὶς ἐποχές, δὲν ἀναπαυόταν ποτὲ σὲ κλίνη, δὲν γευόταν ποτὲ λάδι καὶ κατὰ τὰ ὀκτὼ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δὲν ἔπινε οὔτε κἂν νερό, ἀρκούμενος ἀντὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ σὲ λίγο μουσκεμένο ψωμί.


Ἐνῶ ὁ Λουπικῖνος ἀπαιτοῦσε ἀπὸ ὅλους τὴν ἴδια τελειότητα καὶ δὲν δεχόταν εὔκολα δοκίμους, ὁ Ρωμανὸς ἔκανε δεκτοὺς ὅσους ἐμφανίζονταν, μὲ κίνδυνο ὡρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Μονή. Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες τοῦ ἔκανε πικρὰ παράπονα καὶ τοῦ συνέστησε νὰ μὴ δέχεται παρὰ μόνο ὅσους ἔδιναν ἀποδείξεις καλὰ δοκιμασμένης κλήσεως, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε, ὅτι ὁ Θεὸς μονάχα γνωρίζει τὸ βάθος τῆς καρδίας καὶ ὅτι ἀκόμη καὶ σὲ ὅσους ἐνέδωσαν στὸ κακό, ὁ σπόρος τῆς ἀρετῆς, ὁ ὁποῖος ἔπεσε κατὰ τὴν διαμονή τους στὴν Μονή, μπορεῖ νὰ ἀποφέρη καρποὺς μιᾶς σωτήριας μετάνοιας.


Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ ἔφθασε μέχρι τὸν Ἅγιο Ἱλάριο Ἀρελάτης (τιμάται 5 Μαΐου), τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατίας, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειροτόνησε Πρεσβύτερο, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεώς του στὴν Μπεζανσόν, ὥστε νὰ ὑπηρετῆ καλύτερα τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς Ἀδελφότητος (444). Ἀλλὰ ὁ Ρωμανὸς ἤξερε τόσο καλὰ νὰ παραμένη ταπεινός, ὥστε ἐκτὸς τῆς τελέσεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ξεχωρίσης μεταξὺ τῶν Ἀδελφῶν.


Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν ὁ πρωτότοκος, ὁ Ρωμανὸς ἄφηνε συχνὰ στὸν Λουπικῖνο τὴν πρωτοβουλία στὰ διοικητικὰ ζητήματα, ἀλλὰ ὑπερίσχυε μὲ τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν ὑπομονή.


Μία χρονιὰ ποὺ ἡ σοδειὰ ἦταν ἄφθονη, οἱ Μοναχοὶ τοῦ Κονταδίσκου βρῆκαν εὐκαιρία νὰ χαλαρώσουν καὶ ξεσηκώθηκαν μὲ ἀλαζονεία κατὰ τοῦ Ρωμανοῦ, ὁ ὁποῖος βλέποντας ὅτι οἱ ἤπιες ἐπιπλήξεις του δὲν εἶχαν ἀποτέλεσμα, κάλεσε τὸν Λουπικῖνο. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖνος στὸ Κονταδίσκο, ζήτησε ἐπίτηδες νὰ σερβίρουν στὸ γεῦμα μία ἄνοστη σούπα, ὅπως συνήθιζε αὐτὸς νὰ τρώη.


Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φύγουν ἀμέσως δώδεκα ἀμελεῖς Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν τὴν ἐπιστροφὴ αὐτὴ στὴν λιτότητα. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς κατώρθωσε νὰ φέρη πίσω τὰ ἀπολωλότα αὐτὰ πρόβατα μὲ τὰ δάκρυα καὶ τὶς θερμὲς προσευχές του.


Ἐπαγρυπνώντας γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς ἑνότητος τοῦ μοναχικοῦ κινήματος, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐκβλαστήση ἀπὸ τὸ Κονταδίσκο, ὁ Ρωμανὸς ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὰ ἐξαρτήματά του γιὰ νὰ καταρτίζη τοὺς μαθητές του καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύη στὴν προσδοκία τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.


Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ ἕνα προσκύνημα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Μαυρικίου καὶ τῶν ἄλλων Μαρτύρων τῆς Θηβαϊκῆς Λεγεώνας στὸ Ἄγαυνον***, σταμάτησε μία ἡμέρα κοντὰ στὴν Γενεύη, σὲ μιὰ καλύβη στὴν ὄχθη τοῦ δρόμου, ὅπου ζοῦσαν δύο λεπροί, τοὺς ὁποίους καὶ θεράπευσε ἀγκαλιάζοντάς τους τρυφερά. Μέσα στὴν χαρά τους αὐτοί, ἔτρεξαν νὰ κοινοποιήσουν τὸ θαῦμα στὴν Γενεύη, ὅπου ὁ Ἅγιος ἔγινε δεκτὸς θριαμβευτικὰ ἀπὸ ὅλο τὸν λαό. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους καὶ νουθέτησε τὸν λαὸ νὰ παραμείνη εὐσταθὴς στὴν πίστι, ἔσπευσε νὰ ἐπιστρέψη στὸ Μοναστήρι του.


Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ λίγα χρόνια ἀργότερα, στὶς 28 Φεβρουαρίου 465, στὴν Μονὴ τῆς Βάλμας, προσφέροντας στοὺς Ἀδελφοὺς ποὺ ἦσαν παρόντες τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε διαφυλάξει σὲ ὅλη τὴν ζωή του, χάρις στὴν ἁγνότητα καὶ πραότητα τῆς ψυχῆς του.


Ἐμπιστεύθηκε τὴν καθοδήγησι τῶν δύο Μονῶν στὸν Ἅγιο Λουπικῖνο, ὁ ὁποῖος διαμένοντας συνήθως στὸν Λαυκῶννο τοποθέτησε ἕναν ἐπίτροπο στὸ Κονταδίσκο.


Μὲ τὸ κῦρος τῆς Θείας Χάριτος διοικοῦσε ὅλη ἐκείνη τὴν στρατιὰ τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἰούρα, διορθώνοντάς τους μὲ τὸ παράδειγμά του, μὲ λεπτότητα καὶ τρυφερὴ ἀγάπη, καὶ διδάσκοντάς τους τὴν βασιλικὴ ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία δὲν παρεκκλίνη οὔτε δεξιά, ἀπὸ ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα, οὔτε ἀριστερά, ἀπὸ ὀλέθρια χαλάρωσι τοῦ φρονήματος.


Ὅταν πλέον γέρων καὶ καταβεβλημένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἔφθασε στὰ τελευταῖα του, οἱ μαθητές του θέλησαν νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιῆ ἕνα ποτήρι νερό, ὅπου εἶχαν διαλύσει λίγο μέλι.


Ὁ Λουπικῖνος τὸ γεύθηκε καὶ ἀμέσως στράφηκε ἀπότομα λέγοντας: «Ἐχθρέ, ἀκόμη καὶ τώρα, στὸ τέλος μου, προσπαθεῖς νὰ διαφθείρης τὴν ταπεινότητά μου μὲ τὸ δέλεαρ μιᾶς μάταιης ἡδονῆς!». Καὶ ἀμέσως ἀπεδήμησε πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ περίχαρη σπουδὴ (περὶ τὸ 480). Ἐνταφιάσθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Λαυκῶννος, στὴν ὁποία ἐπιτέλεσε κατόπιν πλῆθος θαυμάτων****.


* Στὰ Δυτικὰ Μαρτυρολόγια ὁ Ἅγιος Λουπικῖνος (Lupicinus) μνημονεύεται χωριστὰ στὶς 21 Μαρτίου. Τοπικὰ ὅμως, συνεορτάζονται στὶς 28 Φεβρουαρίου. Βλ.Vies des Pères du Jura, SC 142.


** Τὸ Κονταδίσκο ἐξελίχθηκε σὲ μεγάλη Μονή, ἡ ὁποία πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Εὐγενδίου (Saint-Oyend) καὶ ἀπετέλεσε τὸν πυρήνα τῆς πόλεως Σαίν-Κλὼντ (Saint-Claude), ἐνῶ ἡ Μονὴ Λαυκῶννος ἔγινε ἡ Μονὴ Ἁγίου Λουπικίνου (Saint-Lupicin).


*** Εἶναι τὸ σημερινὸ Σαίν-Μωρὶς (Saint-Maurice) στὸ ἑλβετικὸ καντόνιο Βαλαί. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς καιρούς, στὴν Γαλατία ὑπῆρξε περίφημος τόπος προσκυνήματος καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ὀνομαστὴ Μονὴ (ἱδρύθηκε τὸ 515), ἡ ὁποία στάθηκε ἀφετηρία τῆς μετέπειτα διαδόσεως τῆς μοναχικῆς παραδόσεως ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Λερίνου. Βλ. Μνήμη Ἁγίου Μαυρικίου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ (τιμώνται 27 Δεκεμβρίου).


**** Ἡ μνήμη τοῦ διαδόχου καὶ πιστοῦ μαθητοῦ τῶν Ἁγίων Ρωμανοῦ καὶ Λουπικίνου, Ὁσίου Ὀγενδίου ἢ Εὐγενδίου (†510), ὁ ὁποῖος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρετές του καὶ τὰ πολλὰ θαύματά του ἔδωσε στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἰούρα τὴν ὁριστικὴ κοινοβιακή τους τάξι, τιμᾶται τὴν 1η Ἰανουαρίου. Βλ. ἐπίσης τὴν Μνήμη τοῦ Ἁγίου Κλαυδίου τῆς Μπεζανσὸν (τιμάται 6 Ἰουνίου).

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/28.html



<>



Οσία Μαρία Ιβάνοβνα του Ντιβέεβο, η Δια Χριστόν Σαλή. Ημέρα Μνήμης: 26 Αυγούστου.


Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σε ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.


Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Αρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας κατεστραμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.


Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα οποία σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.


Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού εκάρη μοναχή. Εκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα που ο Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι που άκουσαν γι’ αυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους ή για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.


Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και η Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ο ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ο πατήρ Αλέξιος η οσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.


Άλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε η Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη που έκφραζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε που τους επισκέφτηκε ούτε που σκέφτεται το τσιγάρο.


Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Αρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Η οσία τους είπε ότι ο Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα που είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».


Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917 μ.Χ., η Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και η Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικούς».


Η Μαρία Ιβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927 μ.Χ.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/08/26_13.html







<>


Ἅγιος Εὐχέριος, Ἐπίσκοπος Ὀρλεάνης. Ήμέρα Μνήμης: 20 Φεβρουαρίου.


᾿Αφιερωμένος ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία στὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Ἅγιος Εὐχέριος κατάλαβε, ὅτι παροδικὸ εἶναι τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου καὶ ὅτι κάθε ἀνθρώπινο ἐγχείρημα δὲν εἶναι παρὰ ματαιοδοξία.


Ἀπαρνήθηκε, ἔτσι, κάθε δεσμὸ μὲ τὰ ἐπίγεια, μὲ σκοπὸ νὰ εἰσέλθη στὴν ὀνομαστὴ Μονὴ Ζουμιὲζ (Jumièges), στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Ρουέν.


Προώδευσε τόσο στὴν ἁγιότητα, ὥστε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ὀρλεάνης οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἔπεισαν τὸν Κάρολο Μαρτέλο νὰ ὑποχρεώση τὸν Ἅγιο νὰ ἀναλάβη διάδοχός του στὴν Ἐπισκοπικὴ Ἕδρα (717). Ἐγκαταλείποντας παρὰ τὴν θέλησί του καὶ μὲ δάκρυα τὶς ἀπολαύσεις τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὁ Ἅγιος Εὐχέριος κυβέρνησε μὲ σοφία τὴν Ἐπισκοπή του, διορθώνοντας τὶς παρεκτροπὲς καὶ διαδίδοντας μὲ τὸν λόγο του τὸν ζῆλο γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς.

 

Κατὰ τὴν ταραγμένη ἐκείνη περίοδο, δὲν ἐδίσταζε νὰ ἐπιτιμᾶ μὲ σταθερότητα ὅλους ἐκείνους ποὺ σφετερίζονταν τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἐκκλησίας.


Οἱ ἐχθροί του, βρίσκοντας τὴν εὐκαιρία, τὸν κατήγγειλαν τότε ὡς στασιαστὴ στὸν Κάρολο Μαρτέλο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν νίκη του ἐπὶ τῶν Σαρακηνῶν στὸ Πουατιέ (732) εἶχε ἀνταμείψει τοὺς ἀξιωματικούς του, δημεύοντας πρὸς ὄφελός τους τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.


Περνώντας ἀπὸ τὴν Ὀρλεάνη, ὁ Ἡγεμόνας διέταξε νὰ συλληφθῆ ὁ Ἅγιος ἱεράρχης καὶ τὸν ἐξώρισε στὴν Κολωνία. Ἡ Χάρις ὅμως τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸ πρόσωπό του ἐπέβαλε ἐκεῖ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωσι τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν θεωροῦσε ὡς ἰδικό του ποιμενάρχη.


Ἐξόριστος ἐκ νέου στὴν περιοχὴ τῆς Λιέγης, ἔκανε τὸν Δούκα Ροβέρτο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀναλάβει τὴν ἐπιτήρησί του, ἀφωσιωμένο μαθητή του καὶ τοῦ ζήτησε ὡς μόνη χάρι νὰ ἀποσυρθῆ στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Τράνδου (Σίντ-Τρέϊντεν), ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων, ἀφοῦ τὸν ἔκρινε ἄξιο νὰ ὑποφέρη γιὰ τὴν δικαιοσύνη.


Ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ μέρη ποὺ εἶχε διαμείνει προηγουμένως, ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ στάθηκε ζωντανὴ διδαχὴ γιὰ ὅλους τοὺς Μοναχούς, καὶ κατὰ τὸ παράδειγμά του, ὅλοι περιφρονοῦσαν τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ δὲν ποθοῦσαν παρὰ τὸν οὐρανό.


Μετὰ τὴν μακαρία κοίμησί του (περὶ τὸ 738 ἢ τὸ 743) οἱ λαμπάδες κοντὰ στὸν Τάφο του ἔκαιγαν ἄλειωτες καὶ τὸ λάδι στὰ καντήλια θεράπευε πλῆθος ἀρρώστων, ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστι στὴν μεσιτεία τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/20.html




<>


Οσία Αλυπία του Κιέβου, η Δια Χριστόν Σαλή. Ημέρα Μνήμης: 17/30 Οκτωβρίου.


«ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι» (Α’ Κορ. 4,10)


«ὅτι ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυσὸς καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως» (Σοφ. Σειραχ. 2,5)


«καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ· ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς». (Σοφίας Σολομώντος Κεφ. 3, 5-6)


Γεννήθηκε το 1910 στην περιοχή της Πένζα, και στο βάπτισμά της της δόθηκε το όνομα της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, της οποίας την εικόνα έφερε όλη της τη ζωή στην πλάτη της. Η μητέρα της ήταν πολύ ευσπλαχνική και ελεήμων. Ήταν φορές, που έβαζε κάθε είδους τρόφιμα στην ποδιά της και της έλεγε να τα πάει στους φτωχούς του χωριού τους.


Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 άλλαξε ανελέητα τη ζωή της. Η ίδια επέζησε με θαυμαστό τρόπο. Το 1918 οι γονείς της πυροβολήθηκαν ενώ αυτή έλειπε από το σπίτι.


Παρά τη βαθειά θλίψη της, όλη τη νύχτα η οκτώχρονη κοπέλα διαβάζε το Ψαλτήρι για τους νεκρούς γονείς της. Το ορφανό φιλοξενήθηκε για λίγο στη θεία της. Μετά από σπουδές στο σχολείο για δύο μόνο χρόνια, πήγε να “περιπλανηθεί” στα ιερά μέρη, πήρε το σταυρό της και ακολούθησε τον Χριστό, έτοιμη να υποφέρει γι ‘αυτόν. Έγινε εντελώς σιωπηλή και αφοσιώθηκε τελείως στην προσευχή. Ζούσε με ό,τι της έστελνε ο Θεός, και ήταν φορές που περνούσε τη νύχτα στην ύπαιθρο.


Οι σκληρές δοκιμασίες δεν σκλήρυναν την συμπονετική καρδιά της, αλλά την έκαναν ακόμα πιο φιλεύσπλαχνη. Η απέραντη ανθρώπινη θλίψη ώθησε το κορίτσι να προσεύχεται συνεχώς για τους πονεμένους και βασανισμένους. Η περιπλάνηση της ζωή της την είχε διδάξει να είναι ευγνώμων στον Θεό και στους ανθρώπους για το παραμικρό καλό: για την μέρα που πέρασε, για μια ήσυχη νύχτα, για μια γουλιά νερό, για τα ψίχουλα από το γεύμα κάποιου, για έναν καλό λόγο και μια φιλική συμπεριφορά. Το δώρο της ευγνώμονος αγάπης, η μάτουσκα το είχε σε όλη της τη ζωή. Γερόντισσα πια ευχαριστούσε έναν άνθρωπο ακόμη και για μια καλή σκέψη που έκανε για αυτήν.


Κατά τα χρόνια της απιστίας και των διωγμών, συνελήφθη και πέρασε δέκα χρόνια φυλακή, παρά τις δύσκολες συνθήκες κράτησης, προσπαθούσε να κρατήσει τη νηστεία και την αδιάλειπτη προσευχή.


Θαυματουργή απελευθέρωση από τη φυλακή, από τον Αποστόλο Πέτρο.


Στη φυλακή όπου κρατήθηκε, υπήρχαν πολλοί ιερείς. Κάθε βράδυ, έπαιρναν 5-6 ανθρώπους και δεν ξαναγύριζαν. Τέλος, όταν έμειναν μόνο τρεις φυλακισμένοι στο κελί: ένας ιερέας, ο γιος του και η μάτουσκα, ο ιερέας είπε στον γιο του:


 “Ας ψαλλουμε την κηδεία μας, σήμερα την αυγή θα μας πάρουν “.


Μετά από αυτό, ο ιερέας είπε ότι η μάτουσκα θα ζήσει. Η μάτουσκα παρέμεινε μόνη, η πόρτα άνοιξε ήσυχα μέσα στην φυλακή, κι ο Απόστολος Πέτρος μπήκε μέσα και από την πίσω πόρτα την οδήγησε στη θάλασσα όπου την διέταξε να πάει κατά μήκος της ακτής. Για την υπόλοιπη ζωή της δεν σταμάτησε να τον ευχαριστεί για την απελευθέρωσή της, τον θεωρούσε προστάτη της και στον ναό η θέση της ήταν πάντα στην εικόνα των Ιερών Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Περπάτησε χωρίς φαγητό και νερό για 11 ημέρες. Σκαρφάλωσε σε τεράστια βράχια, χτύπησε, έπεσε, σηκώθηκε, ξανάπεσε… Αλλά ο Κύριος την βοήθησε. Της έμειναν βαθιά σημάδια στα χέρια της, τα οποία μετά έδειχνε.


Η περιπλάνηση άρχισε ξανά, αλλά ο Κύριος προστάτευε την εκλεκτή Του.


Η μητέρα μας προσπαθούσε πάντοτε να μην προκαλέσει τη δίωξη των αρχών. Η ασκήτρια ήταν πάντα μοναχική, αθέατη, ταπεινή, δεν άκουγε τίποτα και δεν κατέκρινε κανέναν. Κανείς δεν γνώριζε για τις προσευχές της, αλλά κάθε εργασία της την εκτελούσε προσεκτικά και ευσυνείδητα. Δεν είχε ποτέ ένα καταφύγιο, και ποτέ δεν είχε ασφαλές σπίτι. Αν κατάφερνε να βρει ένα καταφύγιο κάπου για να περάσει τη νύχτα, προσπαθούσε να μην επιβαρύνει τους οικοδεσπότες σε τίποτα, παντού διατηρούσε την καθαριότητα και την τάξη, ακόμα και στις πιο φτωχές συνθήκες. Η μητέρα μας πάντα ήταν πολύ λιτή.


Ο Αρχιμανδρίτης Κρονίδης ηγούμενος του μοναστηριού της Πετσέρσκαγια Λαύρας έκανε την μοναχική της κουρά και την ονόμασε Αλυπία, προς τιμή του Οσίου Αλυπίου του εικονογράφου της Λαύρας.


Για τρία χρόνια έζησε στην κουφάλα ενός δένδρου υπομένοντας με ανδρεία κάθε δυσκολία. Μόνο η αδιάλειπτη προσευχή του Ιησού την παρηγορούσε, την ενίσχυε και την θέρμαινε. Έμεινε εκεί όσο ζούσε ο γέροντας της Κρονίδης. Στην Πετσέρσκαγια Λαύρα έμεινε περίπου 15-20 χρόνια.


Μετά το κλείσιμο της Κίεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρα, το 1961 η ευλογημένη Αλυπία ξεκίνησε ξανά τη μακρόχρονη περιπλανώμενη ζωή της.


Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας της το Αγιο Πνεύμα, της ενίσχυε την πίστη και την αφοσίωσή της στο θέλημα του Θεού, που υπάκουα δέχθηκε από το χέρι του Κυρίου. Η μητέρα δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια και προστασία από τους ανθρώπους, ζήτησε βοήθεια και προστασία μόνο από τον Θεό. Η πίστη και η εμπιστοσύνη της ήταν τόσο ισχυρή ώστε μόνο να άκουγες, με τι παιδική απλότητα έλεγε το Θεό, «Πατέρα!» Και εισακούονταν αμέσως οι προσευχές της, χωρίς καμμία αμφιβολία, πάνω απ ‘όλα ο Πατέρας ήταν γι’ αυτήν ο πιο στενός οικείος, ο πιο αγαπημένος, ο προστάτης της.


Με τον καιρό, πήγε κι έμεινε σε ένα μικρό σπίτι κοντά στην περιοχή Goloseevskaya. Οι ντόπιοι, που γνώριζαν για τα θαύματα με τις προσευχές της, πήγαιναν συνέχεια ζητώντας τις προσευχές της για βοήθεια, θεραπεία ή μια συμβουλή. Αλλά το σπίτι στο οποίο ζούσε κατέρρευσε και ήταν ξανά στο δρόμο.


Τέλος, μέσα από τις προσπάθειες μιας πιστής γυναίκας, βρέθηκε ένα νέο σπίτι στην οδό Zatevakhin. Εδώ, σε ένα μικρό δωμάτιο που είχε ξεχωριστή είσοδο, η μητέρα έζησε τα τελευταία εννέα χρόνια της ασκητικής της ζωής από το 1979 έως το 1988.


Η Σταρίτσα γνώριζε πάντα πόσοι άνθρωποι και με ποιες ανάγκες έρχονταν και για όλους τους προετοίμαζε ένα γεύμα. Πολλοί κατά τη διάρκεια του γεύματος λάμβαναν θεραπεία από τις ασθένειές τους. Επίσης, θεράπευε τους αρρώστους και με μια δική της αλοιφή, η οποία ήταν τόσο θαυματουργή που όλοι πίστευαν ότι η θεραπευτική δύναμη της δεν ήταν στην ίδια την αλοιφή, αλλά στις άγιες προσευχές της. Κατά κανόνα, οι επισκέπτες έφευγαν χαρούμενοι και… θεραπευμένοι, αν και δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αμέσως. Η μάτουσκα έλεγε ένα λόγο σε όλους και αυτός γινόταν κατανοητός μόνο από τον άνθρωπο στον οποίο απευθυνόταν αυτός.


Στη μητέρα Αλυπία έρχονταν όχι μόνο πιστοί, αλλά και αθεϊστές και κομμουνιστές με δύσκολα προβλήματα και σοβαρές ασθένειες. Κι όλους τους βοηθούσε με την αγάπη και την προσευχή της, στρέφοντάς τους προς τον Χριστό. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσους ανθρώπους έσωσε από την καταστροφή και την απόγνωση, πόσους θεράπευσε, πόσες οικογένειες έσωσε από την διάλυση.


Τον Απρίλιο του 1988 κρατούσα, λέει η συνοδός-φίλη της Μαρία, το Ημερολόγιο της Εκκλησίας και η Μητέρα ρωτάει:


“Κοίτα τι μέρα είναι στις 30 Οκτωβρίου.


” Κοίταξα και είπα: “Κυριακή”.


Επανέλαβε: “Κυριακή”.


Μετά το θάνατό της, συνειδητοποιήσαμε ότι τον Απρίλιο η μητέρα μας γνωστοποίησε την ημέρα του θανάτου της που από έξι μήνες πριν αυτήν ήδη γνώριζε. Και μια άλλη φορά είπε:


«Θα φύγω όταν αρχίσουν οι παγετοί και πέσει το πρώτο χιόνι».


Μια εβδομάδα πριν από το θάνατό της συγκεντρώθηκαν στο κελί της πάλι τα πνευματικά της παιδιά. Απευθύνθηκε σε όλους λέγοντας:


- Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με!


Μετά γύρισε προς τον Θεό:


- Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με! Συγχώρεσέ με!


Και έκανε το σημείο του Σταυρού.


Άρχισε να κλαίει η πιστή διακόνισσα της, αλλά της φώναξε:


”Μην κλαις, θα είμαστε για πάντα μαζί!” Είπε: “Πάντα να έρχεστε στον τάφο μου και όταν έχετε θλίψη και όταν έχετε χαρά, να λέτε τα πάντα σαν να είμαι ζωντανή, και ο Κύριος θα σας ακούει και θα σας βοηθάει!” Το βράδυ του Σαββάτου, στις 16/29 Οκτωβρίου, ήταν πολύ άρρωστη.


Την επόμενη μέρα, στις 17/30 Οκτωβρίου 1988, έπεσε το πρώτο χιόνι και άρχισε ο πρώτος παγετός. Όλοι προσευχόταν. Η μητέρα τους ευλόγησε όλους, εκτός από μία γυναίκα, να πάνε στην έρημο Κιτάγιεβο, και να προσευχηθούν γι ‘αυτήν στους τάφους της Μοναχής Δοσιθέας και του Οσίου Θεοφίλου του δια Χριστόν σαλού.


Στη κοίμησή της, ήταν φωτεινή, σαν να κοιμόταν. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και ιλαρό. Η κηδεία της έγινε την 1η Νοεμβρίου στην Εκκλησία της Ανάληψης της Μονής Φλωρόβσκι, όπου συγκεντρώθηκαν πολλοί άνθρωποι. Η θλίψη που ένοιωσαν όσοι την αγαπούσαν διαλύθηκε από μια ήσυχη χαρά, γεμάτη πίστη και ελπίδα. Όλοι ένιωθαν ότι αυτό ήταν θρίαμβος της πίστης μας, δεν ήταν θάνατος, αλλά μια νίκη πάνω του.


Είπε ένα πνευματικό της παιδί μετά την κοίμηση της:


Είδα τη Μάτουσκα σε ένα όνειρο να είναι στα λείψανα του Οσίου Ζήνωνος του Νηστευτή της Μεγάλης Λαύρας του Κιέβου (τιμάται 30 Ιανουαρίου), με εξέπληξε το γεγονός ότι η μητέρα ήταν εδώ και εκείνη μου απάντησε:


«Είμαι σε όλα τα Ιερά Σπήλαια».


Κάθε μέρα εκατοντάδες άνθρωποι έρχονται στον τάφο της. Την ημέρα της μνήμης της Μητέρας Αλυπίας, τεράστιες ουρές πιστών σχηματίζονται σε αυτόν. Η ανακομιδή των ιερών λειψάνων της Αγίας μητέρας Αλυπίας έγινε το πρωί της 5/18 Μαΐου 2006.


Έλεγε ο πατήρ Μεθόδιος Demeevskoy Finkevich για τη μάτουσκα Αλυπία:


- Ήταν μια ενσάρκωση της καλοσύνης και της ευγένειας. Προσεύχομαι σε αυτήν ακόμη και για μικρά πράγματα.


Μεταξύ των πνευματικών της παιδιών ήταν ο πρώην επίσκοπος της Tulchin και Bratslav Ιππόλυτος (Khil’ko), όπου του προείπε ότι θα γίνει επίσκοπος.


Κατά τα χρόνια του πολέμου με το Αφγανιστάν, όσοι στρατιώτες ζήτησαν τις προσευχές της δεν στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και έτσι απέφυγαν τον θάνατο.


Τις αποκαλύφθηκε ότι στις 26 Απριλίου 1986 θα γίνει ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ. Και η μητέρα Αλυπία προειδοποίησε τους ανθρώπους πολύ πριν από την τραγωδία ότι η γη θα καεί, ότι θα «δηλητηριαστούν» η γη και το νερό.


“Κάτω από το έδαφος καίγεται, Σβήστε τη φωτιά!” Έλεγε η ευλογημένη. “Μην αφήνετε το φυσικό αέριο!” Κύριε! Τι θα συμβεί τη Μεγάλη Εβδομάδα!


Αλλά κανείς δεν την καταλάβαινε. Πάνω από μισό χρόνο, η ευλογημένη γυναίκα παρέμεινε σε έντονη προσευχή για τη σωτηρία της γης και των ανθρώπων από μια τρομερή καταστροφή. Μια ημέρα πριν από το ατύχημα, η μητέρα μας περπατούσε στους δρόμους και φώναζε:


- Κύριε! Λυπήσου τα μωρά, μη καταστρέψεις τους ανθρώπους!


Οι άνθρωποι που ήρθαν σ ‘αυτήν εκείνη την ημέρα, τους συμβούλευε: ”Κλείστε τις πόρτες και τα παράθυρα καλά, θα υπάρξει πολύ αέριο“


Ο Κύριος αποκάλυψε στην γερόντισσα τον πνευματικό λόγο της τραγωδίας του Τσερνομπίλ, αλλά δεν μπορούσε να αποτρέψει εντελώς την οργή του Θεού από τους ανθρώπους που την προκάλεσαν.


Όταν συνέβη το ατύχημα και άρχισε ο πανικός, ειδικά στο Κίεβο και στις πόλεις και τα χωριά κοντά στη ζώνη των 30 χιλιομέτρων, η μητέρα Αλυπία δεν έφυγε από το σπίτι. Αυτή, ως στοργική μητέρα, προέτρεψε όλους να ηρεμήσουν, να στραφούν στον Θεό και να στηριχθούν στη βοήθεια και το έλεός Του. Η μακαρία κάλεσε τους ανθρώπους να στραφούν στον Σταυρωμένο Κύριο Ιησού Χριστό και να θυμούνται τη δύναμη του Σταυρού Του, που νίκησε τον θάνατο.


Την ρώτησαν: Να φύγουμε;


Είπε: όχι. Όταν ρωτήθηκε τι να κάνουν με τα τρόφιμα, είπε:


“Πλύντε τα, προσευχηθείτε λέγοντας το Πάτερ ημών και το Θεοτόκε Παρθένε, σταυρώστε τα και φάτε και θα είναι καθαρά”. Η μητέρα ευλόγησε να καλύψουν τα σπίτια κάνοντας το σημείο του Σταυρού και να συνεχίσουν να ζουν μέσα, να σταυρώνουν το φαγητό και να το τρώνε χωρίς φόβο.


- Πώς να πιούμε ραδιενεργό γάλα; Την ρώτησαν με φόβο.


- Να το σταυρώνετε, απάντησε η μητέρα μας και δεν θα έχει ακτινοβολία.


Σε αυτές τις φοβερές ημέρες, η μάτουσκα στήριζε πολλούς και τους συγκρατούσε από τον πανικό και την απελπισία και τους οδηγούσε στο Θεό.


Η μητέρα προειδοποίησε τα πνευματικά παιδιά της και για μια άλλη καταστροφή,ένα “πνευματικό Τσερνομπίλ”: τη μελλοντική διαίρεση του ”Φιλαρέτου” στην Ουκρανία. Προέβλεψε κι έπειθε τους επισκέπτες της ότι έπρεπε να ανήκουν μόνο στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία.


Ο Αλεξέι Α. θυμάται: “Όταν είδε τη φωτογραφία του Φιλαρέτου, είπε: ” Δεν είναι δικός μας “. Αρχίσαμε να τις εξηγούμε ότι αυτός είναι ο Μητροπολίτης μας, νομίζοντας ότι δεν τον ξέρει, αλλά και πάλι η ίδια σταθερά επαναλάμβανε: «Δεν είναι δικός μας.» Τότε δεν καταλαβαίναμε την έννοια των λέξεών της, και τώρα μας εκπλήσσουν, πόσα χρόνια πριν η μητέρα είχε προβλέψει τα πάντα ».


Ο Ν.Τ. θυμάται: «Είμασταν στη μάτουσκα, και μιλάγαμε. Η σόμπα έκαιγε, κάποιος της έδειξε ένα περιοδικό στο οποίο υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του Mητροπολίτη Φιλαρέτου Denisenko. Η μητέρα άρπαξε το περιοδικό, το πέταξε με τα δύο δάχτυλα και φώναξε: “Ου, ου, ου, πόση θλίψη θα φέρει στους ανθρώπους, πόσο κακό θα κάνει. Λύκος με ένδυμα προβάτου! Στη σόμπα, στη σόμπα! “. Άρπαξε το περιοδικό και το έριξε στη σόμπα. Όταν συνήλθε από την σύγχυση, κάθισε σιωπηλά, και άκουγε τη σόμπα, που καίγονταν το περιοδικό. Είπα στη μητέρα: “Και τι θα συμβεί;” Η μητέρα χαμογέλασε με το μεγάλο παιδικό χαμόγελο της και είπε: “Ο Βλαντιμίρ θα είναι, ο Βλαντιμίρ!”. Και όταν υπήρξε διάσπαση στην εκκλησία μας, εμείς χωρίς καμία αμφιβολία και δισταγμό ακολουθήσαμε αυτή που η μητέρα μας έδειξε ενάμιση χρόνο πριν τον θάνατό της και σχεδόν πέντε χρόνια πριν από τα γεγονότα».


Προέβλεψε όλα τα επόμενα δεινά και τον επερχόμενο πόλεμο.Τα νεκρά σώματα θα είναι σαν βουνά, και κανείς δεν θα τα παίρνει για να τα θάψει. Οι άνθρωποι θα τρέχουν από τόπο σε τόπο. Θα υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που θα μαρτυρήσουν για την Ορθόδοξη πίστη.


Κάθε ανθρώπινη δυστυχία και θλίψη προκαλούσε πάντα μεγάλη συμπόνια στην ψυχή της γερόντισσας. Η επιθυμία της να τους βοηθήσει όλους εκφράστηκε όχι μόνο με εντατικές προσευχές, αλλά και με το να υποβάλει το γεροντικό, ταλαιπωρημένο σώμα της σε στερήσεις. Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας ξηρασίας, όχι μόνο δεν έτρωγε φαγητό, αλλά δεν έπινε και νερό, ακόμη και στον καύσωνα.


Προσκύνημα στον τάφο της Οσίας Αλυπίας.


Κάποτε, η ευλογημένη, ικετεύοντας τον Κύριο να βρέξει, δεν έτρωγε ούτε έπινε για δύο εβδομάδες. Και όταν έριξε μια δυνατή νεροποντή, η μητέρα Αλυπία με μεγάλη χαρά πήγαινε γύρω από το σπίτι, σηκώνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό.


- Δόξα τω Θεω! Βροχή! Φώναζε δυνατά.


- Δόξα τω Θεω! Βροχή! Η συγκομιδή! Η συγκομιδή! Η συγκομιδή!


Ακόμα η μητέρα ενίσχυε τον αγώνα της και στις περιπτώσεις που τα πνευματικά της παιδιά προσέβαλλαν τον Θεό με την ανυπακοή τους.


Τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής της, έζησε στο Γκολοσεέβο. Εδώ αποκαλύφθηκαν πλήρως τα μεγάλα πνευματικά της χαρίσματα . Το δώρο της προόρασης και διόρασης, που της χάρισε ο Κύριος, να διαβάζει τις καρδιές των ανθρώπων που έρχονταν σε αυτήν, σαν ανοιχτό βιβλίο, της ίασης αλλά πάνω απ ‘όλα, το δώρο της αγάπης. Κατανοούσε τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών. Προειδοποιούσε τους ανθρώπους για κινδύνους, βοηθούσε να αποφευχθούν προβλήματα και πειρασμοί ή προστάτευε από επικείμενη καταστροφή. Έτσι, μια μέρα προσευχόταν όλη τη νύχτα στα γόνατα να σωθεί μια κοπέλα που βρισκόταν στα χέρια ενός σαδιστή σε μια άγνωστη πόλη, παρακαλούσε τον Κύριο να σώσει τη ζωή του κοριτσιού.


Ήταν και είναι μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/07/1730.html



<>


Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἀββᾶς τοῦ Λουξέϊγ, Διάδοχος τοῦ Ὁσίου Κολομβανοῦ. Ήμέρα Μνήμης: 29 Μαρτίου.


Ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος (ἢ Εὐστάσιος) γεννήθηκε στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 6ου αἰ. ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Βουργουνδίας στὴν Γαλλία, στὴν χώρα τοῦ Λάνγκρ, τοῦ ὁποίου ὁ ἐκ μητρὸς θεῖος του διετέλεσε Ἐπίσκοπος.


Ἀνετράφη ἐκ νεότητος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ (τιμάται 23 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος διέκρινε στὸν νεαρὸ μαθητή του πολλὰ χαρίσματα, τόσο στὴν ἔξωθεν σοφία, ὅσο καὶ κυρίως στὴν ἐν Χριστῷ ζωή.


Τὰ ἔτη 585-590, ὁ Ὅσιος Κολομβανὸς ἵδρυσε τὴν Μονὴ τοῦ Λουξέϊγ, στὰ ἐρείπεια ἀρχαίων εἰδολολατρικῶν λουτρῶν, χάριν στὶς δωρεὲς ἑνὸς Ἄρχοντος τῆς Αὐλῆς τοῦ Χιλδεμπέρτου Γ'.


Ἡ Μονή, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο, ἔγινε σύντομα μία τῶν σημαντικοτέρων Μονῶν τῆς Γαλατίας. Χάριν στὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν Μοναχῶν, ἡ Ἀδελφότης ἐτηροῦσε τὴν τάξι τῆς ἀκοιμήτου προσευχῆς (laus perennis). Λειτουργοῦσε Σχολὴ-Σεμινάριο, στὴν διεύθυνσι τῆς ὁποίας ὁ Ὅσιος Κολομβανὸς ἐτοποθέτησε τὸν Εὐστάθιο, ὡς καὶ Ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς χειρογραφῶν (scriptorium). Ἀπὸ τὴν Μονὴ ὁμάδες πατέρων ἐπραγματοποιοῦσαν ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες.


 Ἡ αὐστηρότης τοῦ τυπικοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε ἐφαρμόσει ὁ Ὅσιος Κολομβανὸς στὴν Μονή, ἤγειρε ἀντιδράσεις καὶ τὸ ἔτος 610 ἐξωρίσθη ἀπὸ τὸ Λουξέϊγ μαζὶ μὲ μερικοὺς μαθητές του, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Βασιλέως Βουργουνδίας Θεοδωρικοῦ Β'.


Ὁ Εὐστάθιος μετέβη ὀλίγον ἀργότερα πρὸς συνάντησι τοῦ μεγάλου Κτήτορος στὴν ἐξορία, πιθανώτατα στὴν Αὐλὴ τοῦ Θεοντεμπέρτου στὸ Μέττη (σημ. Μέτς), μαζὶ ἄλλους μαθητές του. Τὸν ἠκολούθησε στοὺς δρόμους τῆς ἐξορίας, διὰ μέσου τῆς Ἑλβετίας μέχρι τὴν Λίμνη καὶ τὴν πόλι τοῦ Βριγκάντιουμ (σημ. Μπρέγκενζ, στὴν Αὐστρία), ὅπου παρέμειναν μέχρι τὸ 612 καὶ ἵδρυσαν στὴν περιοχὴ τὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Γάλλου, πέριξ τοῦ ὁποίου διημουργήθηκε ἡ πόλις Σὲντ Γκαλέν.


Τὸ 612 ὁ Κολομβανὸς ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ Μπρέγκενζ γιὰ τὴν Ἰταλία καὶ στέλνει τὸν Εὐστάθιο πίσω στὸ Λουξέϊγ, μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν διαδεχθῆ στὴν ἐπιστασία τῆς Μονῆς. Ἐστάλη κατόπιν ἀπὸ τὸν Βασιλέα Κλοταῖρο Β' στὸ Μπόμπιο, πλησίον τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, γιὰ νὰ προσπαθήση νὰ τὸν ἐπαναφέρη στὴν Γαλατία, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Κολομβανός, ἐπικαλούμενος τὸ προκεχωρήμενο τῆς ἡλικίας του, δὲν ἐδέχθη νὰ τὸν ἀκολουθήση.


Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, παρέμεινε στὴν Μονὴ Ἁγίου Μαυρικίου, στὸ Ἀγὼν (σημ. Σὲντ Μωρίς, στὴν Ἑλβετία), ἀπὸ τὸ ὁποῖο λαμβάνει μαζί του τὸν Ὅσιο Ἀμάτο (Ἀμὲ), τὸν ἐραστὴ τῆς ἐρημικῆς ζωῆς (τιμάται 13 Σεπτεμβρίου). Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸ Λουξέϊγ καὶ ὡλοκλήρωσε τὴν ὀργάνωσι τῆς Ἀδελφότητος, ἀνέδειξε τὴν Μονὴ ὡς ἕνα μοναστικὸ Φροντιστήριο φημισμένο σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ὡς ἕνα Φυτώριο Ἁγίων καὶ Ἱδρυτῶν Μονῶν σὲ ὅλη τὴν Γαλατία.


Πραγματοποίησε ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες γιὰ νὰ μεταδώση τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς τοῦ Ντούμπ, ὅπου ἵδρυσε τὴν Μονὴ τῆς Κουζάνς, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰσέριο, καὶ τοῦ Βελτέμπεργ βόρεια τοῦ Μονάχου, στὴν Βαυαρία.


Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Λουξέϊγ, ἀφήνων μαθητὲς νὰ συνεχίσουν τὸ ἔργο, ὁ μισόκαλος ἐχθρὸς τοῦ ἐπιτέθηκε διὰ μέσου ἑνὸς ἐκ τῶν μαθητῶν του: τοῦ ἐναντιώθηκε ἕνας Μοναχὸς ὀνόματι Ἀγρέστιος, ὁ ὁποῖος περιῆλθε σὲ αἵρεσι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἅγιος Ἡγούμενος ἠρνήθη νὰ τὸν συμπεριλάβη στὴν ἱεραποστολική του ὁμάδα.


Ὁ Ἀγρέστιος παρουσιάσθηκε στὴν Σύνοδο τοῦ Μακὸν (626) γιὰ νὰ καταδικάση τὸν Κανόνα καὶ τὶς παραδόσεις, τὰ ὁποῖα εἶχε θεσπίσει ὁ Ἅγιος Κολομβανός. Χάρις ὅμως στὸν λόγο καὶ στὴν ἀκτινοβολία τῆς ἁγιότητος τοῦ Εὐσταθίου, ἡ Σύνοδος ἀπώθησε τοὺς ἰσχυρισμοὺς τοῦ Ἀγρεστίου καὶ ἐπεκύρωσε τὸν Κανόνα τοῦ Ἁγίου.


Παρὰ τὸν ἀσπασμὸ εἰρήνης, τὸν ὁποῖο ἀντήλλαξε μὲ τὸν Εὐστάθιο, ὁ Ἀγρέστιος δὲν ἔπαυσε τὶς ἐπιθέσεις του καὶ προσεπάθησε νὰ πάρη μὲ τὸ μέρος του τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου, οἱ ὁποῖοι διηύθυναν καθιδρύματα προερχόμενα ἀπὸ τὸ Λουξέϊγ.


Οἱ Μοναχοί, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος εἶχε θέσει ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Μονῆς τοῦ Ἁμπέντουμ (ὕστερα Ρεμιρεμόν, ἵδρυσις 620), Ρομαρὶκ (Romaric) καὶ Ἀμὲ (Amé), ἀφέθηκαν νὰ πλανηθοῦν ὑπὸ τοῦ Ἀγρεστίου.


Ἡ δὲ Ὁσία Φάρα/Βουργονδροφόρα (τιμάται 3 Απριλίου), πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Κολομβανοῦ καὶ ἔπειτα τοῦ Ὁσίου Εὐσταθίου (ὁ ὁποῖος τὴν ἐθεράπευσε θαυματουργικὰ ἀπὸ τύφλωσι), ἱδρύτρια τῆς Μονῆς τοῦ Ἐμποριακοῦ (ὕστερα Φαρμουτιέ, 625), ἀπώθησε τὸν ἄθλιο μὲ ἀποστροφή, ἀφοῦ τοῦ ὑπενθύμισε, ὅτι οἱ παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ καὶ τῶν μαθητῶν του εἶχαν ἐπικυρωθῆ μὲ θαύματα, τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ἡ ἴδια αὐτόπτης μάρτυς.


Τέλος, σύμφωνα μὲ πρόρρησι τοῦ Ὁσίου Εὐσταθίου, ὁ αἱρετικὸς εὗρε πρὶν τὸ τέλος τοῦ ἔτους οἰκτρὸ θάνατο, κτυπημένος μὲ τσεκούρι ἀπὸ ἕναν ὑπηρέτη του.


Οἱ Ὅσιοι Ἀμὲ (τιμάται 3 Σεπτεμβρίου) καὶ Ρομαρὶκ (τιμάται 8 Δεκεμβρίου 653) μετενόησαν βαθειὰ καὶ ἐζήτησαν συγχώρησι ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐστάθιο γιὰ τὴν πτῶσι των, τὴν ὁποίαν ὁ Ὅσιος Ἀμὲ ἐθρηνοῦσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ἔζησαν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους διαλάμποντες ἐν ὁσιότητι, πλήρεις εὐσπλαγχνίας καὶ θείου ἔρωτος.


Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Μακόν, ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος συνέχισε τὴν διακονία του στὴν διεύθυνσι τῆς Μονῆς καὶ συνέβαλε μὲ τὴν ἵδρυσι ἄλλων Μονῶν στὴν διάδοσι σὲ ὁλόκληρη τὴν Γαλατία τῆς παραδόσεως τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ, τῆς ὁποίας εἶχε μετριάσει ὀλίγον τὴν αὐστηρότητα, γιὰ νὰ γίνη προσιτὴ σὲ μεγαλύτερο βαθμό.


Τὸ ἔργο αὐτὸ ὡλοκληρώθηκε κυρίως ἀπὸ τὸν μαθητὴ καὶ διάδοχό του, τὸν Ὅσιο Βαλμπέρτο, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε καὶ ὡρισμένα στοιχεῖα δανεισμένα ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦ Ἁγίου Βενέδικτου.


Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν Ὅσιο Εὐστάθιο σὲ ὅραμα, νὰ ἐπιλέξη ἀνάμεσα σὲ σαράντα ἡμέρες ἀργῆς ἀγωνίας καὶ σὲ τριάντα ἡμέρες σκληρῶν ὀδύνων. Ὁ Ἅγιος προτίμησε τὴν ἀσθένεια, ὥστε νὰ ἀπολαύση ἐνωρίτερα τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τὴν 29η Μαρτίου 629 καὶ ἐτάφη στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὸ Λουξέϊγ.


Τὸν διαδέχθηκε ὁ Ὅσιος Βαλμπέρτος (τιμάται 2 Μαΐου, 595-670), ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν περίοδο τῆς μοναχικῆς του μορφώσεως, εἶχε ἀποσυρθῆ σὲ ἕνα σπήλαιο στὸ δάσος, μερικὰ χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Μονή.


Μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ὁσίου Εὐσταθίου, ἦλθαν οἱ Μοναχοὶ τοῦ Λουξέϊγ νὰ φέρουν τὸν Ἀσκητὴ στὴν Μονή, γιὰ νὰ τοὺς διαποιμάνη.


Ὁ Ὅσιος Βαλμπέρτος συνέχισε πιστὰ νὰ διαδίδη τὸ μοναχικὸ ἰδεῶδες τοῦ Λουξέϊγ σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, τόσο μὲ τὴν ἵδρυσι Μοναστικῶν καθιδρυμάτων, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἔντονη πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ προσφορὰ τῶν σχολειῶν καὶ τοῦ Ἐργαστηρίου ἀντιγραφῆς χειρογράφων.


Ἡ Μονὴ τοῦ Λουξέϊγ ἐγνώρισε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου περιόδους αἴγλης καὶ παρακμῆς. Κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάστασι, οἱ Μοναχοὶ ἐδιώχθηκαν καὶ τὰ κτήρια ἐπωλήθησαν ὡς ἐθνικὴ περιουσία.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/29_4.html



<>



Άγιος Cybi της Κορνουάλης. Ημέρα Μνήμης: 8 Νοεμβρίου.


Ο πρίγκηπας Cybi ο καστανόξανθος γεννήθηκε σχεδόν σίγουρα γύρω στο  485 στην περιοχή Callington του  Cerniw (Κορνουάλη). Είχε πολύ καλή μόρφωση και έντονο ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό από τη νεότητα του. Στην ηλικία των 27 πραγματοποίησε προσκυνήματα στη Ρώμη, την Ιερουσαλήμ και τελικά έγινε ιερέας, έπειτα χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον επίσκοπο του Poitiers.


Επιστρέφοντας σπίτι, ανακάλυψε πως ο πατέρας του βασιλιάς Salom είχε πεθάνει και πως αυτός ήταν σύμφωνα με το νόμο ο μονάρχης της χώρας του. Παρόλα αυτά, ο Cybi είχε τοποθετήσει  την καρδιά του σε μια ζωή αφιερωμένη στο Θεό και έτσι όταν  του προσφέρθηκε με επισημότητα ο θρόνος της Κορνουάλης εκείνος αρνήθηκε με ευγένεια και έτσι η Κορνουάλη ενώθηκε για ακόμη μια φορά με την Dumnonia.


Έπειτα ο Cybi άρχισε να ταξιδεύει μέσα στον Κελτικό κόσμο. Ίδρυσε εκκλησίες στις περιοχές Duloe, Tregony, Cubert και Landulph  στο Cerniw. Έπειτα διέσχισε  το κανάλι του Bristol προς το Edeligion στη  Νότιο-Ανατολική Ουαλία, με πολλούς ακολούθους (συμπεριλαμβανομένου του αγίου  Cyngar του Llangefni). Ο τοπικός βασιλιάς Edelig, δεν τους καλωσόρισε αρχικά. Τελικά,  ο μονάρχης μεταπείστηκε και τους έδωσε δύο εκκλησίες στο Llangybi-upon-Usk και στο  Llanddyfrwyr-yn-Edeligion. Ο Cybi κινήθηκε έπειτα προς την Ιρλανδία (μένοντας με τον ξάδερφο του άγιο Δαβίδ στο Mynyw).


Εγκαταστάθηκε στο νησί του Aran Mor όπου έγινε γνωστός ανάμεσα στους Ιρλανδούς με το όνομα Mo-Chop. Μετά την περιοχή Aran ο Cybi και οι ακόλουθοι του μετακινήθηκαν στο Meath  και έπειτα στο Mochop, όμως κάθε φορά τους κυνηγούσε ένας τοπικός  επίσκοπος. Έτσι ο  Cybi έπλευσε προς την Ουαλία για μια ακόμη φορά. Αποβιβάστηκε στην χερσόνησο  Lleyn και έζησε για έναν καιρό στο  Llangibi κοντά στο Pwllheli. Εκεί ο τοπικός βασιλιάς Maelgwn Gwynedd, τον συνάντησε ενώ κυνηγούσε μια γίδα. Ο Cybi χρησιμοποίησε την γαλήνη του για να ηρεμήσει την οργή του βασιλιά ο οποίος ανακάλυψε την χριστιανική του κοινότητα  η οποία δεν είχε έγκριση προκειμένου να δημιουργηθεί μέσα στη γη του. Ακόμη τον έπεισε να του δώσει ένα από τα παλάτια του, αυτό που έπειτα έγινε το Caer-Gybi στο  Ynys-Gybi. Ο Cybi και οι ακόλουθοι του εγκαταστάθηκαν εκεί και ίδρυσαν ένα μοναστήρι που άκμαζε. Ο Cybi έγινε φίλος με τον άγιο Seiriol ο οποίος ζούσε στην αντίθετη πλευρά του Ynys Mon (Anglesey) και οι δυο τους αντάμωναν συχνά προκειμένου να προσευχηθούν στο Clorach Wells του Llandyfrydog στο κέντρο του νησιού.


Λέγεται πως ο άγιος Cybi  έλαβε μέρος στη σύνοδο του Llandewi Brefi το 545. Όταν βρισκόταν στο Dyfed, ο Cybi  ίδρυσε την εκκλησία του Llangybi κοντά στο Lampeter. Κοιμήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 555 και θάφτηκε στο Ynys Enlli (τη νήσο Bardsey).


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/11/cybi-8.html


<>


Άγιος Σαβινιανός της Τρουά. Ημέρα Μνήμης: 29 Ιανουαρίου.



Ο Άγιος Σαβινιανός γεννήθηκε στην Σάμο τον 3ο αι.μ.Χ. Λόγω της ηθικής διαφθοράς του ειδωλολατρικού κόσμου, ταξίδεψε μέχρι τη Γαλατία. Εκεί συνδέθηκε με τον Άγιο Πάτροκλο της Τρουά (τιμάται 21 Ιανουαρίου), o οποίος τον βάπτισε χριστιανό.

Μετά το μαρτύριο του Αγίου Πατρόκλου περί τα 259 μ.Χ ανέλαβε να συνεχίσει το διδακτικό και βαπτισματικό έργο του στην περιοχή του Άνω Σηκουάνα. Στους διωγμούς που διενήργησε ο Μάρκος Αυρήλιος αποκεφαλίστηκε στα 275 στην περιοχή Ριγί-Σεν-Σιρ (Rilly-Saint-Syre) της Τρουά, στη Γαλλία.

Η μνήμη του εορτάζεται από την Εκκλησία στις 29 Ιανουαρίου. Θεωρείται και εορτάζεται ως απόστολος και φωτιστής της Τρουά.

Ο Άγιος Σαβινιανός επανέφερε θαυματουργικά την όραση στην Αγία Σύρα της Τρουά, αδελφή του Αγίου Φιάχρα του Μπρέιλ. 



<>





Άγιος Φιάχρα του Μπρέιλ. Ημέρα Μνήμης: 11 Αυγούστου.



Το όνομα Φιάκρε/Fiacre (Ιρλανδικά: Fiachra, Λατινικά: Fiacrius) είναι το όνομα τριών διαφορετικών Ιρλανδών Αγίων. Ο πιο γνωστός είναι ο Άγιος Φιάκρε/Φιάχρα του Μπρέιλ (Fiacre of Breuil) της Γαλλίας, (κοίμηση 18 Αυγούστου του 670) ο οποίος  έχτισε έναν ξενώνα για τους ταξιδιώτες στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Σεν Φιάκρ (Saint-Fiacre), στην περιοχή Σεν-ε-Μαρν (Seine-et-Marne) στην Γαλλία.

Ήταν ιερέας, ηγούμενος, ερημίτης και κηπουρός του έβδομου αιώνα που φημιζόταν για την ιερότητα και την επιδεξιότητά του στη θεραπεία ασθενειών. Μετανάστευσε από την πατρίδα του την Ιρλανδία στη Γαλλία, όπου έχτισε για τον εαυτό του ένα ερημητήριο μαζί με έναν λαχανόκηπο και κήπο με βότανα, παρεκκλήσιο και ξενώνα για ταξιδιώτες. Είναι ο προστάτης των κηπουρών.

Το όνομα Φιάχρα είναι ένα αρχαίο προγχριστιανικό, της Ιρλανδίας όνομα. Έχει ερμηνευθεί ότι σημαίνει «βασιλιάς της μάχης» ή ότι προέρχεται από το fiach («κοράκι»). Το όνομα βρίσκεται στην αρχαία ιρλανδική λαογραφία και ιστορίες όπως τα Παιδιά του Λιρ (Children of Lir). 

Η ονομασία «του Breuil» μπορεί να είναι παραπλανητική: η τοποθεσία του ερημητηρίου, του κήπου, του παρεκκλησίου και του ξενώνα του Αγίου Φιάχρα ήταν στη θέση που ονομαζόταν «Brogillum» στην αρχαιότητα και αργότερα μετονομάστηκε σε «Breuil», δίνοντάς του το επίθετό «του Μπρέιλ/Breuil». 

Ωστόσο, το Μπρέιλ/Breuil μετονομάστηκε και πάλι σε "Saint-Fiacre" προς τιμήν του, που είναι το όνομα της σημερινής κοινότητας στην ίδια τοποθεσία, στο διαμέρισμα Σεν-ε-Μαρν, Γαλλία. Η κοινότητα του Μπρέιλ, Διαμέρισμα Μαρν, Γαλλία βρίσκεται μακριά και δεν είναι η ίδια με την κοινότητα του Σεν-Φιάκρ (Saint-Fiacre) (παλαιότερα ονομαζόταν "Μπρέιλ/Breuil"), Επαρχία Μπρι, κάτι που προσθέτει σύγχυση.

Ο Άγιος Φιαχρα γεννήθηκε στην Ιρλανδία στα τέλη του 6ου αιώνα. Έζησε σε ένα ερημητήριο στην Κομητεία Κίλκενι (County Kilkenny) της Ιρλανδίας όπου χειροτονήθηκε μοναχός και αργότερα ιερέας. Έγινε γνωστός γιατί γνώριζε πολλά για τα θεραπευτικά βότανα, θεράπευε τους ανθρώπους και ζούσε μία αγία ζωή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαζευτούν γύρω του πολλοί μαθητές. Αναζητώντας περισσότερη ησυχία, εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στην Γαλλία στην περιοχή Μω (Meaux) το 628.



Προσέγγισε τον Άγιο Φάρο (Faro), τον Επίσκοπο της Μω (τιμάται 28 Οκτωβρίου) , στον οποίο γνωστοποίησε την επιθυμία του να ζήσει μία ερημική ζωή μέσα στο δάσος. Ο Άγιος Φάρο του έδειξε ένα σημείο στο Μπρέιλ, στην περιοχή Μπρι. Εκεί ο Άγιος Φιάχρα έχτισε ένα εκκλησάκι το οποίο αφιέρωσε στην Παναγία, έναν ξενώνα στον οποίο δεχόταν τους ταξιδιώτες και ένα κελί στο οποίο ζούσε ο ίδιος. Έζησε μία ζωή με μεγάλη άσκηση, με προσευχή, νηστεία, αγρυπνίες και με χειρονακτική εργασία στον κήπο.

Κοιμήθηκε στις 18 Αυγούστου του 670. Το σώμα του ενταφιάστηκε στην τοπική εκκλησία του συγκροτήματος του ερημητηρίου του. Η τοποθεσία του συγκροτήματος του ερημητηρίου του εξελίχθηκε σε ένα χωριό, το οποίο αργότερα ονομάστηκε Σεν Φιάκρ (Saint-Fiacre) και βρίσκεται σήμερα στο διαμέρισμα Σεν-ε-Μαρν (Seine-et-Marne), Γαλλία.

Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στον Καθεδρικό ναό της Μω, όπου μεταφέρθηκαν εκεί το 1568.

Είναι προστάτης Άγιος των κηπουρών και των φαρμακοποιών.

Η παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος Φάρο επέτρεψε στον Άγιο Φιάχρα να πάρει όση γη θα μπορούσε να περιχαρακώσει σε μια μέρα με ένα άροτρο. Ο Άγιος Φιάχρα γύρισε τη γη με το άκρο του ραβδιού του, γκρεμίζοντας δέντρα και ξεριζώνοντας κουκούτσια και αγριόχορτα. Μια καχύποπτη γυναίκα έσπευσε να πει στον Άγιο Φάρο ότι τον εξαπατούσαν και ότι αυτό ήταν μαγεία. Ο Άγιος Φάρο, ωστόσο, αναγνώρισε ότι αυτό ήταν το έργο του Θεού.

Η αδερφή του Αγίου Φιάχρα, η Αγία Σύρα της Τρουά/Syra of Troyes (τιμάται 8 Ιουνίου στην Τρουά και 23 Οκτωβρίου στη Μω), ήρθε μαζί του στη Γαλλία και έγινε μοναχή. Ήταν τυφλή, αλλά ο Άγιος Φιάχρα με το διορατικό του χάρισμα της είπε ότι θα πρέπει να πάει στο μέρος όπου είναι θαμμένος ο Άγιος Σαβινιανός της Τρουά (τιμάται 29 Ιανουαρίου). Εκεί, προσκύνησε τα ιερά λείψανα του μάρτυρα και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε για την αποκατάσταση της όρασής της. Ο Άγιος εισάκουσε τις προσευχές της Αγίας και αμέσως η όραση της αποκαταστάθηκε. 




<>


Άγιος Νικόλαος ο Προσκυνητής ή 'Αγιος Νικόλαος ο Αποδημήτης, ο Στειριώτης. Ημέρα Μνήμης: 2 Ιουνίου.



Ο βίος του Αγίου Νικολάου του Προσκυνητή γράφτηκε το 1140 μ.Χ. από ανώνυμο στο Τράνι της Ιταλίας με βάση τη διήγηση του μοναχού Βαρθολομαίου, σύντροφο του Νικολάου στο ταξίδι του από τη Ναύπακτο για το προσκύνημά του στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τα ιερά συγγράμματα ο Νικόλαος γεννήθηκε στο Στείρι Βοιωτίας το 1075 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και δεν του έδωσαν καμία μόρφωση. Όταν έγινε οκτώ χρονών η μητέρα του τον έστειλε να φυλάει τα πρόβατα. Η φύλαξη των προβάτων όμως δεν κράτησε πολύ. Γιατί ξαφνικά κάποια μέρα άρχισε να φωνάζει "Κύριε ελέησον" ζητώντας από τον Κύριο την θεία ευσπλαχνία του. Η μητέρα του στενοχωριόταν πολύ και άρχισε να καταφεύγει σε απειλές και μαστιγώματα για να συνετίσει τον γιο της. Άδικα όμως γιατί ο Νικόλαος είχε δεχθεί τη θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Όταν έγινε δώδεκα χρονών τον έδιωξε από το σπίτι και μάλιστα με σκληρή καρδιά του υπέβαλε να μην ξαναγυρίσει. Ο Νικόλαος εγκατέλειψε το χωριό του και ανέβηκε σε ένα κοντινό ψηλό βουνό (εννοεί τον Ελικώνα). Στις πλαγιές του βρήκε ένα σπήλαιο μέσα στο οποίο ζούσε μια αρκούδα, οποία μπαίνοντας του επιτέθηκε. Εκείνος κρατώντας το σταυρό είπε στην αρκούδα "Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μην επιδιώξεις ποτέ να ξανά μπεις σ΄αυτόν τον χώρο". Η αρκούδα εγκατέλειψε τον χώρο και εξαφανίστηκε από την περιοχή. Εγκαταστάθηκε τότε στην σπηλιά και ζούσε τρώγοντας ωμά χόρτα.

Μια μέρα παρουσιάσθηκε ένας σεβάσμιος μοναχός χαιρετώντας τον και φωνάζοντάς τον με το όνομά του. Έμεινε για λίγο καιρό κοντά του, δείχνοντας του το δρόμο της αρετής και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού.



Η μητέρα του εν τω μεταξύ πλήρωσε ανθρώπους να τον βρουν και να τον πιάσουν, νομίζοντας ότι είναι δαιμονισμένος. Όταν τον βρήκαν τον πήγε στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Οι μοναχοί προσπαθώντας να αποβάλουν από μέσα του τα κακά δαιμόνια τον υπέβαλλαν σε κάθε λογής μαρτύρια. Αυτός υπομένοντας όλα αυτά, συνέχιζε φωνάζοντας προσευχόμενος "Κύριε ελέησον". Στο τέλος μη μπορώντας να κάνουν κάτι τον άφησαν να φύγει.

Γυρνώντας στο σπίτι της μητέρας του, πήρε ένα τσεκούρι, ένα πριόνι και ένα μαχαίρι και ανέβηκε στο βουνό φτιάχνοντας σταυρούς από τους κορμούς των δέντρων, τοποθετώντας τους δε σε σταυροδρόμια και σε απρόσιτα μέρη. Προσπάθησε να πείσει τον αδελφό του Γιώργο να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με εκείνον αλλά δεν τα κατάφερε.

Έτσι η ζωή του κυλούσε ανάμεσα σε ταπεινώσεις και προπηλακισμούς από τους ανθρώπους που τον θεωρούσαν τρελό γιατί επαναλάμβανε συνεχώς το "Κύριε ελέησον". Ώσπου με θεϊκή υπόδειξη αποφάσισε να φύγει για να προσκυνήσει στην Ρώμη. Το 1092 μ.X. συνάντησε στη Ναύπακτο έναν μοναχό ονόματι Βαρθολομαίο ο όποιος τον συνόδευσε στο ταξίδι του προς την Ιταλία. Στο Οτράντο έκανε θαύμα βοηθώντας ένα πλοίο να πιάσει λιμάνι που για πολλές ημέρες παρέμενε έξω, λόγω των ισχυρών ανέμων.

Πέρασε από πολλά μέρη της Ιταλίας κηρύττοντας τον λόγο του Κυρίου, ψέλνοντας το"Κύριε ελέησον" και κάνοντας Θαύματα. Όταν έφτασε στη πόλη του Τάραντα φωνάζοντας "Κύριε ελέησον" και "Μετανοείτε" ο Επίσκοπος της πόλης θύμωσε και έβαλε ανθρώπους να τον μαστιγώσουν απάνθρωπα.

Φεύγοντας από εκεί έφτασε στην πόλη του Τράνι μισοπεθαμένος και πολύ καταβεβλημένος κουβαλώντας έναν σταυρό και ψάλλοντας "Κύριε ελέησον", τον υποδέχθηκε ο εκεί επίσκοπος.

Στις τελευταίες στιγμές πριν ο Άγιος αφήσει την τελευταία του πνοή, έκανε ένα θαύμα ανάλογο με εκείνο του Σωτήρα στους γάμους στην Κανά, δηλαδή μετέτρεψε το νερό του δοχείου που ήπιε σε μυρωδάτο γλυκό κρασί και μετά ξεψύχησε στις 2 Ιουνίου 1094 σε ηλικία 19 ετών.

Ανακηρύχθηκε Άγιος και προστάτης του Τράνι και το 1142 το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε σε ειδικό παρεκκλήσι στον καθεδρικό ναό του Τράνι.

Στην πατρίδα του, το Στείρι, υπάρχει σύλλογος που φέρει το όνομά του («Αγιος Νικόλαος ο Αποδημητής ο Στειριώτης», ενώ το 2010 το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του Στειρίου ονόμασε την κεντρική πλατεία της "Πλατεία Αγίου Νικολάου Προσκυνητή Στειριώτη".


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/06/2.html



<>



Άγιος Κόναν Επίσκοπος της Νήσου του Μαν. Ημέρα Μνήμης: 13 Ιανουαρίου.



Ο Άγιος Κόναν (Conan) υπήρξε μοναχός στο νησί της Αϊόνα και αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος της Νήσου του Μαν (Isle of Man) και Ιεραπόστολος.

Υπήρξε παιδαγωγός των υιών του βασιλιά Ευγένιου Δ' της Σκωτίας και πνευματικός πατέρας του Αγίου Φιάχρα (τιμάται 30 Αυγούστου).

Ο Άγιος Κόναν συγκαταλέγεται στους πρώτους επισκόπους της Νήσου του Μαν. Δυστυχώς, η ιστορία της Νήσου του Μαν τον πέμπτο και τον έκτο αιώνα είναι πολύ ασαφής και είναι δύσκολο να επαληθευτούν βιογραφικά στοιχεία. Ωστόσο, ο Άγιος Κόναν ο οποίος περιγράφεται επίσης ως "Επίσκοπος της Νήσου του Πατρικίου" (Inis-Patrick) άφησε μια ξεχωριστή εντύπωση για το ζήλο του αλλά και για την σωτηρία των ψυχών των κατοίκων της Νήσου του Μαν. 

Ορισμένες αρχές αναφέρουν την ημερομηνία θανάτου του ως 26 Ιανουαρίου, αλλά στα αρχαία ιρλανδικά μαρτυρολόγια, αναφέρεται 13 Ιανουαρίου, την ημέρα που γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου.

Ο Άγιος Κόναν δεν πρέπει να συγχέεται με τον Άγιο Κονίνδριο (Conindrius) ο οποίος πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 560 και λέγεται ότι ήταν μαθητής του Αγίου Πατρικίου (τιμάται 17 Μαρτίου) και ότι έζησε σε πολύ προχωρημένη ηλικία.

Υπάρχουν επίσης αρκετοί Ιρλανδοί άγιοι που μοιράζονται το όνομα Κόναν, συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Κόναν του Ασσαρόε (Conan of Assaroe - τιμάται 8 Μαρτίου) και Κόναν του Μπάλιναμόρ (Conan of Ballinamore - τιμάται 26 Απριλίου).





<>



Ὅσιος Ἄβελ ὁ Προφήτης τοῦ Βαλαάμ. Ήμέρα Μνήμης: 29 Νοεμβρίου.



Ἦταν Ρωσικῆς καταγωγῆς. Στήν ἀρχή τῆς ἀσκήσεώς του ἔζησε στή Μονή Βαλαάμ, ὅπου - ὅπως ἔγραψε ἀργότερα - ἔλαβε "τήν ἐντολή νά ἀποκαλύψει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί τά θελήματά Του".

Ἐξαιρετικά προικισμένος μέ τό χάρισμα τῆς προφητείας, προεῖπε σημαντικά γεγονότα τῆς Ρωσικῆς Ἱστορίας, μέ ἀποτέλεσμα νά βρίσκεται πάντα... τιμωρημένος, σάν νά ἦταν αὐτός πού προκαλοῦσε τό γεγονός.

Ὅταν προεῖπε τόν θάνατο τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, φυλακίσθηκε στό Φρούριο τῶν ἁγίων Πέτρου καί Παύλου. Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του προεῖπε τόν θάνατο τοῦ γιοῦ τῆς Αὐτοκράτειρας καί φυλακίσθηκε στό φρούριο τοῦ Σλούσελμπουργκ. Γιά ἄλλη προφητεία του ἐξορίζεται στό Σολόβκι, ἀλλά ἡ εἰσβολή τοῦ Ναπολέοντα καί ἡ καταστροφή τῆς Μόσχας (1812), ἀκυρώνουν τήν ποινή του. Προεῖπε ἀκόμη τόν θάνατο τοῦ Τσάρου Νικολάου τοῦ Α' καί τήν ὑπόθεση τῶν Δεκεμβριστῶν. Τέλος, ὅταν προεῖπε στήν Κόμησσα Καμένσκυ γιά τήν δυσμένεια στήν ὁποία θά ἔπεφτε, λόγῳ τῆς σκληρῆς συμπεριφορᾶς της πρός τούς χωρικούς τῶν κτημάτων της, ἐξορίσθηκε στή Μονή Σπάσο - Εὐφημιέβσκυ τοῦ Σούζνταλ, ὅπου καί κοιμήθηκε κρατούμενος στό κρατητήριο, μετά ἀπό μακριά καί ὀδυνηρή ἀσθένεια.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/04/29.html




<>




Άγιος Naile ή Natalis του Ulster. Ημέρα Μνήμης: 27 Ιανουαρίου.



Ο Άγιος Naile ήταν Ηγούμενος του Cill-Naile και του Daimhinis στην περιοχή Feara-Manach.

Ήταν γιος του Aenghus ο οποίος ήταν βασιλιάς του Munster. Το όνομα της μητέρας του ήταν Eithne.

Σε αυτόν πρόσφερε ο Θεός νερό μέσα από μία σκληρή πέτρα, όταν μεγάλη δίψα κυρίευσε αυτόν και τον Maedhog της Fearna και τους μοναχούς τους. Όταν ακούμπησε με την ράβδο του τη σκληρή πέτρα, καθαρό και δροσερό νερό ανέβλυσε μέσα από αυτήν.

Στον βίο του Αγίου Columba (τιμάται 9 Ιουνίου), βλέπουμε πως ο Άγιος Naile συνάντησε για πρώτη φορά τον Άγιο Columba στην περιοχή Inbher (περιοχή της Ιρλανδίας κοντά στον ποταμό Boyne) και πως ο Columba και ο Naile ευλόγησαν αυτόν τον τόπο και πως εκεί αφιέρωσαν μια εκκλησία στον Άγιο Naile.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/10/naile-natalis-ulster-27.html


<>


Όσιος Φώτιος, ὁ διά Χριστόν σαλός ὁ Καρεώτης.



Ἔζησε στά ὅρια μεταξύ τῶν Καρεῶν καί τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου. Γυμνίτης. Περί τήν ὁσφύν αὐτοῦ ἐζωσμένος μέ φυτά, κρατών εἰς τήν χεῖρα του ξύλινο σπαθί, εἰς τήν μέση περασμένο εἰς τήν ζώνη του ἕνα σκεπάρνιον. Ἕχων δέ τό γένιον του κομμένο ἀκανονίστως καί εἰς τήν κόμη ἐφόρει σταφάνια ἀπό λουλούδια. Διαιτόμενος ἐκ τῶν ἀγρίων καρπῶν ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας, ἡγουν καστάνα, λεπτόκαρα, βατόμουρα, καρύδια και κορφές ἄγριων φυτῶν. Πάντα ἐκρύβετο. Ἐκοιμήθη ἐν ἔτει 1768.





<>



Αγία Παρθενομάρτυς Αρίλντα του Όλντμπερι. Ημέρα Μνήμης: 20 Ιουλίου.



Η Αγία Αρίλντα (Alrilda ή Arild), είναι μία Αγία από το Όλντμπερι-ον-Σέβερν (Oldbury-on-Severn) της Αγγλικής κομητείας του Γκλόστερσαιρ (Gloucestershire) . Πιθανόν να έζησε τον 5ο ή τον 6ο αιώνα και ήταν είτε Αγγλοσαξονικής είτε Ουαλικής καταγωγής.

Η Αγία Αρίλντα είναι μία παρθενομάρτυρας, η οποία, σύμφωνα με τον Τζον Λέλαντ (John Leland) πατέρα της τοπικής ιστορίας της Αγγλίας, σφάχτηκε από έναν νεαρό που τον έλεγαν Μούνικους (Municus) όταν αρνήθηκε να κοιμηθεί μαζί του. 

Ο Λέλαντ υποστηρίζει πως η Αγία Αρίλντα ζούσε στο Κίνγκτον (Kington), ένα χωριουδάκι στην περιοχή Όλντμπερι-ον-Σέβερν, όπου υπάρχει ένα πηγάδι με αγίασμα που φέρει το όνομα της. Τα νερά του πηγαδιού λέγεται πως είναι κόκκινα από το αίμα της Αγίας όμως από άλλους υποστηρίζεται πως αυτό συμβαίνει λόγο κάποιων φυκιών που βρίσκονται στο πηγάδι και έχουν κόκκινο χρώμα. 

Υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο στην Αγία στο Αββαείο του Αγίου Πέτρου στο Γκλόστερ (Gloucester), το οποίο έχει γίνει τώρα ο Καθεδρικός του Γκλόστερ, όμως καταστράφηκε την περίοδο της Ερήμωσης των Μοναστηριών. (Αναφέρεται στην περίοδο της Μεταρρύθμισης όπου καταστράφηκαν πολλά Μοναστήρια)


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/10/20.html


<>


Άγιος Ἀλέξιος τοῦ Ἔλνατ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς. Ήμέρα Μνήμης: 12/25 Σεπτεμβρίου.



Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες τῆς ῾Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν καὶ ἀρκετοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀλέξιος Ἰβάνοβιτς Βορόσιν, ὁ ὁποῖος βάδισε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος. Ἕνα δρόμο ποὺ ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσβατος ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξιος ἔζησε στὴ δύσκολη δεκαετία τοῦ ᾿30, ὅταν ἡ βιαιότητα τῆς Σοβιετικῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε φοβερή. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἀλέξιος κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τὸν στέφανο τοῡ μαρτυρίου τὸ 1937. Ἂν καὶ οἱ ἐκτελεστές του ἔχουν πλέον ξεχαστῆ, τὸ ἄφθορο σῶμα του παραμένει στὴν πόλι τοῦ Ἰβάνοβο ζωντανὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πιστούς.

Τὰ πρῶτα του χρόνια

Ὁ Ἀλέξιος γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1886 στὸ χωριὸ Καουρχίκχο στὴν περιοχὴ Οὔριεβετς τῆς ἐπαρχίας Κόστρομα. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ἰβὰν καὶ ἡ Εὐδοκία Βορόσιν, ἄνθρωποι πιστοὶ ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ. Ἡ περιοχὴ ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἀλέξιος ἦταν γνωστή, γιατὶ ἐκεῖ τὸν 16ο αἰῶνα ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς. Οἱ ζωὲς τῶν δύο αὐτῶν ἔχουν πολλὲς ὁμοιότητες, ἴσως γιατὶ – ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή – ὁ Ἀλέξιος προσευχόταν θερμὰ στὸν ἅγιο Συμεών.

Ὅταν ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, ἄρχισε νὰ ψάχνῃ γιὰ σύζυγο καὶ ἦταν ἕτοιμος ν᾿ ἀρραβωνιαστῇ, ὅταν κάτι ἀναπάντεχο συνέβη κι ὁ ἀρραβώνας ἀπετράπη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ νέοι τῆς περιοχῆς εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ συνάζωνται στὰ χωριὰ καὶ νὰ συζητοῦν, ἀλλὰ οἱ συζητήσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν θέματα πίστεως καὶ ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὴν κοπέλλα νὰ μὴ λάβῃ μέρος σὲ τέτοιου εἴδους ἀνευλαβεῖς συζητήσεις, κάτι τὸ ὁποῖο ἐκείνη δὲν ἄκουσε. Καὶ ὁ Ἀλέξιος σκέφτηκε· Ἂν τώρα δὲν μὲ σέβεται καὶ δὲν ὑπακούει, τί θὰ γίνῃ ὅταν θά ᾿νε γυναίκα μου; Στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ὅλη πολιτειακὴ κατάστασι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ ῾Ρωσία, τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα εἶχε ἀρχίσει νὰ σείεται. Εἶχε ἤδη ξεκινήσει ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πολλοὶ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν πόλεμο πολὺ διαφορετικοί. Ὁ Ἀλέξιος διαισθανόταν ὅτι ἕνας ἐπικείμενος κίνδυνος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν.

Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ ν᾿ ἀποσυρθῇ στὸ ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Κριβοεζέρσκ. Τὸ ἐρημητήριο αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς, καὶ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς ὑπῆρχαν λίμνες καὶ στὴν τέταρτη πλευρὰ βρισκόταν ὑψηλὲς ἀμμώδεις πλαγιές. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ πηγὴ ποὺ λεγόταν Ἡ πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπου ὁ Ἀλέξιος πήγαινε συχνὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς δέχτηκε τὸν Ἀλέξιο ὡς δόκιμο, ὁ ὁποῖος σιγὰ - σιγὰ συνήθισε τὴν τάξι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ κοινοβίου, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ.

Γυρίζοντας στὴν πόλι του δὲν ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἀποχωρητήριο - μπάνιο ἔξω στὴν αὐλή. Σύντομα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατέρα του, ἔχτισε στὸν κῆπο ἕνα κελλάκι. Ὁ Ἀλέξιος ἀφιέρωσε ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο στὴν προσευχή, ἀπομονώνοντας τὸν ἑαυτό του εἴτε στὸ κελλί του εἴτε στὴν πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἡ περιοχὴ ἐκεῖ εἶχε τέτοια φυσικὴ διαμόρφωσι ποὺ ὁ Ἀλέξιος μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου.

Ἔφτασε ὁ Μάρτιος τοῦ 1917 καὶ ἡ ῾Ρωσία ἄρχισε νὰ δέχεται τὸ πρῶτο ταρακούνημα ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ κίνημα. Στὰ χωριὰ δὲν ὑπῆρχαν κάποιες κρατικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ βάζουν μιὰ τάξι. Οἱ κάτοικοι συγκεντρώνονταν στὶς τοπικὲς συνελεύσεις ἀγροτῶν γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουν πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν. Στὸ χωριὸ τοῦ Ἀλεξίου οἱ κάτοικοι τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρόεδρο τῆς κοινότητός τους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε πρόεδρος ὁ Ἀλέξιος δὲν ἄλλαξε καθόλου τὶς συνήθειες ποὺ εἶχε μέχρι τότε· προσευχόταν πολὺ καὶ συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη κι ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀποφασίσῃ γιὰ κάτι, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ παρέμενε μέσα προσευχόμενος μέχρι νὰ πάρῃ κάποια πληροφορία. Παρέμεινε πρόεδρος μόνο ἕνα χρόνο, γιατὶ κάποιος ἄλλος τοποθετήθηκε στὴ θέσι του ἀπὸ τὶς ἀρχές κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξιος σταμάτησε νὰ ἔχῃ ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ κλείστηκε στὸ κελλί του, ἀφιερώνοντας ὅλο του τὸν χρόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία. Ἔτσι πέρασαν ἐννιὰ χρόνια.



Μιὰ νέα πάλη

Τὸ 1928 ἐπέλεξε νὰ βαδίσῃ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς σαλότητας. Ἄρχισε νὰ ζῇ ὅπου εὕρισκε, κ᾽ ἦταν ντυμένος μὲ κουρέλια. Κανείς δὲν γνώριζε ποῦ περνοῦσε τὰ βράδια του καὶ οἱ ἐμφανίσεις του ἦταν ἀναπάντεχες. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκε νὰ βαδίζῃ μέσα στὰ χωράφια μετρώντας τα μὲ ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἐνοχλώντας τοὺς χωρικοὺς ποὺ δούλευαν. Αὐτή του ἡ συμπεριφορὰ προκάλεσε τὸ γέλιο τῶν χωρικῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε σημασία. Οἱ χωρικοὶ ἀγρίεψαν κι ἄρχισαν νὰ τὸν κυνηγοῦν. Ὁ ἅγιος ἔφυγε, ἀλλὰ ξαναγύρισε κάνοντας τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἕνα χρόνο μετά, ἐμφανίστηκε στὰ ἴδια χωράφια ἕνας Σοβιετικὸς γραφειοκράτης καὶ τὰ μετροῦσε.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ κανενὸς χωρικοῦ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐξοριστῇ χωρὶς νὰ εἶνε ἔνοχος. Ὅμως ὁ ὅσιος πήγαινε στοὺς χωρικοὺς ποὺ θὰ ἐξωρίζονταν καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε.

Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ συνηθίζουν τὶς ἐκκεντρικότητες τοῦ Ἀλεξίου, ἀλλὰ μιὰ μέρα ἐμφανίστηκε γυμνὸς σὲ δύο ὑποδηματοποιούς, τὸν Ἀλέξανδρο Σταπάνοβιτς καὶ τὸν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, κάτι ποὺ τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ ἀπορρήσουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἦρθαν στὸ χωριὸ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ κατέσχεσαν ὅλη τὴν περιουσία τῶν δύο ὑποδηματοποιῶν, μέχρι τὸ τελευταῖο ροῦχο, ἀφήνοντάς τους γυμνοὺς δίπλα ἀπὸ τὰ σπίτια τους ποὺ δὲν τοὺς ἀνῆκαν πλέον.

Ἄλλες φορὲς ὁ ἅγιος πήγαινε σὲ κάποια χωριὰ κι ἄρχιζε νὰ μετρᾷ τὰ σπίτια, δίνοντας ἕνα νούμερο ἄσχετο μὲ τὸ πραγματικὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν. Οἱ κάτοικοι τὸν ἔβλεπαν καὶ γελοῦσαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν σπιτιῶν συλλαμβάνονταν καὶ φυλακίζονταν γιὰ τόσα χρόνια ὅσο ὁ Ἀλέξιος ἔλεγε ὅτι ἦταν τὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν τους.

Μιὰ ἄλλη φορὰ τὸ χειμῶνα, ποὺ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ καὶ κανείς δὲν βάδιζε στὸ δρόμο, ἐμφανίστηκε νὰ περπατᾶ ὁ Ἀλέξιος καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ χωριὸ Σερεντκίνο χωρὶς νὰ φοράῃ τὰ ροῦχα του. Χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ Γεννάδιος. Ἡ γυναίκα, ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, τοῦ φώναξε ὑψώνοντας τὴ γροθιά της• «Ἀδιάντροπε ἄνθρωπε, πότε θὰ σταματήσῃς νὰ μᾶς ἐκθέτῃς;». Ὁ σύζυγός της ὅμως τὸν προσκάλεσε μέσα καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ καινούργια φορεσιά. Ὁ Ἀλέξιος ντύθηκε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ ζευγάρι, λίγο πιὸ πέρα ὅμως ξεντύθηκε, δίπλωσε τὰ ροῦχα καὶ τ᾿ ἄφησε πάνω στὸ χιόνι. Τὸ ζευγάρι βρῆκε τὰ ροῦχα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὸν λόγο τῆς πράξεώς του αὐτῆς. Στὸ τέλος τοῦ χειμώνα ἦρθαν στὸ σπίτι τοῦ ζευγαριοῦ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ τοὺς πέταξαν ἔξω, ἀφήνοντάς τους μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα.

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὴν ἀδελφή του Ἄννα. Μάζεψε κάποια πράγματα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν τὸ τραπέζι γέμισε, φόρεσε τὸ καπέλλο του κ᾽ ἔφυγε. Ἡ Ἄννα σκέφτηκε ὅτι ἴσως ἦταν κάποιο σημάδι, ἔτσι ἔκρυψε αὐτὰ τὰ πράγματα κάπου μακριὰ κι ὅταν τῆς πήραν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα, τὰ μόνα ποὺ εἶχε ἦταν ὅσα εἶχε κρύψει.

Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ του. Μιὰ φορὰ ὅμως μπῆκε στὸ σπίτι καὶ κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν παράξενη συμπεριφορά του καὶ περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως καθόταν, κατέβηκε τὶς σκάλες καθιστός. Ἔπειτα σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας νὰ βογγάῃ σιωπηλά.

Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ, παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο.

Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς, ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, προξενώντας τὴν δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ ἀρχὲς διέταξαν τὸ κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο Παῦλο, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.

Φυλακίστηκε καὶ πέθανε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἡ κλονισμένη του ὑγεία δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι. Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ καπέλλα καὶ τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ λέσχη διασκεδάσεως.

Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο, βλέποντας τὴν περίεργη συμπεριφορά του.

Πολλοὶ νέοι τὸν πείραζαν, περπατώντας δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ πουκάμισο μέχρι τὰ γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ μοίραζε.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ ψυχιατρικὴ κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.

Ὁ ὅσιος ἔλεγε συχνὰ στὴν Ἄννα Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν μικρή, τὴν ἑξῆς φράσι• «δῶσε μου μισὸ λίτρο». –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ [τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια φράσι.

Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε. Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος, ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ ζωντανό. Μιὰ μέρα ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς, στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ σύζυγός του Ἄννα Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ εἶνε ἄπραγος, βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ Νικόλαος στὸ σπίτι; –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. –Ὁ πατέρας σου. Ἐκείνη χτύπησε τὰ χέρια της ὅλο χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της –«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε; ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ; –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Νικόλαος ἐπέστρεψε σπίτι.

Ὅταν ἡ Ἄννα Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως συνήθιζε, πῆγε περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτισι, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι ξάπλωσε στὸ πάτωμα καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Οἱ συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο μὲ ἀπορία. Τὸ γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ δημοτικὸ κῆπο τοῦ Κίνεσμα καὶ κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.



Τὸ μαρτύριό του

Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε· –Ἦρθες λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἀρχίζοντας νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν καθένα. Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ ἕνα τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι· –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶνε; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, ἀσκητάς, πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες, δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς συγκρατουμένους του.

Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ σόμπα ποὺ ἔκαιγε.

Σύντομα στὴ φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο. Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;

–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.
–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος.

Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·

–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;

Ὁ ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13 μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ κοιμητήριο τοῦ Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὴν πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/02/22_33.html




<>


Αγία Καμίλα της Ωξέρρης η Ερημίτισσα. Ημέρα Μνήμης: 3 Μαρτίου.



Ερημίτισσα και μαθήτρια του Αγίου Γερμανού της Ωξέρρης (τιμάται 31 Ιουλίου), στη Ραβέννα της Ιταλίας. Γεννήθηκε στη Τσιβιταβέκια, έγινε μαθήτρια του Αγίου Γερμανού τον οποίο και συνόδευσε τις αποστολές του στην Ωξέρρη της Γαλλίας. Εκεί έγινε ερημίτισσα όπου κοιμήθηκε οσιακά το 437. Η μνήμη της τιμάται 3 Μαρτίου. 

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/09/3.html

<>



Άγιος Λούππος Επίσκοπος Τρουά. Ημέρα Μνήμης: 29 Ιουλίου.



Γεννημένος περί το 383 στο Τουλ από ευγενή γαλλο-ρωμαϊκή οικογένεια, ο Άγιος Λούππος έλαβε καλή μόρφωση στα κλασικά γράμματα. Παντρεύθηκε την Πιμενιόλη, αδελφή του Αγίου Ιλαρίου Αρελάτης (τιμάται 5 Μαΐου) και συγγενή του Αγίου Ονωράτου (τιμάται 16 Ιανουαρίου) . Μετά από συμβίωση έξι χρόνων χώρισαν για να αφιερωθούν στον Θεό: η Πιμενιόλη εκάρη μοναχή και ο Λούππος μπήκε στην Μονή του Λερίνου, εξαιτίας της φήμης του Αγίου Ονωράτου.

Μετά από έναν χρόνο, ενώ ταξίδευε στο Μακόν για να διαθέσει τα υπάρχοντά του, εξελέγη επίσκοπος της Τρουά (στην Σαμπανία) (426). Παραμένοντας ωστόσο πιστός στις μοναχικές του υποσχέσεις, συνέχισε τον ασκητικό βίο παράλληλα με τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Κοιμόταν κατά γης, φορούσε τον τρίχινο χιτώνα κατά σάρκα, έτρωγε και κοιμόταν μέρα παρά μέρα και έδειχνε ανελλιπώς την αγάπη του απέναντι στους φτωχούς και στους φυλακισμένους.

Το 429, κατόπιν αιτήματος του πάπα Κελεστίνου και των επισκόπων της Γαλατίας που είχαν συγκληθεί σε Σύνοδο, συνόδευσε τον Άγιο Γερμανό του Ωξέρ (τιμάται 31 Ιουλίου) στην Μεγάλη Βρετανία για την αντιμετώπιση των αιρετικών πελαγιανών, που ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν ανάγκη της θείας χάριτος.

Επιστρέφοντας στην Τρουά, αφού έφερε πλήθος ψυχών στην αληθινή Πίστη, τόσο με τα θαύματά του όσο και με τα θεόπνευστα λόγια του, ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του με πατρική έγνοια.

Κατά την εισβολή των Ούννων (451), ενώ η πόλη της Τρουά, αφρούρητη και ανοχύρωτη, βρισκόταν στο έλεος των επιδρομέων, ο άγιος επίσκοπος προέτρεψε τον πληθυσμό να αναπέμψει τις προσευχές του με συντριβή καρδίας ενώ ο ίδιος διπλασίασε τις σκληραγωγίες του.

Κατόπιν ενδεδυμένος τα αρχιερατικά του άμφια και συνοδευόμενος από τον κλήρο του μετέβη προς συνάντηση του Αττίλα και επιβάλλοντας τον σεβασμό με την μεγαλοπρέπειά του έκανε τον τύραννο να σταματήσει τους άνδρες του που είχαν ορμήσει πάνω στους ανυπεράσπιστους κληρικούς.

Ο Λούππος του είπε: «Εάν είσαι, όπως ισχυρίζεσαι, η “μάστιγα του Θεού”, τιμώρησέ μας όσο σου το επιτρέψει το χέρι που σε οδηγεί». Τα λόγια αυτά άγγιξαν την καρδιά του βαρβάρου που χαρίστηκε στην πόλη.

Μετά την ήττα του, ο Αττίλας πέρασε πάλι από την Τρουά και πήρε μαζί του όμηρο τον Άγιο επίσκοπο μέχρι τον Ρήνο· δεν άργησε όμως να τον αφήσει ελεύθερο ζητώντας τις προσευχές του.

Επιστρέφοντας ο άγιος Λούππος, επειδή κάποιοι τον υποπτεύονταν ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Ούννους, αποσύρθηκε για δύο χρόνια στο όρος Λασουά, εξήντα χιλιόμετρα περίπου απόσταση από την Τρουά, και κατόπιν στο Μακόν, όπου επιτέλεσε θαυματουργικές ιάσεις, οι οποίες τον έκαναν τόσο ονομαστό ώστε ο βασιλέας των Αλαμανών ελευθέρωσε για χάρη του τους αιχμαλώτους που κρατούσε.

Φθάνοντας στην Τρουά ανέλαβε την αποκατάσταση των ζημιών, υλικών και πνευματικών, που η βαρβαρική επιδρομή είχε προκαλέσει στον πληθυσμό της πόλης και της γύρω υπαίθρου. Πολλοί μαθητές του συναριθμήθηκαν στους πλέον επιφανείς επισκόπους των χρόνων εκείνων.

Ο Άγιος Λούππος παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 29 Ιουλίου 479, μετά από επισκοπεία πενήντα δύο ετών.

Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/08/29.html

<>


Άγιος Γουσταύος ο Ερημίτης. Ημέρα Μνήμης: 10 Μαρτίου.



Ο Άγιος Γουσταύος (Gustav - Σουηδικά: Gustaf)) ήταν Σουηδός και γεννήθηκε το 810. Όταν ο Άγιος Ανσέριος (Ansgar) Επίσκοπος Αμβούργου - Βρέμης και Φωτιστής των Σκανδιναβών (τιμάται 3 Φεβρουαρίου) επισκέφθηκε την Σουηδία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ο Άγιος Γουσταύος άκουσε το κήρυγμα του Αγίου Ανσερίου, έγινε χριστιανός και δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα. Λέγεται ότι ο Άγιος Γουσταύος ήταν ο πρώτος Σουηδός που βαπτίστηκε.

Μετά τη βάπτισή του, ο Άγιος Γουσταύος ενεδύθη το Άγιο Αγγελικό Σχήμα και ακολούθησε τον Άγιο Ανσέριο ως ιεραπόστολος, βοηθώντας τον στον ευαγγελισμό της χώρας. Η συνδρομή του Αγίου Γουσταύου στον ευαγγελισμό της Σουηδίας ήταν μεγάλη δεδομένου ότι αποτέλεσε γέφυρα επικοινωνίας με τους ντόπιους και τον Άγιο Ανσέριο για την διάδοση του Ευαγγελίου.

Αργότερα και μέχρι το θάνατό του αποσύρθηκε στα βόρεια της Σουηδίας όπου έζησε ερημιτική ζωή αφιερωμένη στη μετάνοια, την προσευχή και την νηστεία. Ο Άγιος Γουσταύος κοιμήθηκε οσιακά στις 10 Μαρτίου το έτος 890.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/10.html


<>





Άγιος Οσιομάρτυς Σβεν του Άρμπογκα της Σουηδίας. Ημέρα Μνήμης: 24 Σεπτεμβρίου.


Ο Άγιος Οσιομάρτυς Σβεν του Άρμπογκα (Sven of Arboga) είναι ένας άγνωστος Άγιος χωρίς πολλά αγιογραφικά στοιχεία. Έζησε και μαρτύρησε στη Σουηδία περίπου το 900 ή 1000.

Σύμφωνα με τα χρονικά του Αρμπόγκα ο Άγιος Σβεν ήταν μοναχός και μαρτύρησε από ειδωλολάτρες της περιοχής επειδή κήρυττε το Ευαγγέλιο και καλούσε τον κόσμο να βαπτισθεί και να αφήσει πίσω του τους παγανιστικούς θεούς.

Παγανιστές οδήγησαν τον Άγιο βαθιά σε ένα άλσος, εκεί όπου βρισκόταν ο χώρος λατρείας τους, λίγες εκατοντάδες μέτρα νότια του ποταμού Άρμπογκα (Arbogaån) και τον σκότωσαν δια λιθοβολισμού. Στο σημείο όπου έπεσε το σώμα του Αγίου και το αίμα του πότισε τη γη, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή η οποία σχημάτισε μια λίμνη.


Στο σημείο που μαρτύρησε ο Άγιος χτίστηκε εκκλησάκι όπου φυλάσοτταν τα ιερά λείψανά του. Σώζεται μέχρι σήμερα η πέτρα πάνω στην οποία ανέβαινε ο Άγιος και κήρυττε, οι ντόπιο την ονομάζουν "άμβωνα" (σουδικά: predikstolen). Επίσης υπάρχουν ακόμα οι αρχαίες βελανιδιές και οι πέτρες από τον αρχαίο εκείνο παγανιστικό τόπο λατρείας.

Το παρεκκλήσι σήμερα είναι ερειπωμένο. Υπάρχει μια γέφυρα και ένας δρόμος που σήμερα είναι μέρος της σύγχρονης πόλης και φέρουν τα ονόματα Kapellgatan και Kapellbron, που οδηγούν στο παρεκκλήσι. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα ιερά λείψανα του Αγίου λιτανεύονταν κατά μήκος του Kapellgatan και πέρα ​​από τη γέφυρα προς την εκκλησία της πόλης και ξανά πίσω. Δυστυχώς, η ημέρα που εορταζόταν η μνήμη του δεν μας σώζεται, όμως αποφασίστηκε να τιμάται 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης της Συνάξεως των εν Σουηδία Αγίων.

Η πηγή, η οποία ξεπήδησε όταν ο Άγιος Σβέν έπεσε στο έδαφος και σχημάτισε μια μικρή λίμνη όπου υπήρχαν και ψάρια, χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να τροφοδοτήσει με νερό την πόλη μέχρι το 1930, όμως έπαψε πλέον να υπάρχει λόγω τάφρων και έργων οδοποιίας. Σήμερα δεν υπάρχει ίχνος της πηγής, παρά μόνο καλαμιές που αναπτύσσονται στην πεδιάδα κάτω από το ερειπωμένο εκκλησάκι.



Την δεκαετία του 1890, κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, βρέθηκε ιερό κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας, αλλά δεν είναι σίγουρο ποια λείψανα περιέχει.

Στο Άρμπογκα υπάρχουν δύο σχετικά μεγάλες πέτρινες εκκλησίες από τον 12ο αιώνα, οι οποίες είναι από τις παλαιότερες της χώρας, η εκκλησία Nikolaikyrkan και Säterbo, αυτό δείχνει ότι ο Άγιος Σβεν υπέστη μαρτύριο πολύ πριν από αυτό, δεδομένου ότι οι μεγάλες πέτρινες εκκλησίες σημαίνουν μια ευημερούσα και καθιερωμένη χριστιανική κοινωνία άρα δεν υπήρχε ο κίνδυνος να μαρτυρήσουν για την πίστη τους.

Το όνομα Σβεν (Sven) στη Δανική και Νορβηγική γλώσσα συναντάται και ως Svend όμως στην Νορβηγική έχει επικρατήσει ως Svein. Επίσης στην Ισλανδική γλώσσα το όνομα γράφεται Sveinn και στην Φεροϊκή γλώσσα Sveinur. Το όνομα Σβεν στην αρχαία Νορδική Γλώσσα σημαίνει "νεαρός άνδρας" ή "νεαρός πολεμιστής" και γράφεται Sveinn. Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα Σβεν είναι Σκανδιναβική παραλαγή του ονόματος Stefen/Steven (Στέφανος).

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html


<>


Οσία Ξένη της Αγίας Πετρούπολης, η δια Χριστόν σαλή. Ημέρα Μνήμης: 24 Ιανουαρίου.



Η Οσία Ξένη γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, το έτος 1730 μ.Χ., και ως νεαρή όμορφη κοπέλα παντρεύτηκε τον Αντρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ που είχε τον βαθμό του συνταγματάρχου και ήταν πρωτοψάλτης στην βασιλική αυλή. Η θέση αυτή ήταν μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση και έδινε δόξα και υλική απολαβή.

Ήταν νέοι. Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Υπηρέτησαν και οι δυο στην βασιλική αυλή, έκαναν το γάμο τους. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι μαζί. Λόγω της νεότητάς τους, τους άρεσε πολύ να πηγαίνουν σε χοροεσπερίδες και σε συμπόσια. Καλούσαν φιλοξενουμένους στο σπίτι τους και αυτοί οι ίδιοι πήγαιναν ως φιλοξενούμενοι σε άλλα σπίτια. Αυτά οι άνθρωποι τα ονομάζουν «καλή τύχη» και φαινόταν ότι τίποτε στο ανδρόγυνο αυτό, τον Ανδρέα και την Ξένια, δεν θα έδινε τέλος σ’ αυτή τους τη χαρά. Αλλά ξαφνικά ένα φοβερό χτύπημα, σαν κεραυνός εν αιθρία, ο αναπάντεχος θάνατος του αγαπημένου συζύγου, κεραυνοβόλησε την Ξένια Γκριγκόριεβνα. στα είκοσι έξι της χρόνια, ένα βράδυ σε ένα χορό ο άντρας της ενώ έπινε με τους φίλους τους, ξαφνικά έπεσε κάτω νεκρός. Αυτό φυσικά ήταν πολύ οδυνηρό για την Ξένια. Ο Αντρέας, δεν είχε ποτέ εξομολογηθεί και λάβει Θεία Κοινωνία έως πριν πεθάνει, και εκείνη ανησυχούσε τρομερά για την ψυχή του.

Σύντομα μετά την ταφή του, η Οσία Ξένια εξαφανίστηκε από την Αγία Πετρούπολη για οκτώ χρόνια. Πιστεύεται ότι αυτό το χρονικό διάστημα το πέρασε σε ένα ερημητήριο ή σε ένα μοναστήρι, μαθαίνοντας το δρόμο της πνευματικής ζωής. Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας είχε αξιόπιστη πληροφορία ότι η μακαρία Ξένια για την πνευματική της τελείωση δαπάνησε αυτά τα χρόνια μεταξύ των Στάρετς προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τον δύσκολο αγώνα των διά Χριστόν σαλών και ήταν κάτω από την πνευματική τους καθοδήγηση.

Πού ήταν οι Στάρετς; Ίσως ήταν στο Hermitage ή σ’ ένα από τα μοναστήρια που αυτόν τον καιρό είχαν Στάρετς, μαθητές του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ύστερα από οχτώ χρόνια πάλι ξαναγύρισε στην πατρίδα της, την αγία Πετρούπολη, και δεν την ξανάφησε στα άλλα τριάντα επτά χρόνια της ζωής της σ’ αυτόν τον κόσμο.



Όταν επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη, χάρισε τα υπάρχοντά της - το σπίτι της, τα χρήματά της, τα όμορφα ρούχα της. Κατά πρώτον άρχισε να βεβαιώνει σε όλους όσους την περιτριγύριζαν ότι ο σύζυγός της δεν πέθανε, αλλά ότι πέθανε αυτή. Φόρεσε τα ρούχα του νεκρού συζύγου της και άρχισε να ονομάζει τον εαυτό της Ανδρέα Φεοντόροβιτς. Οι συγγενείς της την θεώρησαν περισσότερο για παράφρονα, όταν αυτή άρχισε να μοιράζει την περιουσία της πιο φτωχούς και όταν έδωσε το σπίτι της στην Παρασκευή Ατόνοβα. Οι ενδιαφερόμενοι για την περιουσία της συγγενείς της στράφηκαν στις αρχές και ζήτησαν από αυτές να λάβουν μέτρα εναντίον μιας τέτοιας διάθεσης της κληρονομιάς της από αυτήν. Μετά από αυτήν την αναφορά των συγγενών οι αρχές την κάλεσαν και αφού συζήτησαν μαζί της, συμπέραναν ότι ήταν πολύ καλά στα λογικά της και είχε επομένως κάθε δικαίωμα να κάνει ότι ήθελε την περιουσία της. (σημειώνεται το συμβάν: οι συγγενείς της Ξένιας την πήγαν στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής βρήκε ότι έχει καλό και γερό νου όσο αυτή συνέχιζε να βοηθά τους φτωχούς.) Αλλά στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουμε ένα όνομα για τους αγίους ανθρώπους που οι άλλοι πιθανόν να νομίζουν ότι είναι τρελοί. Εμείς τους ονομάζουμε «Διά Χριστού σαλούς». Αυτοί συχνά δεν είναι τρελοί, αλλά προσποιούνται ότι είναι, για να μπορούν να κρύψουν τα πνευματικά τους χαρίσματα.

Τί συνέβηκε πράγματι με την Ξένη Γκριγκόριεβνα; Ασφαλώς συνέβηκε μέσα της μια πλήρης πνευματική αντιστροφή, που, κατά τα ίδια της τα λόγια, η Ξένη Γκριγκόριεβνα Πέτροβα είχε πεθάνει!... Βάζοντας τα ρούχα του συζύγου της και παίρνοντας το όνομά του ήταν, κατά τη γνώμη της, σαν να παρατεινόταν η δική του ζωή στο πρόσωπό της για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του με τη δική της αφιερωμένη στο Θεό ζωή. Τώρα αυτή παρουσίαζε τον εαυτό της στον κόσμο με την δύσκολη υπηρεσία του Θεού ως «κατά Χριστόν τρελή».

Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης λέγει: «Υπάρχει μια αληθινή, πραγματική ζωή και μια φαινομενική, ψεύτικη ζωή. το να ζεις για να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι, για να απολαμβάνεις και να γίνεσαι πλούσιος, το να ζεις γενικά για εγκόσμιες χαρές και φροντίδες, αυτό είναι μια φαντασία. το να ζεις όμως για να ευχαριστείς τον Θεό και τους άλλους, για να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι με κάθε τρόπο για την σωτηρία των ψυχών τους, αυτή είναι πραγματική ζωή! Ο πρώτος τρόπος ζωής είναι ακατάπαυστος πνευματικός θάνατος. Ο δεύτερος είναι ακατάπαυστη ζωή του πνεύματος». (Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Περί της εγκοσμίου ζωής).

Από αυτό βλέπουμε ότι το «χτύπημα» που «χτύπησε» την δούλη του Θεού Ξένια ήταν μια ώθηση από την μη πραγματική ζωή στην ζωή του Πνεύματος.

Η μακαρία Ξένια, που ήταν πλούσια πρώτα έζησε τώρα μια φτωχική, πολύ φτωχική ζωή. Ζούσε χωρίς σπίτι, περιπλανώμενη πιο δρόμους της πόλης εμπαιζόμενη και κακομεταχειριζόμενη από πολλούς. Η μόνη τροφή της ερχόταν από γεύματα που μερικές φορές δεχόταν από εκείνους που γνώριζε. Το βράδυ αποσυρόταν σε έναν αγρό έξω από την πόλη και εκεί γονατιστή προσευχόταν ως το πρωί. Δεν είχε πραγματικά που να κλίνη την κεφαλή της. Για σκέπη της είχε τον μελαγχολικό βροχερό ουρανό της αγίας Πετρούπολης, ενώ για κρεβάτι της είχε το υγρό γυμνό έδαφος. Περνούσε τις νύχτες της προσευχόμενη γονατισμένη στο γυμνό έδαφος των χωραφιών. Αυτό το μαρτυρούσαν η αστυνομία και οι κάτοικοι, που την ανακάλυψαν, γιατί είχαν την περιέργεια να μάθουν που εξαφανιζόταν τις νύχτες. Κάποτε κάποιος αστυνομικός την παρακολούθησε και την είδε να κλίνη τα γόνατά της σ’ ένα ανοιχτό χωράφι και να προσεύχεται. Άρχισε να προσεύχεται από το βράδυ και δεν σηκώθηκε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκεια των προσευχών της έκανε μετάνοιες σε όλες τις διευθύνσεις προσευχόμενη για όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς.



Κατά την ημέρα συνήθως γύριζε γύρω στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Τα κουρελιασμένα ρούχα της δύσκολα την σκέπαζαν - μια κόκκινη φούστα και το στρατιωτικό σακάκι του άντρα της. Στα πόδια της είχε χαλασμένα παπούτσια και γύρω από το κεφάλι της είχε δεμένο ένα παλιό μαντήλι. Ακόμα και κατά τον βαρύ χειμώνα δεν φορούσε ζεστά ρούχα και παπούτσια, αν και η καλοσύνη του λαού της πρόσφερε πολλά απ αυτά. Σε όλες τις περιόδους του έτους την έβλεπαν ντυμένη στα ίδια κουρέλια. Το κρύο στην αγία Πετρούπολη ήταν δυνατό και διαπερνούσε τα κόκαλα. Αλλά η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που χύνεται με αφθονία πιο αγίους του Θεού, τους έκανε να νικούν τους νόμους της φύσεως. Αυτή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος έδινε ζεστασιά και δύναμη στη μακαρία Ξένη.

Πολλοί αγαπούσαν αυτήν την ήσυχη, την ήρεμη, την ταπεινή και την ευγενική δούλη του Θεού Ξένια. Αρκετοί την λυπόντουσαν και της έδιναν ελεημοσύνη, αλλά αυτή δεν την έπαιρνε. Εάν δεχόταν κανένα μικρό κέρμα, αμέσως το έδινε σε κάποιον φτωχό ζητιάνο. Δεχόταν ελεημοσύνη από φιλεύσπλαχνους ανθρώπους, αλλά αμέσως τα χάριζε στους φτωχούς, κάνοντας καλό στους ανθρώπους στο όνομά του Αντρέα, έτσι ώστε αν η ψυχή του υπέφερε από τις αμαρτίες του τις οποίες δεν είχε μετανοήσει, οι πράξεις της και οι προσευχές της θα τον βοηθούσαν. (Οι Χριστιανοί συχνά δίνουν χρήματα ή προσεύχονται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Αυτό λέγεται ελεημοσύνη αλλά δεν είναι τόσο σύνηθες να εγκαταλείπει κάποιος όλη του τη ζωή για ένα άνθρωπο, όπως ακριβώς έπραξε η Ξένια). Το ενδιαφέρον είναι ότι κάνοντας καλές πράξεις και προσφέροντας προσευχές για τους άλλους, πλησιάζεις πολύ το Θεό, και αυτό συνέβηκε και με την Ξένια. Προσευχόταν τόσο πολύ για τον άντρα της και αυτό την έκανε Αγία!

Ο Κύριος είχε δώσει στην Ξένια πολλά πνευματικά δώρα και αυτή άρχισε να κάνει περίεργα πράγματα όπως περπατούσε ξυπόλυτη στο χιόνι και φορούσε ασυνήθιστα ρούχα έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην νομίσουν ότι εκείνη είναι κάτι το εξαιρετικό. Αυτή μερικές φορές γνώριζε τί πρόκειται να συμβεί πριν αυτό συμβεί, ή αν οι άνθρωποι είχαν ένα πρόβλημα και δεν γνώριζαν τί θέλει ο Θεός να κάνουν, αυτή μπορούσε να τους το πει. Συχνά κοιτάζοντας με μια ματιά τους ανθρώπους, αυτή ήξερε αν αυτοί έλεγαν την αλήθεια ή όχι.

Σιγά σιγά, οι άνθρωποι της πόλης παρατήρησαν τα σημάδια αγιότητας που ήταν το υπόστρωμα της φαινομενικά διαταραγμένης της ζωής: παρουσίαζε το χάρισμα της προφητείας και η όλη παρουσία της σχεδόν πάντα επιβεβαίωνε την ευλογία της. Το Συναξάρι λέει:

«Η ευλογία του Θεού φαινόταν να τη συνοδεύει οπουδήποτε εκείνη πήγαινε: όταν έμπαινε σε ένα μαγαζί οι εισπράξεις της ημέρας αυξάνονταν σημαντικά. Οι έμποροι την παρακαλούσαν να πάρει κάτι ως δώρο ή τουλάχιστον να μπει στο κατάστημά τους. Ήξεραν ότι εκείνη τη μέρα οι δουλειές τους θα πήγαιναν πολύ καλά και τα κέρδη τους θα ήταν πολλά. Όταν περπατούσε στον δρόμο, από όλες τις μεριές, από όλα τα αμάξια που περνούσαν άκουγε να φωνάζουν: «Ανδρέα Φεοντόροβιτς, σταματά. Θέλω να σε πάρω στο αμάξι μου έστω και για λίγα βήματα». Και όταν έμπαινε σε κάποιο αυτοκίνητο, το εισόδημα του αυτοκινήτου αυτού την ημέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλο. Η μακαρία Ξένη προτιμούσε να κάθεται σε αυτοκίνητα ανθρώπων που είχαν ανάγκη βοηθείας. Εάν μιλούσε με κανέναν που ήταν στενοχωρημένος, αμέσως αυτός καταπραϋνόταν και του ερχόταν μια θαυματουργική βοήθεια. Όταν αγκάλιαζε ένα άρρωστο παιδί, αμέσως αυτό γινόταν καλά. Η πολύ και μακροχρόνια συμπόνια της, άνοιξε το δρόμο του σεβασμού και της ευλάβειας προς το πρόσωπό της και οι άνθρωποι γενικά έφτασαν να την θεωρούν ως το φύλακα άγγελο της πόλης».

Κάποτε, το έτος 1764 μ.Χ., ταράχτηκε πολύ και ξέσπαγε κάθε μέρα σε δάκρυα. Οι άνθρωποι την ρωτούσαν την αιτία που κλαίει και αυτή απαντούσε: «Αίμα, αίμα, αυλάκι από αίμα!». Τότε όλοι ήταν ανήσυχοι για το τί άραγε θα συνέβαινε. Αλλά τρείς εβδομάδες αργότερα οι πολίτες της αγίας Πετρούπολης έμαθαν τί σήμαιναν τα λόγια της. Από την ρωσική ιστορία γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια του αξιωματικού Μίροβιτς να ελευθερώσει τον αιχμάλωτο βασιλέα Ιβάν Αντώνοβιτς, που ήταν φυλακισμένος στο φρούριο Schlusselburg, απέτυχε και ο Ιβάν Αντώνοβιτς φονεύθηκε.



Στις 24 Δεκεμβρίου 1761 μ.Χ., την παραμονή της Γεννήσεως του Χριστού, η μακαρία Ξένη περιερχόταν τους δρόμους της πρωτεύουσας και έλεγε στον καθένα να κάνη τηγανίτες. την επομένη μέρα ακούστηκε το φοβερό νέο: η αυτοκράτειρα Ελισάβετ Πέτροβα πέθανε ξαφνικά. Οι τηγανίτες θα ήταν για την αγρυπνία, που η προικισμένη με το προορατικό χάρισμα οσία Ξένη προφήτευσε. Τέτοιες περιπτώσεις που εκδηλωνόταν το προορατικό χάρισμά της και περιπτώσεις βοηθειών που πρόσφερε στον λαό με το χάρισμά της αυτό, έχουμε πολλές.

Μερικές φορές, όταν οι Χριστιανοί κάνουν καλές πράξεις, τις κάνουν κρυφά ώστε μόνο ο Θεός να βλέπει. Αυτό γιατί ο Κύριος είπε : «Μην αφήνεις να γνωρίζει η αριστερά σου χείρ τί ποιεί η δεξιά σου» και, «Κάνε τις καλές σου πράξεις μυστικά ώστε ο Πατέρας που σε βλέπει μυστικά να σε ανταμείψει φανερά». Αυτό είναι που αντιπροσωπεύει την εικόνας της Αγίας Ξένιας. Πριν πολλά χρόνια, όταν οι άνθρωποι της Αγίας Πετρούπολης έχτιζαν μια εκκλησία στο κοιμητήριό του Smolensk, η Αγία Ξένια συνήθιζε να πηγαίνει κατευθείαν το βράδυ και να κουβαλάει βαριούς πλίνθους οι οποίοι χρειάζονταν την επόμενη μέρα για το χτίσιμο της στέγης της εκκλησίας. Όταν οι τεχνίτες έρχονταν κάθε πρωί, έβρισκαν το σκληρότερο μέρος της δουλειάς τους ήδη τελειωμένο και αυτοί αναρωτιόνταν ποιός να ήταν που έκανε αυτή την ευγενική πράξη. Τελικά, δυο απ αυτούς αποφάσισαν να περάσουν το βράδυ τους στο κοιμητήριο. Περίμεναν και περίμεναν, και όταν έγινε σκοτάδι, η Αγία Ξένια εμφανίστηκε. Όλο το βράδυ, την παρακολουθούσαν να ανεβαίνει και να κατεβαίνει με τα τούβλα της, τους τοίχους της μισοτελειωμένης εκκλησίας.

Η εκκλησία που η Αγία Ξένια βοήθησε στο χτίσιμο είναι ακόμη στο κοιμητήριό του Smolensk και δίπλα της υπάρχει ένα μικροσκοπικό παρεκκλήσιο στο οποίο έχει ταφή. Προσκυνητές από όλη τη Ρωσία ακόμη έρχονται εκεί να προσευχηθούν και να ζητήσουν να τους βοηθήσει. Κατά τη διάρκεια των φρικτά δύσκολων χρόνων στη Ρωσία, όταν οι εκκλησίες ήταν κλειστές λόγω του ότι ο Κομουνισμός δεν ήθελε οι άνθρωποι να λατρεύουν το Θεό, προσκυνητές έρχονταν κρυφά στην Αγία Ξένια. Η πόρτα του παρεκκλησίου ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαν να μπουν μέσα, έγραφαν τις προσευχές τους σε μικρά χαρτάκια και τα άφηναν μέσα στις ρωγμές των τοίχων. Στον Κομουνισμό δεν άρεσε αυτό καθόλου, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν τους Χριστιανούς να αγαπάνε τους Αγίους, ή να σταματήσουν οι Άγιοι να τους βοηθούν!

Σαράντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, η Αγία Ξένια αναπαύθηκε εν ειρήνη, στην ηλικία των εβδομήντα ενός ετών, κάπου στα 1800 μ.Χ. Υποθέτουν ότι αναπαύθηκε μεταξύ των ετών 1806 μ.Χ. και 1814 μ.Χ. Δεν υπάρχει ακριβής πληροφορία σχετικά με αυτόν τον χρόνο και είναι αδύνατο να καθορίσουμε ακριβώς την χρονολογία του θανάτου της. Γνωρίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό με τον οποίο την περιέβαλε ο κόσμος μπορούμε να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι η κηδεία της είχε μεγάλη επισημότητα και ότι πολύς κόσμος θα συγκεντρώθηκε, για να της δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό.

Ο τάφος της, αμέσως, έγινε τόπος προσκυνήματος: έτσι πολλοί προσκυνητές έπαιρναν χώμα από τον τάφο της ως ευλογία και νέο χώμα έπρεπε να τροφοδοτείται τακτικά. Τελικά τοποθετήθηκε επάνω στον τάφο της μιά πλάκα από γρανίτη με την επιγραφή: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναπαύεται το σώμα της δούλης του Θεού, Ξένης Γκριγκόριεβνα, γυναικός του αυτοκρατορικού πρωτοψάλτη, συνταγματάρχου Ανδρέα Φεοντόροβιτς Πετρώφ. Χήρα σε ηλικία 26 ετών, μία προσκυνήτρια για 45 χρόνια, έζησε 71 χρόνια. Ήταν γνωστή με το όνομα Ανδρέα Φεοντόροβιτς».

Αυτά γράφονται στο λακωνικό επιτύμβιο πάνω στον τάφο της μακαρίας Ξένης, γραμμένα από ένα άγνωστο πρόσωπο.

Όμως και αυτή η πλάκα επίσης βαθμιαία χαράσσονταν και φθείρονταν από τους πιστούς. Έπειτα χτίστηκε στον τάφο της ένα εκκλησάκι με τις προσφορές των πιστών. Πολλοί πιστοί άρχισαν να γράφουν πιο τοίχους του ναϋδρίου διάφορα αιτήματα, ώστε αναγκάστηκαν να τον χρωματίσουν. Οι ιερείς έκαναν παννυχίδες στο ναό από νωρίς το βράδυ μέχρι αργά το πρωί.

Τα χέρια των αθεϊστών δεν σεβάστηκαν τον τόπο της αναπαύσεως της αγίας. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν κλειστά με σανίδες και η είσοδος ήταν κλειστή, αλλά ο δρόμος προς το νεκροταφείο Σμόλενσκ ήταν πάντοτε ανοιχτός. Νέοι και γέροι πήγαιναν στο παρεκκλήσιο, ψιθύριζαν τα αιτήματά τους για βοήθεια και έσκυβαν στο έδαφος κοντά στον τάφο.

Και η μακαρία Ξένη τους βοηθούσε όλους.

Θαύματα, θεραπείες και εμφανίσεις της Αγίας Ξένιας συμβαίνουν και σήμερα σε εκείνους που επισκέπτονται τον τάφο της ή που απλά ζητάνε τις πρεσβείες της. Ο Θεός θεραπεύει πολλούς ανθρώπους από ασθένειες και πάθη μέσω των πρεσβειών της Αγίας Ξένιας. Αυτή τους βοηθά να βρουν δουλειά, σπίτι ή σύζυγο (όλα αυτά για τα οποία εκείνη απαρνήθηκε στην δική της ζωή). Η Αγία Ξένια δεν είχε σπίτι και έτσι γνωρίζει πόσο σκληρό είναι να έχεις ανάγκη ένα σπίτι και να ζεις άστεγος. στην εκκλησία την ημέρα της γιορτής της την καλούμε «άστεγη περιπλανώμενη», γιατί εγκατέλειψε νωρίς το σπίτι της για τον παράδεισο.

Πρόσφατα μια γυναίκα στην Αγγλία, νεοφώτιστη στην ορθοδοξία, έψαχνε να βρει σπίτι κοντά σε εκκλησία για να μπορεί να παρακολουθεί καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Αυτή και ο πνευματικός της προσευχήθηκαν στην Αγία Ξένια και ώ του θαύματος σε λίγες μέρες η γυναίκα αυτή βρήκε ένα διαμέρισμα σε ένα σπίτι ακριβώς δίπλα από την εκκλησία! Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού!

Ένα ευσεβή έθιμο είναι η προσφορά Τρισάγιου υπέρ αναπαύσεως του συζύγου της Αντρέα, για τον οποίο εκείνη προσευχόταν πυρετωδώς έως το τέλος της ζωής της.

Η Αγία Ξένια δοξάστηκε επίσημα πρώτα από την ορθόδοξη εκκλησία της Ρωσίας έξω από την Ρωσία, το 1978 μ.Χ. και μετέπειτα το 1988 μ.Χ. από το Πατριαρχείο της Μόσχας.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/01/24_24.html




<>





Οσία Βρεάκη εξ Ιρλανδίας. Ημέρα Μνήμης: 4 Ιουνίου.



Η Οσία Βρεάκη καταγόταν από την Ιρλανδία. Περί το 460 μ.Χ. ακολούθησε στην ιεραποστολή τον Άγιο Πατρίκιο (βλέπε 17 Μαρτίου), αλλά εργάσθηκε, επίσης, σε περιοχές του ποταμού Χάιλ της Κορνουάλης. Ο Θεός της δώρισε το χάρισμα της θαυματουργίας και κοιμήθηκε με ειρήνη.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/06/4_5.html


<>



Αγία Νιννοκία εκ Βρετανίας. Ημέρα Μνήμης: 4 Ιουνίου.



Η Οσία Νιννοκία έζησε στη Βρετανία τον 5ο αιώνα μ.Χ. και από την παράδοση θεωρείται θυγατέρα του Αγίου Μπρενθακίου του Μπρέκνοκ (τιμάται 6 Απριλίου). 

Ακολούθησε τον Άγιο Γερμανό της Ωξέρρης (τιμάται 31 Ιουλίου), όπου αργότερα εκάρη μοναχή και έγινε ηγουμένη σε μονή της Αρμορίκης της Βρετάνης. Κοιμήθηκε με ειρήνη, το 467 μ.Χ., και ο Θεός της δώρισε, μετά την κοίμησή της, το χάρισμα της θαυματουργίας. Έτσι πολλοί πιστοί προσέτρεχαν στη μονή του Κουΐμπερ της Βρετάνης, για να θεραπευθούν.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/06/4.html


<>



Άγιος Ιωάννης του Μπέβερλι (Beverley). Ημέρα Μνήμης: 7 Μαΐου.



Ο Άγιος Ιωάννης ήταν Άγγλος επίσκοπος που έδρασε στο βασίλειο της Νορθουμβρίας. Ο Άγιος Ιωάννης λέγεται ότι γεννήθηκε από ευγενείς γονείς στο Χάρφαμ (Harpham). Έλαβε την εκπαίδευσή του στην Καντερβουρία (Canterbury) υπό την καθοδήγηση του Ανδριανού (Adrian), και όχι στην Οξφόρδη σύμφωνα με ορισμένες πηγές.

Ήταν μοναχός του Γουίτμπι (Whitby) υπό την ηγουμενία της Άγίας Χίλντα (Hilda) (τιμάται 17 Νοεμβρίου). Το 687 διετέλεσε Επίσκοπος του Έξαμ (Hexham) και έπειτα το 705 επίσκοπος Υόρκης (York). Θεμελίωσε την πόλη του Μπέβερλι χτίζοντας εκεί την πρώτη κατασκευή, ένα μοναστήρι.


Χειροτόνησε τον Άγιο Βέδα τον Σεβάσμιο (Bede) διάκονο και έπειτα ιερέα (τιμάται 26 Μαΐου). Ήταν υπεύθυνος για την ίδρυση του μοναστηριού στο Γουίτμπι όπου τελικά αποσύρθηκε εκεί το 717 μετά την παραίτησή του, και κοιμήθηκε εκεί 7 Μαΐου το 721. Η αγιοκατάταξη του έγινε το 1037. 

Πολλά θαύματα αποδίδονται σε αυτόν κατά τη διάρκεια της ζωής του αλλά και μετά την κοίμησή του. Τα ιερά λείψανά του βρίσκονται κάτω από το ιερό του κυρίως ναού. Υπάρχει ένα δικό του πηγάδι με αγιασμένο νερό στο Χάρφαμ όπου γεννήθηκε.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/05/beverley-7.html



<>


Άγιος Ουάλσταν του Τάβερχαμ, ο Γενναιόδωρος. Ημέρα Μνήμης: 30 Μαΐου.



Ο άγιος Ουάλσταν γεννήθηκε στο χωριό Bawburgh. Είχε βασιλική καταγωγή, ο πατέρας του ονομαζόταν Βενέδικτις και η μητέρα του Μπλίντα. Από νεαρή ηλικία, έδειξε μεγάλη αγάπη για το Θεό και το Ευαγγέλιο. Ήταν γεμάτος από τα χαρίσματα της ταπεινοφροσύνης μπροστά σε όσους βρίσκονταν υψηλά στην κοινωνία αλλά και σε όσους βρίσκονταν χαμηλά. Δεν είχε καθόλου υπερηφάνεια και κενοδοξία και προσπαθούσε με όλη του τη θέληση να είναι ταπεινός και απλοϊκός.

Όταν έφτασε στην ηλικία των δώδεκα,  διαποτισμένος με τις ευαγγελικές διδαχές, «εκείνος ο οποίος δεν θα αποκηρύξει όλα όσα έχει, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου», ο Άγιος Ουάλσταν ανακοίνωσε ενάντια στη θέληση των δικών του πως απαρνείται κάθε δικαίωμα που έχει στο θρόνο. Έτσι προκειμένου να μπορεί να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην προσευχή και σε άλλα θέματα χωρίς τη λαμπρότητα του κόσμου, εγκατέλειψε τον τόπο της γέννησης του και δεν άργησε να φτάσει στα βορειότερα σημεία όσο γρηγορότερα μπορούσε.

Στο όνομα του Χριστού, ο Άγιος Ουάλσταν έγινε δούλος ενός κατοίκου του χωριού Τάβερχαμ ώστε να τον υπηρετεί ταπεινά σε όλα τα θέματα.  Έδινε στους φτωχούς το φαγητό που προοριζόταν για τον ίδιο καθώς και τα ρούχα του και τα παπούτσια του τα έδωσε σε όσους τα είχαν ανάγκη. Ο ίδιος έμεινε ξυπόλητος εκθέτοντας τον εαυτό του σε πολλές κακοπάθειες.



Όταν κάποια μέρα ένας άπορος ζήτησε ελεημοσύνη από τον Άγιο, εκείνος του έδωσε τα υποδήματα του με τον όρο ο άπορος να μην φανερώσει την ελεημοσύνη σε κανέναν. Όμως η κακιά γυναίκα του άντρα τον οποίο υπηρετούσε ο Άγιος έμαθε για αυτή την ελεημοσύνη. Εκείνη την ώρα της ήρθε στο μυαλό μια δήθεν ανάγκη και έστειλε τον Άγιο Ουάλσταν ξυπόλυτο στο δάσος προκειμένου να μαζέψει κέδρους και γαϊδουράγκαθα και να τα φορτώσει σε ένα κάρο. Όμως ο παντοδύναμος Θεός, που υπερασπίζεται όλους τους πιστούς και όσους κινδυνεύουν, έκανε θαυματουργικά τον Άγιο να αντέχει να πατάει ξυπόλητος επάνω στους πιο αιχμηρούς κέδρους και να μην πληγώνεται καθόλου. Όταν η γυναίκα είδε το θαύμα, αναγνώρισε την ενοχή της και γονατίζοντας έκλαψε με δάκρυα μετανοίας μπροστά στα πόδια του Αγίου Ουάλσταν και ικέτευσε για συγχώρεση. Ο άνθρωπος του Θεού την σήκωσε στα πόδια της και συγχώρεσε κάθε κακό που του είχε προξενήσει.

Όταν ο αφέντης του είδε τα σημάδια και τα θαύματα τα οποία πραγματοποιούσε ο Άγιος, τον συμπάθησε και ανακοίνωσε δημοσίως πως θα τον έκανε κληρονόμο του. Ο άγιος Ουάλσταν αρνήθηκε αυτή την τιμή με όλη του την καρδιά.

Όταν κάποια Παρασκευή, ο Άγιος Ουάλσταν δρεπάνιζε με έναν σύντροφο του σε κάποιο ξέφωτο, Άγγελος Κυρίου του εμφανίστηκε και του είπε, «Αδερφέ Ουάλσταν, την τρίτη μέρα από σήμερα θα εισέλθεις στον Παράδεισο», και έπειτα εξαφανίστηκε. Ο Άγιος ευχαρίστησε το Θεό για την θεία αποκάλυψη και χωρίς καθυστέρηση εξομολογήθηκε και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.

Όταν έφτασε η ώρα για την κοίμησή του, αυτή ήταν η Δευτέρα της επόμενης εβδομάδος, ο Άγιος πήγε ως συνήθως στην εξοχή για να εργαστεί στα χωράφια με τους συντρόφους του.  Εκεί κάλεσε τον αφέντη του και άλλους συντρόφους και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό. Πριν πεθάνει, ζήτησε το σώμα του να τοποθετηθεί σε ένα κάρο, να δέσουν σε αυτό δύο ταύρους χωρίς οδηγό και να αφήσουν το κάρο να πάει όπου θέλει ο Θεός. Αφού είπε αυτό παρέδωσε το πνεύμα του στον Παντοδύναμο Θεό. Ήταν 30 Μαΐου του 1016. 



Όσοι βρίσκονταν εκεί τοποθέτησαν το σώμα του Αγίου Ουάλσταν στο κάρο όπως είχε ζητήσει, και οι ταύροι πήραν το δρόμο για το δάσος Costessey. Όταν οι ταύροι με το τίμιο σώμα μπήκαν μέσα σε μία λίμνη με πολύ βαθιά νερά, οι ρόδες του κάρου διέσχισαν το νερό επιπλέοντας στην επιφάνεια σαν να πατούσαν σε στέρεη γη.

Συνέβη και ένα άλλο θαύμα. Όταν οι ταύροι σταμάτησαν για λίγο στην κορυφή ενός λόφου με το σώμα του Αγίου μέσα στο κάρο, ανέβλυσε μία πηγή με νερό και χάρη στη θεία πρόνοια βρίσκεται ακόμη εκεί.

Οι ταύροι κατέβηκαν από εκείνο το σημείο με το πολύτιμο σώμα και κατευθυνθήκαν προς το χωριό Bawbugh. Όταν πλησίαζαν στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται θαμμένο το σώμα, έκαναν μια ακόμη στάση σε ένα σημείο εκεί κοντά και χάρη στη θεία πρόνοια ανέβλυσε μια ακόμη πηγή της οποίας το νερό θεράπευε πυρετούς και άλλες ασθένειες και βρίσκεται ακόμη εκεί. Το σώμα του Αγίου  Ουάλσταν τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Bawbugh, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του και ο Θεός επιτελεί εκεί πολλά θαύματα με τις μεσιτείες του Αγίου.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/30.html



<>


Παπά - Φώτης ο Λαυριώτης, ο δια Χριστόν σαλός. Ημέρα Μνήμης: 5 Μαρτίου.



Ο παπα Φώτης είναι γνωστός για την εν Χριστώ "αλητεία" του, έχουν γραφεί πολλά για κείνον ακόμη και ενόσω ζούσε.Πολλοί τον λένε ήδη άγιο. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για άνθρωπο του Θεού και για μια από τις πιο μινιμαλιστικές μορφές του καιρού μας, όσον αφορά τον τρόπο που κινήθηκε πάνω στη γη. Ξυπόλητος, με ένα τρύπιο ράσο, απεκδυόμενος κάθε ανθρώπινη ανακούφιση και παρηγορία σχετική με το σαρκίο του, με μόνη έγνοια να μαζεύει καλούδια για τους ναούς που έχτιζε και για τους αναγκεμένους που προστάτευε αυτός ο ενδεέστερος, σχεδόν, και αυτής της ένδειας.

Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το "καθ'ομοίωσιν". Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του. Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους, τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη. Γινόσουν επιλήσμων όλων αυτών, μαύρο φίδι που σ'έφαγε, σταλμένο απ' τον παπα Φώτη...Δεν είχε όρια αυτός ο κουρελής παππάς, δεν είχε συμβατικές υποχρεώσεις του κόσμου τούτου.



Η ζωή του.

Στον  οικισμό «Νησέλια» στην περιοχή των Παμφίλων Λέσβου, αντικρίζουμε μέσα στα λιοχώραφα, το μικρό μοναστήρι του Αγίου Νεομάρτυρος Λουκά στο οποίο ζούσε ασκητικά ο παπα-Φώτης ο Λαυριώτης, γνωστός και ως παπα-Σαρδέλλης. Γεννηθείς στα Πάμφιλα στις 5 Ιανουαρίου του 1913 από τη Μαρία και τον Δημήτριο Σαρδέλλη που δούλευε καμίνι φτιάχνοντας κεραμίδια και τούβλα.

Ο νεαρός τότε Φώτιος αφού δούλεψε σε επιπλοποιείο της Μυτιλήνης, τον Απρίλιο του 1931 παρακινούμενος από την πίστη του στον Θεό και συνεπαρμένος από μελέτες χριστιανικών βιβλίων και ακούσματα κηρυγμάτων, εγκαταλείπει την ματαιότητα του κόσμου και αναχωρεί μαζί με τον φίλο και συγχωριανό του, μετέπειτα πατήρ Παχώμιο, για να μονάσουν στο Άγιον Όρος. Επέλεξε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου έγινε καλόγερος και έμεινε στο μοναστήρι περίπου 20 χρόνια, κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του πατέρα Παύλο. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1936. Με ιδιαίτερο ζήλο μελετούσε τους βίους των Αγίων καί ιδιαιτέρως τον συνεπαίρνανε οι αθλήσεις των Μαρτύρων, όπου ανάμεσά τους ανακαλύπτει πολλούς Λέσβιους Αγίους. Τέλη του 1950 επιστρέφει στη Μυτιλήνη ασχολούμενος συστηματικά με την ανάδειξη των εντοπίων Αγίων οι οποίοι εξ' αιτίας του γίνονται ευρέως γνωστοί στον κόσμο, κάνοντας πρόταση στον Μητροπολίτη Ιάκωβο Β' ώστε να εορτάζονται από κοινού Πάντες οι εν Λέσβω Άγιοι, σε εορτή που τελικά καθιερώθηκε την Α' μετά των Αγίων Πάντων Κυριακή.

Στην ενορία Αγίου Αντωνίου του χωριού Τρύγονα, κοντά στο Πλωμάρι, όπου τοποθετήθηκε εργάσθηκε με ένθεο ζήλο για την πνευματική κατάρτιση του ποιμνίου του, αλλά και για την διαφύλαξη των ιερών και οσίων του Γένους μας. Δείγμα της μεγάλης αγάπης του προς τους Αγίους του Θεού, αποτελεί το γεγονός ότι στον ενοριακό Ναό του χωριού, τοποθετήθηκαν και αγιογραφήθηκαν 170 εικόνες, οικοδομώντας και μια καταπληκτική Εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους, με χρήματα κυρίως από εράνους. Επίσης, ενδιαφέρθηκε να γίνει στη Μονή Δαμανδρίου γηροκομείο και να επισκευασθεί η Μονή Πιθαρίου. Το 1972 υπηρετεί ως εφημέριος στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά της Αιγύπτου, καθώς επίσης και ως εφημέριος, ψάλτης και φύλακας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Το 1976 επέστρεψε στον Τρύγονα και το 1994 συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό του Αρχιμανδρίτη. Έκτοτε, αφοσιώθηκε στην αποπεράτωση της κατασκευής του Ιερού Ναού Αγίου Λουκά στα Πάμφιλα, που από το 1960 είχε ξεκινήσει με χρήματα από δωρεές πιστών, διότι από τον τόπο εκείνον είχε περάσει ο Νεομάρτυρας Λουκάς πριν απαγχονιστεί από τους Τούρκους στη Μυτιλήνη. Την μελέτη και τα σχέδια του ναού τα εμπνεύσθηκε μόνος του, επιλέγοντας ένα πανέμορφο Ιεροσολυμίτικο ρυθμό.



Ο ασκητής της ερημιάς των πόλεων και των χωριών, διήνυε συχνότατα μεγάλες αποστάσεις άδειπνος, προσευχόμενος ανάμεσα στους ανθρώπους της αφιλίας και στη φύση, ταγμένος στον Χριστό. Αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες καί την ώρα, ο κοντούλης παπα-Φώτης με την καθαρή ματιά, βαδίζοντας σκυφτός, ρακένδυτος, φορώντας ένα παλιό τριμμένο ράσο, πολυκαιρίτικα φθαρμένα παπούτσια, σχεδόν ξυπόλητος ακόμα και το καταχείμωνο, με έναν ντρουβά στον ώμο, οδοιπορούσε επιθυμώντας να οδηγήσει τους ανθρώπους, εικόνες Θεού, στη σωτηρία, ανεβαίνοντας και εκείνος τον Γολγοθά του. Αναζητώντας πάντοτε κάποιο προσκύνημα, τελώντας την Λειτουργία σε κάποιον αγαπημένο του Ναό που ευλαβείτο. Συνήθιζε να βιώνει την Θεία Ευχαριστία και μερικές αιτήσεις ή εκφωνήσεις να τις λέγει σε σερβική, ή ρωσική διάλεκτο, δεικνύοντας μ' αυτό τον τρόπο την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας. Το Άγιο Θυσιαστήριο ήταν η Ζωή του! Έβγαινε από την Εκκλησία γεμάτος χαρά. Μετά τη Θεία Λειτουργία λαμποκοπούσε. Ειδικά όταν έκανε το πανηγύρι στον αγαπημένο του Άγιο Λουκά στις 23 Μαρτίου. Μερικές φορές, μόλις κατέλυε και έκανε την απόλυση, βλέποντας ότι απουσίαζαν από το εκκλησίασμα οι άνδρες, κατευθυνόταν στους καφενέδες και χωρίς να φοβάται κανέναν τους «κατσάδιαζε» υπενθυμίζοντάς την ματαιότητα της ζωής που είχαν επιλέξει, ζώντας μακριά από το μεγαλείο του Θεού. Όλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν με σκυμμένα κεφάλια.

Συχνά τον συναντούσε κανείς καθισμένο στα σκαλοπάτια έξω από κάποια αυλόπορτα να ξαποστάζει, διαβάζοντας ένα πνευματικό βιβλίο, γράφοντας με τα χαρακτηριστικά ολοστρόγγυλα μεγάλα γράμματά του, σημειώσεις καί νουθεσίες που ύστερα τις μοίραζε σε όποιον συνάνθρωπό του τον φώτιζε ο Θεός, δεχόμενος λίγο ψωμί, λίγο νερό από κάποια ευσεβή γειτόνισσα, δίνοντας με την καρδιά του την ευχή του Κυρίου. Περπατούσε ώρες πολλές χαμογελώντας, επιτιμώντας τους ανθρώπους για τα παράλογα που έβλεπε μέσα στο κόσμο της αμαρτίας, διδάσκοντας τον καθένα με ωφέλιμα απλοϊκά λόγια. Δίδασκε το Ευαγγέλιο με την ίδια τη ζωή του. Μαζεύοντας τουβλάκια, μικρά μάρμαρα και ότι άλλο θα χρησίμευε για την κατασκευή του αγαπημένου του ονείρου, του ναού του Αγίου Λουκά. Παροτρύνοντας τους ανθρώπους να εκκλησιάζονται, να ωθούν τα παιδιά τους προς την Εκκλησία, τις γυναίκες να ντύνονται σεμνά ειδικά όταν εισέρχονται στον οίκο του Θεού, την Εκκλησία και να μην παραμορφώνονται «σαν φαντάσματα» από τις προκλητικές συνήθειες της μόδας. Τους ευτραφείς, τους παρομοίαζε χαριτολογώντας με κάποια συμπαθή ζώα, παρακινώντας τους να εγκρατεύονται στην τροφή. Περνούσε από στέκια νέων και με νεύματα όλο νόημα προσπαθούσε να τους δείξει ότι η σωτηρία της ψυχής είναι ο ανώτερος σκοπός του ανθρώπου και όχι οι πλάνες και οι ματαιότητες στις οποίες ξεπέφτουν οι άνθρωποι. Όταν ο δρόμος του διερχόταν μπροστά από εστιατόρια και έβλεπε ανθρώπους να καταλύουν σε νηστίσιμες περιόδους, τους υπενθύμιζε ότι είναι αμαρτία να μην τηρούν την ευλογημένη νηστεία.



Καταπολεμούσε την πνευματική αδιαφορία. Τα λόγια του πολλές φορές ήταν σκληρά σα «μαχαιριές», όμως κανείς δεν διαμαρτυρόταν. Όλοι σεβόντουσαν απόλυτα τις συμβουλές του. Ιδίως επιτιμούσε την γύμνια και τους Ιερείς που εκτελούσαν αμελώς τα ιερατικά τους καθήκοντα και δεν ενδιαφερόταν για το ποίμνιό τους. Έλεγε συχνά με πολλή ταπείνωση ότι για τα διαζύγια των ζευγαριών φταίνε οι Ιερείς γιατί δεν διαβάζουν όλες τις ευχές όταν τελούν το μυστήριο του γάμου. Τον απογοήτευε η αίρεση και το σχίσμα από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Δεν δεχόταν ότι είναι δυνατόν να μας έχει δωρίσει ο Θεός την αιωνιότητα, την Βασιλεία Του, και εμείς οι άνθρωποι με υπέρμετρο φανατισμό να διαιρούμαστε για 13 ημέρες, ή επειδή οι δαίμονες πλανούν κάποιους κακοπροαίρετους.

Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ' την καρδιά του. Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας. Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία. Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν. Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν. Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα. Και μόνο η απλοϊκή, ασκητική του παρουσία έπειθε τον κόσμο ότι ήταν Άνθρωπος του Θεού. Πολλές φορές η ιδιορρυθμία του χαρακτήρα του σε διάφορα θέματα, εξηγιόταν ως δείγμα σαλότητας. Αρκετοί τον θεωρούσαν ότι ήταν Σαλός διά τον Χριστό! Η σκληρότητά του, «μπερδεμένη» με μια υπέρμετρη καλοσύνη οδηγούσε σ' αυτό το συμπέρασμα.

Ως τα βαθιά γεράματά του, παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε, δεν ξεχνούσε την νηστεία. Νήστευε αυστηρά ακόμα και το λάδι, θέλοντας να ζει ασκητικά, καθηλωμένος και ανήμπορος στο μικρό κρεβατάκι του. Υποβασταζόμενος πλησίαζε πάντα τελευταίος το Άγιο Ποτήριο και κοινωνούσε τον Χριστό. Τα καλοκαίρια ερχόταν στη γενέτειρά του, στα Πάμφιλα όπου τον φρόντιζαν οι γυναίκες σε μια καμαρούλα, όπως και τον χειμώνα στην Αθήνα όπου τον διακονούσε με υπέρμετρη αγάπη η κυρία Σοφία. Ο νούς του ήταν πώς θα μεταβεί στον αγαπημένο του τόπο, στον Άγιο Λουκά, να δεί σε τι κατάσταση βρισκόταν η Εκκλησία, πόσο προχώρησε η Αγιογράφηση. Εκεί, ξεδίπλωνε μια μεγάλη κόλα αναφοράς γεμάτη με ονόματα νηπίων και παίδων Μαρτύρων που Αγίασαν, δίνοντας εντολές να αγιογραφηθούν πάραυτα.

Υπεραγαπώντας την Ορθοδοξία και την πατρίδα του την Ελλάδα, ο παπά Φώτης εκοιμήθη εν Κυρίω στις 5 Μαρτίου 2010, ημέρα Παρασκευή Γ΄ Εβδομάδας των νηστειών.

Εκοιμήθη ο Παπά – Φώτης από την εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» Μυτιλήνης, 6 - 3 - 2010.

Μια ιερή φυσιογνωμία που ήταν γνωστή σε όλο το νησί, έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 98 χρόνων. Τη φιγούρα του σκυφτού παπα - Φώτη, δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ' αλωνίζει στα μονοπάτια των Ουρανών κοντά στους αγγέλους, που πάντα ήξερε πώς να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος, που είχε μάθει να προσφέρει από το υστέρημα του. Ολιγαρκής, μακριά από τις πονηριές και την υποκρισία του κόσμου. Μακριά από τα υλικά - φθαρτά και περιττά. Μακριά από τη λαιμαργία που προκαλεί ο πλουτισμός.



Ο βίος του μοναχικός, δημιουργικός, φιλεύσπλαχνος. Γεννημένος το 1912 στα Πάμφιλα, ο Λαυριώτης Φ. Σαρδέλλης - κατά κόσμον - (αφού ασκήτευσε στη μονή της Αγίας Λαύρας) χειροτονήθηκε Διάκος στις 16 Νοεμβρίου του '36 και ιερέας στις 5 Ιουνίου '44, ενώ δύο χρόνια αργότερα έγινε Αρχιμανδρίτης. Το 1950 υπηρέτησε ως εφημέριος στον Τρύγωνα Πλωμαρίου όπου και έχτισε την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου και συνταξιοδοτήθηκε το 1992.

Αργότερα έχτισε το εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, σχεδόν με τα χέρια του, αφού ο ίδιος κουβαλούσε στους ώμους του μέσα στον τροβά του τις πέτρες. Ένα εκκλησάκι που ανήκει στον Πανάγιο τάφο, αφού ο ίδιος το χάρισε στο Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ και σήμερα αντιμετωπίζει προβλήματα φθοράς που δυστυχώς η Μητρόπολη δεν μπορεί να επέμβει, καθώς δεν βρίσκεται στη δικαιοδοσία της. Η ασκητική του φιγούρα θα είναι στη μνήμη όλων όσων τον γνώρισαν, τον συνάντησαν.

Ευχή όλων μας, η ανάπαυση της ψυχής του εν ειρήνη. Μακάρι το φωτεινό παράδειγμα του παπα - Φώτη να μιμηθούν και άλλοι κληρικοί, διαδίδοντας το λόγο του Κυρίου.

Μερικά περιστατικά από το βίο του Παπά - Φώτη.

Μια Μεγάλη Παρασκευή ο Παπα - Φώτης περνούσε απ' την Παναγιούδα (χωριό ευρισκόμενο 3χλμ. βορείως της Μυτιλήνης) και είδε κάποιον με την οικογένειά του να τρώνε μπριζολάκια σε μια ταβέρνα. Τον πλησίασε και του έκανε παρατήρηση για το «αιδέσιμον» της ημέρας. Και εκείνος τον αποπήρε με σκαιό τρόπο. Βεβαίως κουβέντα στην κουβέντα, ο Παπα - Φώτης στο τέλος πέταξε τα φαγιά μαζί με το τραπεζομάντηλο, οπότε ο ενοχλημένος οικογενειάρχης σηκώθηκε και τον πλάκωσε στο ξύλο. Ο Παπα - Φώτης υπέμεινε το ξύλο αγόγγυστα, και του είπε φεύγοντας: «Εγώ το ξύλο το 'φαγα, αλλά και συ δεν πιστεύω να ξαναφάς μπριζόλες Μεγάλη Παρασκευή».

Μετά από μια αγρυπνία σε ναό της Θεσσαλονίκης, κάποιος παπάς του πήρε κατά λάθος το τρύπιο ράσο αφήνοντας στη θέση του το δικό του, καινούριο και ολομέταξο. Όταν το συνειδητοποίησε ο παπα - Φώτης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό παιδί γιατί το καινούριο ήταν πολύ ζεστό κι αυτός ήθελε το δικό του το δροσερό.

Όταν μετά από κόπους σαράντα χρόνων τελείωσε τον ναό του αγίου Λουκά, έγινε η πρώτη λειτουργία. Πολύς κόσμος ήταν εκεί. Λίγο προτού βγει για τη μικρή είσοδο αντιλήφθηκε πως είχε ξεχάσει ν’ αφήσει άνοιγμα αριστερά της Ωραίας Πύλης για να περάσει. Πήγε αμέσως, πήρε τον κασμά κι άρχισε να γκρεμίζει το ντουβάρι. Ο κόσμος βγήκε έξω βήχοντας από τη σκόνη, κινδυνεύοντας από τις πέτρες που εκτοξεύονταν.Εκείνος, ήσυχος, μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, συνέχισε κανονικά τη Λειτουργία του.

"…Ο παπα Φώτης ο Λαυριώτης δε δίσταζε να πλησιάζει ακόμη και ιερόδουλες, για να τις μιλήσει για τη Μετάνοια και την Εξομολόγηση!"

Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξέχουσα και ιδιάζουσα προσωπικότητα, όχι μόνον για το νησί του, την Λέσβο, αλλά και για όλον τον θρησκευτικό Ορθόδοξο και μη κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του π. Αθανασίου Γιουσμά: 

Κάποια φορά, αργά τη νύχτα επισκέφθηκε [ο Ιερομόναχος παπα-Φώτης] ένα από τα σπίτια της πόλης μας στο οποίο βρήκε κατάλυμα. Πριν κοιμηθεί, έδωσε την εξής εντολή στον οικοδεσπότη: Αύριο χαράματα, εσύ κι εγώ έχουμε μια δουλειά.

Ξύπνησαν, έφυγαν από τη Μυτιλήνη, πήγαν στο Ησυχαστήριό του. Πήρε γρήγορα - γρήγορα ιερά σκεύη και την ιερατική του στολή και κατευθύνθηκαν στο γραφικό ξωκλήσι της Παναγίας της Γαλατούσας στο κάστρο της πόλης μας.

Λειτούργησε. Πήρε το Άγιο Ποτήριο και τη λαβίδα και έτσι όπως ήταν με τα άμφιά του, κατ’ ευθύνθηκε σ’ έναν από τους οίκους ανοχής , που υπήρχαν τότε σε αυτήν την περιοχή.

Εκεί κοινώνησε μια ετοιμοθάνατη πόρνη, την Ευλαμπία, η οποία μάλιστα αμέσως μετά τη Θεία Κοινωνία αναπαύθηκε «εν Κυρίω”, πέθανε. Την είχε προηγουμένως εξομολογήσει!

Όταν τον ρώτησα αργότερα σχετικά μ’ αυτό το θέμα, μου είπε: Αυτό έχει γίνει πολλές φορές. Μία γυναίκα κοντά στην εκκλησία του Αγίου Συμεών μού έλεγε τέτοιες περιπτώσεις κι εγώ πήγαινα σ’ αυτές τις ψυχές στους οίκους ανοχής. Με αποδέχονταν. Τους μιλούσα για τη μετάνοια για τη σωτηρία της ψυχής, για την άλλη ζωή…

Ποτέ δεν τους μιλούσα άσχημα, αλλά με αγάπη τους έλεγα να μετανοήσουν και θα φροντίσει γι’ αυτές ο Θεός, θα τις αποκαταστήσει στην καρδιά Του. Πολλές ψυχές μετανοούσαν…

Με ρώτησες αν φοβόμουν. Τι να φοβηθώ; Δεν φοβάμαι κανέναν. Μόνο το Θεό φοβόμαστε, όταν αμαρτάνουμε. Δεν με ένοιαζε τι θα έλεγε ο κόσμος, εγώ για το Χριστό ενεργούσα.



Ένα πρωί πήγε βιαστικός σε κάποια εκκλησία που λειτουργούσε ο Δεσπότης. Στο κεφάλι του είχε ένα πρόσφατο κτύπημα και ανάστατα τα μαλλιά του. “Τι έχει το κεφάλι σου”τον ρωτά ο Δεσπότης. “Τι να σου πω, λέει. Δεν εύρισκα μέσο να ρθω και βρήκα ένα ταξί αλλά ήταν γεμάτο, και ο ταξιτζής για να με εξυπηρετήσ’ μ’ έβαλε στο καπό. Πήγε να κλεις το καπό κι όπως βλέπς μού σπασε το κεφάλ. Τέτοιου κεφάλ τέτοια θελ”.

Από πρώτο χέρι έχω ακούσει τι συνέβη πριν τέσσερα περίπου χρόνια στην Αθήνα, στην περιοχή Μπραχαμίου σ’ ένα παιδιάκι. Ήταν άρρωστο κι έπασχε από σεληνίαση. Το έφεραν στον παπα-Φώτη. Εκείνος δέχτηκε “να του διαβάσει μια ευχή”. Έβγαλε το σταυρό που φορούσε και τον έθεσε επάνω στο κεφαλάκι του παιδιού. Άρχισε να διαβάζει και να λέει διάφορες προσευχές περίπου ένα τέταρτο. Το παιδί έγινε καλά! Εδώ και τέσσερα χρόνια δεν έχει καμιά σχετική ενόχληση! Μάλιστα υποστηρίζει πως όση ώρα διάβαζε ο Γέροντας τις ευχές, το κεφάλι του έκαιγε.

Όταν ήμουν εφημέριος στον Ιερό Ναό Παναγίας Χρυσομαλλούσης, εντελώς ξαφνικά βλέπω τον παπα-Φώτη να έρχεται προς το μέρος μου. Ήμουν στο Ναό. Μου λέει: Δώσε μου ένα επιτραχήλιο κι ένα ευχολόγιο. Τον ρώτησα τι θα τα κάνει και μου απάντησε: “Θα πάω στο τάδε σπίτι να παντρέψω δυο που συζούν”. Έτσι χωρίς χαρτιά και άδειες! Σε σχετική μου ερώτηση, είπε: “Ας κολαστώ εγώ, τουλάχιστον δεν θα ζουν αυτοί κολασμένα”.

Κάποτε καθόταν απέναντι από έναν επίσκοπο στο τράπέζι μιάς βάφτισης. Πήρε ένα πλαστικό πιάτο μιας χρήσης και το έβαλε στο στήθος του. Του λέει ο δεσπότης τι είναι αυτό που κάνεις παπα-Φώτη? Εκείνος δειχνόντας του το εγκόλπιο του λέει “εσύ γιατί έχεις?”

Ένα καλοκαιρινό καταμεσήμερο με την αφόρητη ζέστη, τον βρήκαμε φορτωμένο με τον τροβά, γεμάτο με τα μαρμαράκια για τον Άγιο Λουκά το μοναστηράκι, το όμορφο δημιούργημα του και τον πήραμε στο σπίτι να ξαποστάσει και να φάει λίγο αν και ήταν γνωστό ότι η νηστεία του σε ποσότητα και ποιότητα ήταν τρομερή.

Με δυσκολία μας ακολούθησε και όταν έφαγε λίγο μας είπε ότι ήταν στενοχωρημένος με κάποιο πρόσωπο που με ευκολία διαλαλούσε θαύματα Αγίων… και μας είπε: “Μα και γω βλέπω… Να μια βραδιά που προσευχόμουν στον Άγιο Λουκά, κατά τα μεσάνυχτα βλέπω από το παραθυράκι του ιερού να μπαίνει δυνατό φως και να λούζει όλη την εκκλησία σε σημείο που έγινε μέρα και έβλεπα κάθε λεπτομέρεια μέσα στο ναό… Ε, σκέφτηκα, κάποιο αυτοκίνητο είναι και φώτιζε μέσα… βγαίνω λοιπόν έξω να δω, αλλά το σκοτάδι δεν άφησε να κάνω 2-3 βήματα… ε και γω σκέφτηκα ότι να μάλλον ο Άγιος Λουκάς πέρασε και φωτίστηκε όλη η εκκλησία. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να κάθομαι να διαλαλώ… ελάτε στον Άγιο Λουκά αυτά είδα κλπ κλπ για να μαζεύω τον κόσμο; Δεν κάνει…πρέπει να σεβόμαστε τους Αγίους και τον Κύριο μας και όχι να τους εκμεταλλευόμαστε…”

Απλός, καθαρός, άδολος, ντόμπρος, βιαστικός, ήξερε με τη καθάρια ματιά του να ξεχωρίζει το ανόθευτο από το μουρνταρεμένο… το αυθεντικό από το ψεύτικο… το γνήσιο από το νοθευμένο, το καρδιακό από το εγκεφαλικό.



Κάποια απογεύματα πηγαίναμε στο Ησυχαστήριο του, στα Πάμφιλα, πριν τη δύση του ηλίου και μετά τον παίρναμε με το αυτοκίνητο για την πολη, και κατά τη διαδρομή έκανε εσπερινό έψελνε και μας έλεγε τα τροπάρια !

Μια μέρα κατάλαβα πως βλέπει Αγίους και σκέφτηκα να κάνω ένα πείραμα! λέω θα επικαλεστώ έναν Άγιο, από μέσα μου, σιωπηλά, και θα δω την αντίδραση του. Άρχισα να λέω: Άγιε Αναστάσιε Πέρση, πρέσβευε υπέρ ημών. Τρεις φορές το είπα νοερώς και γυρνάει στο τζάμι του αυτοκίνητου και λέει ο παπά - Φώτιος: Εσύ ποιος είσαι; δεν ήταν κανείς όμως. ούτε άνθρωπος περαστικός, εφόσον ήμασταν εν κινήσει ούτε έβλεπα τίποτα. Μετά γυρνάει και μου λέει: Εσύ τον επικαλέστηκες; Λέω ναι, και γελούσε με το πείραμά μου. Μετά μου λέει, Τσιμουδιά… Άκουσες; ναναι ευλογημένο, του λέω γέροντα.

Δύο γιατροί που ταξίδευαν με το αυτοκίνητο από το Πλωμάρι για Μυτιλήνη, συνάντησαν τον παπα Φώτη στον δρόμο. Τότε ο συνεπιβάτης είπε στον οδηγό να σταματήσουν για να τον πάρουν μαζί τους. Τότε ο οδηγός είπε: “Άστον, τον παλαβό”. Μετά από λίγα μέτρα κάηκε η μηχανή του αυτοκινήτου. Ακούστηκαν δε εκρήξεις και το αυτοκίνητο πήρε φωτιά.

Πήγαινε σε σπίτια ξαφνικά, όπου υπήρχε ένα πρόβλημα και όταν τον βλέπανε του λεγανε: Παπά - Φώτη ο Θεός σε έστειλε, σε χρειαζόμασταν.

Δεν είχε τηλέφωνο, αρκούσε μια προσευχή, Χριστέ μου στείλε μου τον πατήρ Φώτιο. κι ερχόταν.

Βοηθούσε πολύ κόσμο με πολλούς τρόπους. υλικούς και πνευματικούς, με απλότητα. Δόξα τω Θεώ, τον γνώρισα όταν πήγα στο νησί και με βοήθησε πολύ. Ένα βράδυ προσγειώθηκε στην αυλή μας, απ τα κεραμίδια. Πετούσε.!!!!!!!!! Τον είδαμε 3 άνθρωποι. Και μας είπε αυστηρά: Αυτό που είδατε θα το ξεχάσετε αμέσως. και όντως το ξεχάσαμε, εντελώς και το θυμηθήκαμε στην κηδεία του.


Ο μικρός Παναγιώτης μετέπειτα Παπά - Φώτης με τη θεία Μαριγώ το 1934.

Όσοι έχετε την δυνατότητα, τρέξτε να προσκυνήσετε τον τάφο του, στο χωριό Τρύγωνας της Λέσβου. Η ευωδία που αναδίδεται είναι σα να έρχεται κατ’ ευθείαν από τον παράδεισο. Πραγματικά ο τάφος του ευωδιάζει. Ευλογημένος τόπος το χωριό του Τρύγωνα, ένα χωριό που τόσο πολύ αγάπησε ο παπα-φώτης και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας σπουδαία έργα. Ας έχουμε την ευχή του και την ευλογία του στις δύσκολες μέρες που ζούμε.

του Στρατή Ανδριώτη.


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2020/01/5_17.html



<>


Άγιος Ουίγκσταν ο εν Αγγλία, βασιλιάς της Μερκίας. Ημέρα Μνήμης: 1η Ιουνίου.



Ο Άγιος Ουίγκσταν (Wigstan, πέθανε το 849), βασιλιάς της Μερκίας (840) ήταν γιος και διάδοχος του Ουίγκμουντ της Μερκίας και της Έλφλιντ της Μερκίας κόρης του Κέολγουλφ Α΄ της Μερκίας. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τον Ουίγκσταν από πηγές της εποχής του όπως και για όλους τους τελευταίους βασιλείς βασιλείς της Μερκίας μετά την εξάλειψη του Οίκου του Ικέλ, οι παππούδες του ήταν αντίστοιχα οι Ουίγκλαφ της Μερκίας και ο Κέολγουλφ Α΄.

Ο πατέρας του Ουίγκμουντ ο οποίος είχε συμβασιλεύσει με τον παππού του Ουίγκλαφ πέθανε από δυσεντερία πιθανότερα πριν από αυτόν αφήνοντας τον μικρό Ουίγκσταν διάδοχο του παππού του (840). Ο Ουίγκσταν ωστόσο σύντομα αρνήθηκε την βασιλεία παραιτήθηκε την ίδια χρονιά για να γίνει μοναχός αφήνοντας τον θρόνο της Μερκίας στον μεγάλο θείο του Μπέορθγουλφ της Μερκίας. Ο νέος βασιλιάς Μπέορθγουλφ αργότερα ζήτησε σαν σύζυγο για τον γιο του Μπέορτρικ την χήρα μητέρα του Ουίγκσταν Έλφλιντ, ο ίδιος ο Ουίγκσταν αρνήθηκε λόγω της συγγένειας που είχαν μεταξύ τους. Ο οργισμένος Μπέορθγουλφ αποφάσισε να εκδικηθεί, ο Μπέορτφριθ δεύτερος γιος του Μπέορθγουλφ επισκέφτηκε τον Ουίγκσταν στο μοναστήρι με φιλικές τάχα διαθέσεις, όταν χαιρετήθηκαν τον χτύπησε με το μαχαίρι στο κεφάλι και στην συνέχεια ο υπηρέτης του τον σκότωσε με το ξίφος του.

Ο Φλωρέντιος του Γούστερ αναφέρει: "Ο Μπέορτφριθ γιος του βασιλιά της Μερκίας Μπέορθγουλφ αποφάσισε να δολοφονήσει τον ξάδελφο του Άγιο Ουίγκσταν την 1η Ιουλίου παραμονή της Πεντηκοστής. Οι δυο ήταν εγγόνια βασιλέων της Μερκίας ο Ουίγκσταν του Ουίγκλαφ της Μερκίας και ο Μπέορθγουλφ του Μπέορνγουλφ της Μερκίας, η μητέρα του Ουίγκσταν ήταν κόρη του παλιότερου βασιλιά Κέολγουλφ Α΄. Μετά τον φόνο η σωρός του Ουίγκσταν μεταφέρθηκε στο Ρέπτον για να ταφεί, ένα διάσημο μοναστήρι εκείνης της εποχής στο οποίο είχε ταφεί ο παππούς του Ουίγκλαφ. Πολλά θαύματα καταγράφηκαν αμέσως στον τόπο της μαρτυρικής δολοφονίας του, μια στήλη φωτός εμφανίστηκε μέχρι τον ουρανό και παρέμεινε ορατή από τους κατοίκους 30 μέρες."

Ο τόπος του μαρτυρικού θανάτου του Ουίγκσταν ήταν πιθανότατα το Σροπσάιρ αλλά έχουν προταθεί από τους ιστορικούς και άλλες τοποθεσίες όπως το Λέστερσιρ και το Κεϊμπριτζσάιρ τόποι στους οποίους λατρεύεται η αγιότητα του. Το Ρέπτον, ο τόπος ταφής του έγινε ο διάσημος τόπος λατρείας του Αγίου μέχρι την εποχή που ο Κνούτος μετέφερε τα οστά του στο αβαείο του Ίβσαμ. Ο Ντομινίκ του Ίβσαμ, ηγούμενος του αβαείου του Ίβσαμ έγραψε τον 12ο αιώνα ένα έργο σχετικά με την ζωή του Αγίου Ουίγκσταν. Το αβαείο κατεδαφίστηκε τον 16ο αιώνα την εποχή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης μαζί με πολλά άλλα αβαεία στην Αγγλία εκείνη την εποχή, στην ενοριακή εκκλησία του Σροπσάιρ ανακαλήφτηκε ο διάσημος γυάλινος πυλώνας στον τόπο που εκτοξεύτηκε προς τον ουρανό το θείο φώς μετά την δολοφονία του.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/1.html

<>




Ἁγίος Ἰσίδωρος Ἐπίσκοπος Σεβίλλης. Ήμέρα Μνήμης: 4 Ἀπριλίου.



῾O ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Ἰσίδωρος ἦταν γόνος πριγκιπικῆς οἰκογενείας τῆς Καρθαγένης τῆς Ἱσπανίας.

Τὸ 552, τὰ στρατεύματα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ κατέλαβαν τὴν Καρθαγένη καὶ οἱ γονεῖς του κατέφυγαν στὴν πόλι Ἵσπαλι, τὴν μετέπειτα Σεβίλλη, μία ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικὲς πόλεις τοῦ Βασιλείου τῶν Βησιγότθων μὲ πρωτεύουσα τὸ Τολέτουμ (νῦν Τολέδο, Toledo), μαζὶ μὲ τὰ δύο πρῶτα τους τέκνα, τὸν Ἅγιο Λέανδρο (τιμάται 26 Φεβρουαρίου) καὶ τὴν Φλωρεντῖνα (τιμάται 20 Ιουνίου).

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη συνυπῆρχαν στὸ Βασίλειο Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοί, οἱ τελευταῖοι δὲ εἶχαν τὴν ὑποστήριξι τοῦ φανατικοῦ Βασιλέως Λεοβιγκίλδου (568-586).

Στὴν Σεβίλλη, ἐγεννήθησαν ὁ Φουλγέντιος (τιμάται 4 Ιανουαρίου)  καὶ ὁ Ἰσίδωρος (μετὰ τὸ 560), ὁ νεώτερος τῆς οἰκογενείας.

Διηγοῦνται, ὅτι ἡ τροφός του ἄφησε κάποτε τὸν Ἰσίδωρο, ἀκόμη σπαργανωμένο βρέφος, πλησίον σὲ ἕνα δένδρο τοῦ κήπου. Ἕνα σμάρι μελισσῶν ἐκύκλωσε τὸ βρέφος καὶ ἄφησε στὰ χείλη του λεπτότατο ἴχνος μελιοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν μία προτύπωσις τῆς μελίρρυτης εὐφράδειας τοῦ Ἁγίου.

Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατέρας τους, ὁ Λέανδρος, ἤδη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Σεβίλλης, καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου (τιμάται 12 Μαρτίου), ἔγινε κηδεμὼν τοῦ μικροῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐφρόντιζε ἐπιμελῶς ὁ ἴδιος γιὰ τὴν μόρφωσί του, μαζὶ μὲ ἐκείνη τῶν υἱῶν του Βασιλέως, Ἑρμενεγκίλδο καὶ Ρεκχαρέδο.

Μία ἡμέρα, ὁ Ἰσίδωρος ἐδραπέτευσε ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ νὰ ἀποφύγη τὶς ἐπιπλήξεις τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἐστάθη γιὰ νὰ ξεκουρασθῆ δίπλα σὲ ἕνα πηγάδι καὶ μὲ παιδικὴ περιέργεια παρατηροῦσε τὶς αὐλακιὲς στὸ φιλιατρό. Μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἦλθε νὰ ἀντλήση νερό, τοῦ ἐξήγησε, ὅτι τὸ σκοινὶ τοῦ κουβᾶ ἔγλυψε τὴν πέτρα καὶ κατέληξε νὰ τὴν αὐλακώση. Ὁ μικρὸς Ἰσίδωρος κατενόησε τότε ὅτι, ἂν ἦταν δυνατὸ στὸ σχοινὶ νὰ αὐλακώση τὴν πέτρα, τότε θὰ ἦταν δυνατὸ στὸν ἴδιο, μὲ φιλόπονη μελέτη, νὰ κατανικήση τὴν δυσχέρεια τῆς διανοίας του.

Ἐπέστρεψε πλησίον τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἄρχισε μὲ ἀπαράμιλλο ζῆλο νὰ ἐγκολπώμεται ὅλες τὶς γνώσεις καὶ ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του.

Τὸ ἔτος 576, ὁ Ἅγιος Λέανδρος ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Βετικῆς μὲ ἕδρα τὴν Σεβίλλη. Ἐκτὸς τῶν ποιμαντικῶν καὶ λειτουργικῶν δραστηριοτήτων, ἐργάσθηκε ἀόκνως, ὥστε ἡ Σεβίλλη νὰ γίνη ἕνα λαμπρὸ πολιτιστικὸ κέντρο.

Στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Ἐπισκοπῆς συγκεντρώνει πολλὰ χειρόγραφα, ἐκκλησιαστικὰ καὶ τῆς θύραθεν σοφίας, ἀπὸ τὴν Ρώμη, τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὴν Ἀφρική.

Ὁ δὲ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἐπρόκοψε τόσο πολὺ στὴν κατ᾿ ἄμφω γνῶσι καὶ σοφία, ὥστε ὑπερέβη τοὺς διδασκάλους του καὶ ἔγινε ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, σὲ βαθμὸ ὥστε πολλοὶ ἤρχοντο ἀπὸ μακριὰ γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς λόγους του.

Συνεργὸς στὸ ποιμαντικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου, ἀντεστάθη σθεναρῶς στὸν φανατικὸ αἱρετικὸ Βασιλέα Λεοβίγιλδο καὶ ἐργάσθηκε δραστήρια γιὰ τὴν μεταστροφὴ τῶν ἀρειανοφρόνων Γότθων.

Ὁ Ἅγιος Λέανδρος μετέστρεψε στὴν Ὀρθοδοξία τὸν πρεσβύτερο υἱὸ τοῦ Βασιλέως, Ἑρμενεγκίλδο, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε γιὰ τὴν ὁμολογία του τὸ Μεγάλο Σάββατο, 13ην Ἀπριλίου 584. Ὁ δὲ Λέανδρος ἐξωρίσθη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐξορίας του, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὑπεράσπισι τῆς ἀληθοῦς Πίστεως καὶ τῶν συμφερόντων τῆς Ἐκκλησίας.

Τὴν 21ην Ἀπριλίου 586 ὁ Βασιλεὺς Λεοβίλγιδος ἐτελεύτησε μετὰ ἀπὸ ὀδυνηρὰ νόσου. Εἶχε μετανοήσει γιὰ τὴν ἀπανθρωπία του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀνακαλέσουν τὸν Ἅγιο Λέανδρο, προκειμένου νὰ γίνη ὁδηγὸς καὶ στήριγμα τοῦ διαδόχου του, Ρεκχαρέδου Α' (586-601).

Πράγματι, ὁ νέος Βασιλεὺς ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τρία ἔτη ἀργότερα προΐστατο μετὰ τοῦ Ἁγίου Λεάνδρου τῆς Γ' Συνόδου τοῦ Τολέδου (8η Μαΐου 589), ὅπου διακηρύττεται ἡ μεταστροφὴ ὅλων τῶν Ἀρειανῶν τῆς χώρας στὴν Ὀρθοδοξία.

Μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Τολέδου (589), ὁ Ἰσίδωρος ἀπεσύρθη σὲ Μονή, ὅπου ἀφιερώθηκε στὴν ἡσυχία, τὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Σύντομα ὅμως ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος Λέανδρος (600) καὶ ὁ Ἰσίδωρος ὑποχρεώθηκε νὰ δεχθῆ τὴν χειροτονία εἰς Ἐπίσκοπον Σεβίλλης, ὡς πρώτης ἕδρας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας.

Ἐγκαινιάζεται πλέον γιὰ τὴν Ἱσπανία τῶν Βησιγότθων καὶ τὴν Ἐκκλησία της μία νέα περίοδος, ἡ ὁποία ἐπωνομάσθη Ἰσιδωριανὴ Ἀναγέννησις, χαρακτηριζομένη ἀπὸ μία στενὴ συμμαχία Ἐκκλησίας καὶ Βασιλέως: rex, gens, patria (ἕνας βασιλεύς, μία πίστις, ἕνας νόμος), εἶναι ἤδη ἕνα ἱσπανικὸ γνωμικό.

Κατὰ τὰ σαράντα χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του θητείας, ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε παρηγορητὴς τῶν χειμαζομένων, καταφύγιο τῶν δεινοπαθούντων, ὑπέρμαχος τῆς δικαιοσύνης. Ἰδιαιτέρα ἦταν ἡ μέριμνά του γιὰ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὥστε ἐφρόντιζε νὰ τελοῦνται μὲ τρόπο ἀντάξιο τῆς θείας Δόξης· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θεωρεῖται, ὅτι ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τὸ λεγόμενο Μοζαραβικὸ Λειτουργικὸ Τυπικό.

Ἐπολέμησε σθεναρῶς τὸν προσυλιτισμὸ ἐκ μέρους τῶν Ἑβραίων, χωρὶς ὅμως νὰ συγκατεθῆ στὸν διωγμὸ αὐτῶν. Ἐπέκρινε τὶς μεθόδους (ἀπέλασις καὶ δέσμευσις τῶν ὑπαρχόντων) τοῦ ζηλωτοῦ Βασιλέως Σισεμπούντου (612-621), γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε: « Ἤθελε νὰ ἐπιβάλη μὲ ἐξαναγκασμὸ αὐτό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐπιτευχθῆ διὰ τῆς πειθοῦς καὶ τῆς φωτεισμένης λογικῆς».

Πλήθη κόσμου προσήρχοντο γιὰ νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ τὴν σοφία του, ἡ ὁποία ὑπερεῖχε, λέγεται, ἐκείνης τοῦ Σολομῶντος, καὶ νὰ ἀκούσουν τὰ κηρύγματά του, τὰ ὁποῖα πολὺ συχνὰ ἐπεβεβαιώνοντο ἀπὸ θαύματα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β' Συνόδου τῆς Σεβίλλης (619), τῆς ὁποίας προήδρευσε, ἀναίρεσε μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὰ ἐπιχειρήματα ἑνὸς αἱρετικοῦ μονοφυσίτου ὀπαδοῦ τοῦ Σεβήρου καὶ ἐνώπιον πάντων ἐθεράπευσε ἕναν τυφλό, ἀγγίζων αὐτὸν ἁπλῶς μὲ τὸ γάντι του.

Ἵδρυσε μεγάλο ἀριθμὸ Μονῶν καὶ διωργάνωσε στὴν Σεβίλλη Σχολὴ γιὰ τὴν ἐπιμόρφωσι τῶν Κληρικῶν, ὅπου ἐδίδασκε εὐχαρίστως καὶ ὁ ἴδιος. Κανένα γνωστικὸ ἀντικείμενο δὲν τοῦ ἦταν ξένο, καὶ ἄφησε κληρονομιὰ ἕναν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ πραγματειῶν κάθε εἴδους, οἱ ὁποῖες ἀπετέλεσαν τὴν κύρια πηγὴ τῆς γνώσεως στὴν Δύσι κατὰ τὸν Μεσαίωνα.

Σὲ μεγάλη ἡλικία, ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος προσεβλήθη ἀπὸ σοβαρὰ ἀσθένεια. Διεμοίρασε τότε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του σὲ ἐλεημοσύνες καὶ προετοιμάσθη μὲ προσευχὴ καὶ μετάνοια, προλέγων τὴν θλιβερὰ δοκιμασία, ἡ ὁποία ἐπέκειτο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἱσπανίας, δηλαδὴ τὴν κατάκτησι τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Μουσουλμάνων.

Τέσσερεις ἡμέρες πρὸ τῆς μακαρίας ἐκδημίας του, διέταξε νὰ τὸν μεταφέρουν στὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὅπου ἐξαπλωμένος ἐπὶ τέφρας καὶ σποδοῦ στὸ κέντρο τοῦ Ναοῦ, φορῶν ἕναν τρίχινο χιτῶνα, ἐπεκαλέσθη τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μὲ μιὰ σεμνὴ καὶ μεγαλειώδη προσευχή, λέγων μεταξὺ ἄλλων: «Δι᾿ ἐμέ, Κύριε, καὶ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, καθιέρωσες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ σωτηριῶδες λουτρὸ τῆς Μετανοίας…».

Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς παρισταμένους Ἐπισκόπους, ἐζήτησε νὰ τὸν βοηθήσουν ὅλοι μὲ τὶς προσευχές τους, ἀντήλλαξε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς Ἱερεῖς, προσηυχήθη ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ κελλί του, ὅπου ἐκοιμήθη ἐν σιωπῇ τὴν 4η Ἀπριλίου 636.

Ἡ Σύνοδος τοῦ Τολέδου (653) συναρίθμησε αὐτὸν μὲ τοῦς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ὠνόμασε Ἔξοχο Διδάσκαλο (Doctor Egregius).

Τὸ ἱερὸ Σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου κατετέθη ἀρχικῶς ἀνάμεσα σὲ ἐκεῖνα τῶν Ἁγίων Λεάνδρου καὶ Φλωρεντίνης στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῆς Σεβίλλης. Ἀργότερα, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ μουσουλμάνου ἄρχοντος τῆς Σεβίλλης, Ἀββὰδ Β' Ἀμποὺ Ἂμ (1042-1069), ὁ ὁποῖος ἐσέβετο τὸν Χριστιανισμό, τὰ σεπτά του Λείψανα μετεφέρθησαν στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως Λεόν, ὥστε νὰ εὑρεθοῦν σὲ χριστιανικὴ χώρα. Τὸ ἔτος 1063 ὁ Ναὸς ἀφιερώθηκε πλέον στὸν Ἅγιο Ἱεράρχη.

Τὰ πολυάριθμα ἔργα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου ἔχουν ἐγκυκλοπαιδικὸ χαρακτῆρα. Ἦταν ὁ οἰκουμενικὸς ἐπιστήμων τοῦ πρωΐμου Μεσαιῶνος, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ τὸ πλέον περίφημο ἔργο του, «Ἐτυμολογίαι ἢ Περὶ τῆς τῶν πραγμάτων ἀρχῆς» (20 βιβλία, PL 82, 73-728), τὸ ὁποῖο εἶχε εὐρυτάτη διάδοσι ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέχρι τὴν Ἀναγέννησι καὶ συγκεντρώνει ὅλες τὶς γνώσεις τῆς ἐποχῆς του. Σὲ αὐτὸν ὀφείλει ἡ Δύσις, πολὺ πρὶν τοὺς Ἄραβες, τὴν γνωριμία της μὲ τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλους.



<>

Οσία Ματρώνα η δια Χριστόν Σαλή, η Ανυπόδητη. Ημέρα Μνήμης: 30 Μαρτίου.



Η Ματρώνα Πέτροβνα Μυλνίκοβα ήταν γνωστή στην Πετρούπολη με το όνομα «Ματρώνα η Ανυπόδητη». Γεννήθηκε στο χωριό Βανίνα, της περιοχής Όντελενσκ, της επαρχίας Κοστρόμα. Οι γονείς της ήταν χωρικοί και κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Πατέρας της ήταν ο Πιότρ Εφστιγκνίεβιτς Στσερμπίνιν και μητέρα της η Αγάπη, από το χωριό Αντόνοβο της ίδιας επαρχίας. Εκτός από την Ματρώνα είχαν τρείς γιούς: Το Μακάριο, τον Αλέξανδρο και τον Ιβάν. Όλοι τους ήταν αγράμματοι, όπως και η Ματρώνα, και ζούσαν με την γεωργία. Δεν ξέρουμε άν ζούν σήμερα ή αν άφησαν απογόνους. Από τους συγγενείς της Ματρώνουσκα μόνο δύο εγγόνια ήταν γνωστά στην Πετρούπολη: Ο Παύλος Ιβάνωφ Πουμυάντσεφ και η αδερφή του Ελισάβετ.


Η ίδια η Ματρώνα είχε παντρευτεί τον Γέγκορ Τιχόνοβιτς Μυλνίκωφ, έναν άνθρωπο από την κατώτερη τάξη της Κοστρόμα. Ο γάμος όμως γι’ αυτήν ήταν μια σκληρή δοκιμασία. Σ’ όλο το διάστημα που ήταν παντρεμένη δοκίμασε πολλές θλίψεις. Στην Κοστρόμα η Ματρώνα Πέτροβνα είχε ένα μικρό σπίτι στην οδό Σέργιεφ κι ένα μικρό παντοπωλείο.

Στον Τουρκικό πόλεμο του 1877 – 1878 ο άντρας της επιστρατεύτηκε και πέθανε στο στρατό. Η Ματρώνα τον είχε ακολουθήσει ως νοσοκόμα. Για την υπηρεσία της αυτή πληρωνόταν με 25 ρούβλια το μήνα. Με το που έπαιρνε το μισθό της όμως τον μοίραζε στους στρατιώτες εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι.



Όταν τέλειωσε ο πόλεμος η Ματρώνουσκα αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής της στην υπηρεσία του Θεού και του πλησίον. Πούλησε όλη την περιουσία που είχε στην Κοστρόμα και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς. Η ίδια από τότε ανέλαβε τη δύσκολη και σκληρή άσκηση της διά Χριστόν Σαλής κι άρχισε να περιπλανιέται από δώ κι από κεί σε διάφορα προσκυνήματα. Το πρώτο της προσκύνημα το’ κανε ξυπόλητη στους θαυματουργούς του Σολόφκι. Από τότε, δηλαδή από την εποχή της τουρκικής επίθεσης, η γερόντισσα ταξίδεψε σε πολλούς άγιους τόπους της Ρωσίας και της Παλαιστίνης (στα Ιεροσόλυμα πήγε τέσσερις φορές).

Παντού πήγαινε ξυπόλητη. Δεν ξαναφόρεσε παπούτσια στην ζωή της. Δεν έδινε καμία σημασία αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι, άν έκανε κρύο ή ζέστη. Περπατούσε πάντα ξυπόλητη για σχεδόν τριάντατρία χρόνια. Ρούχα ζεστά δεν είχε. Φορούσε πάντα ελαφρά καλοκαιρινά και άσπρα, σαν ένδειξη της αγγελικής αγνότητάς της.



Στην Αγία Πετρούπολη έζησε περίπου τριάντα χρόνια. Στην αρχή ζούσε στην πλευρά της Πετρούπολης. Έπειτα, τα τελευταία δεκάξι χρόνια τα πέρασε στο παρεκκλήσι «Χαρά των Θλιβομένων», που είναι δίπλα στο Υαλουργείο.

Στη γειτονιά αυτή, κοντά στο παρεκκλήσι, στη λεωφόρο Σλίσελμπουργκ, μπορούσε να συναντήσει κανείς την Ματρώνουσκα.
Ήταν πάντα ντυμένη στα λευκά, μ’ ένα μπαστουνάκι στο χέρι, μά πάντα ξυπόλητη. Σπάνια τύχαινε να περνάει κανείς κοντά από το διαμέρισμα της Ματρώνουσκα και να μην σταματάει να της ζητήσει να κάνει προσευχή για τις διάφορες δύσκολες περιστάσεις της ζωής του. Και πολλοί από τους θαυμαστές της της έδιναν ελεημοσύνες ανάλογα με τη δύναμή τους. Μερικοί δεν ντρέπονταν να της αφήνουν έστω κι ένα καπίκι, ενώ άλλοι της έδιναν γενναία ποσά. Η Κα Λ. για παράδειγμα της έδωσε κάποτε πεντακόσια ρούβλια, ο έμπορος Ρ. της έδινε είκοσι πέντε ρούβλια το μήνα, πολλοί άλλοι της έδιναν πότε πότε διάφορα αξιόλογα ποσά. Κι η Ματρώνουσκα χρησιμοποιούσε όλες αυτές τις δωρεές για ελεημοσύνες. Έδινε στους φτωχούς, βοηθούσε τις οικογένειές τους, έστελνε δωρεές σε Μοναστήρια και σε φτωχές Ενορίες. Αγόραζε Ευαγγέλια και άγιες Εικόνες και τα έδινε ευλογία στους επισκέπτες της, που ανέρχονταν σε χιλιάδες κάθε χρόνο. Κι ακόμα έστελνε κάθε χρόνο περίπου χίλια οκτακόσια κιλά λάδι για τα καντήλια σε διάφορα Μοναστήρια κι ενοριακές Εκκλησίες.



Με τις προσευχές της Ματρώνουσκα πολλοί αλκοολικοί ελευθερώθηκαν από το ολέθριο πάθος τους –τη μέθη. Ιδιαίτερα αγαπητή η Ματρώνουσκα ήταν ανάμεσα στους φτωχούς της Πετρούπολης, στους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους, αυτούς που κατέφευγαν σε κείνην για να τη συμβουλευτούν και να παρηγορηθούν στις περιόδους των θλίψεων και των δοκιμασιών. Δεν μπορεί να πεί κανείς όμως πως οι θαυμαστές της Ματρώνουσκα ήταν αποκλειστικά οι φτωχοί κι οι δυστυχισμένοι. Είχε πολλούς θαυμαστές κι από τους μορφωμένους, από τη μεσαία αλλά κι από την υψηλή κοινωνία. Γινόταν δεκτή και σε σπίτια αρχόντων, που κατέφευγαν σ’αυτήν για πνευματική βοήθεια, γιατί είχε το χάρισμα της προόρασης και τους προειδοποιούσε για πολλά κακά που τους περίμεναν, πρόλεγε το μέλλον τους.

Από τα θαύματά της.

Ο Προκόπιος Βασίλιεβιτς Λαμπούτιν ήταν χωρικός από το χωριό Σλόμποντα, της περιοχής Τβερ... Ζούσε στην Αγία Πετρούπολη, στη λεωφόρο Ζαμπαλκάνσκυ... Αυτός μας διηγήθηκε πως τον Οκτώβριο του 1910 ήταν άνεργος. Όλα τ' αποθέματά του είχαν εξαντληθεί. Όσο κι αν προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε να βρει μιά δουλειά
ή να κερδίσει λίγα χρήματα γιά να ζήσει. Σ' αυτή τη θλιβερή κι απελπιστική κατάσταση επισκέφτηκε τη Ματρώνουσκα, της διηγήθηκε την ελεεινή του θέση και τη δυστυχία του και την παρακάλεσε να προσευχηθεί γι' αυτον. Η Ματρώνουσκα προσευχήθηκε αμέσως. Μετά σταύρωσε τον Λαμπούτιν με μία Εικόνα, τον ράντισε με Αγιασμό και του είπε:
- Λοιπόν, μην απελπίζεσαι τόσο εύκολα. Θα προσευχηθώ πάλι γιά σένα κι ο Θεός θα δώσει. Αύριο θά 'χεις δουλειά. Με το που γύρισε στο σπίτι του από τη Ματρώνουσκα, ο Λαμπούτιν έλαβε ευχάριστα νέα από το θείο του πως είχε βρει κάποια δουλειά. Την άλλη μέρα δούλευε κιόλας, όπως ακριβώς το προείπε η Ματρώνουσκα...

Πηγή: Οσία Ματρώνα η Ανυπόδητη. Μετάφραση - Επιμέλεια: Πέτρος Μπότσης

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2019/09/blog-post_18.html



<>



Ἅγιος Νικήτιος Ἐπίσκοπος Λουγδούνου. Ήμέρα Μνήμης: 2 Ἀπριλίου.



῾O ἐν Ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Νικήτιος ἐγεννήθη στὴν Βουργουνδία (περιοχὴ τῆς ἀνατολικῆς Γαλλίας), τὸ ἔτος 513 σὲ ἀρχοντικὴ καὶ πολὺ εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του Φλωρέντιος ἐσκέπτετο μάλιστα νὰ δεχθῆ τὴν ἐκλογή του στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Γενεύης, μετὰ τὴν γέννησι τοῦ τρίτου αὐτοῦ τέκνου. Ἀλλὰ ἡ θεοσεβὴς σύζυγός του Ἄρτεμις τοῦ ἀπεκάλυψε, ὅτι εἶχε λάβει πληροφορία ὅτι τὸ παιδί, τὸ ὁποῖο ἔμελλε νὰ γεννηθῆ θὰ ἐγίνετο Ἐπίσκοπος. Ὁ Φλωρέντιος ἀπεφάσισε τότε νὰ μὴν ἀναλάβη ἄλλη διακονία, παρὰ μόνο νὰ φροντίση γιὰ τὴν διαπαιδαγώγησι τοῦ υἱοῦ του.

Ὁ Νικήτιος, τόσο ἀπὸ τὰ φυσικά του χαρίσματα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν φροντίδα καὶ ἀνατροφὴ τῶν εὐσεβῶν γονέων του, ἐφάνη πολὺ ἐνωρὶς ἕτοιμος νὰ ἀναλάβη τὰ βαρύτερα ἀξιώματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ λόγῳ τῆς μεγάλης του ταπεινοφροσύνης παρέμεινε στοὺς χαμηλοτέρους βαθμοὺς τῶν διακονιῶν.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ Νικήτιος συνέχισε νὰ ζῆ μίαν εὐσεβῆ καὶ εἰρηνικὴ ζωὴ πλησίον τῆς μητρός του. Υἱὸς ὑπάκουος καὶ ἀφωσιωμένος, ἀπεχθάνετο τὴν ἀργία, τοῦ ἄρεσε δὲ νὰ συμμετέχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὑπηρέτες στὶς ταπεινὲς ἐργασίες. Δὲν ἐδίσταζε νὰ ἐκτελῆ χειρονακτικὲς ἐργασίες, ἀκολουθῶν τὶς συμβουλὲς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου.

Κάποτε, ἐμφανίσθηκε στὸ πρόσωπό του ἕνας κακοήθης ὄγκος, ὁ ὁποῖος ἐμεγάλωσε καὶ ἐρεθίσθη τόσο πολύ, ὣστε νὰ θέση σὲ κίνδυνο τὴν ζωή του. Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιο Μαρτῖνο τῆς Τουρώνης (τιμάται 12 Νοεμβρίου), τὸν ἐπεκαλέσθη μὲ μεγάλη ζέσι. Τὸ παιδὶ διηγήθηκε, ὅτι κατὰ τὴν δευτέρα ἡμέρα «ὁ μακάριος Μαρτῖνος μὲ ἐσφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ μὲ διέταξε νὰ σηκωθῶ, διότι δὲν εἶμαι πλέον ἄρρωστος». Παρέμεινε μόνο μία ἄσχημη οὐλή, ἡ ὁποία ἔδωσε καθ᾿ ὅλον τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του μαρτυρία γιὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἀγρικολάου (τιμάται 26 Φεβρουαρίου), Ἐπισκόπου Καβιλλόνου (σήμερα Σαλὸν-σὺρ-Σόν).

Παρὰ τὶς ποιμαντικὲς καὶ λειτουργικές του ὑποχρεώσεις, συνέχισε νὰ ἐργάζεται ἐκ τῶν ἰδίων χειρῶν αὐτοῦ, προκειμένου νὰ βοηθῆ τοὺς πτωχούς, ὅπως διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἔδειχνε ἰδιαίτερη ἔγνοια γιὰ τὴν νεοελαία καὶ ἀνέτρεφε ὅλα τὰ παιδιὰ τῶν συγγενῶν καὶ ὑπηρετῶν του μὲ τὰ νάματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἰδίως τῶν Ψαλμῶν. Τοὺς προέτρεπε νὰ ἀγαποῦν τὴν ἁγνότητα. Διὰ μέσου τῆς ἁγίας αὐτῆς φροντίδος καὶ τῶν δραστηριοτήτων αὐτῶν ὁ ἅγιος Πρεσβύτερος Νικήτιος ἐτοιμάζετο γιὰ τὴν Ἀρχιερωσύνη.

Κατὰ τὸ ἔτος 550, σὲ μία Σύνοδο στὸ Παρίσι, ὁ θεῖος του, Ἅγιος Σακερδὸς (τιμάται 12 Σεπτεμβρίου), Ἀρχιεπίσκοπος Λουγδούνου (νῦν Λυών), ἔπεσε βαρειὰ ἄρρωστος.

Ὁ Βασιλεὺς Χιλδεβέρτος ὁ Πρεσβύτερος - υἱὸς τοῦ Χλωδοβίκου και τῆς Ἁγίας Κλοτίδης (τιμάται 3 Ιουνίου) - ἦλθε νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς τοῦ εἶπε: «Ζητῶ νὰ μὲ διαδεχθῆ ὡς Ἐπίσκοπος τοῦ Λουγδούνου ὁ Πρεσβύτερος Νικήτιος, ὁ ἀνηψιός μου. Δύναμαι νὰ δώσω μαρτυρία, ὅτι εἶναι ἁγνὸς καὶ σώφρων, ὅτι ἀγαπᾶ τοὺς Ναοὺς τοῦ Χριστοῦ μας, ὅτι εἶναι φύσει ἐλεήμων, καὶ ὅτι γενικὰ ἐπιμελεῖται τόσο στὰ ἔργα του ὅσο καὶ στὸ ἦθος του νὰ ἐνεργῆ ὅπως ἁρμόζει στοὺς ἀληθινοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ». Ἀπάντησε ὁ Βασιλεύς: «Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γενηθήτω!».

Οὕτως, ὁ Νικήτιος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Λουγδούνου μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη ὅλου τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Ἦτο τότε περίπου σαράντα ἐτῶν.

Ἀρχιεπίσκοπος συνετός, τίμιος και προικισμένος μὲ πολλὰ χαρίσματα, ἀληθὴς μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, φίλος τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ὁμόνοιας, πάντοτε πρόθυμος νὰ συγχωρή, ἀλλὰ χωρὶς ἀδυναμία.

Ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἔδειχνε σὲ ὅλους καὶ σὲ ὅλα μία φιλανθρωπία ὑπερφυσική. Ἐφρόντιζε, συμμετέχων καὶ ὁ ἴδιος στὶς ἐργασίες, νὰ οἰκοδομοῦνται Ναοί, νὰ ἐπιδιορθώνωνται οἰκίες, νὰ σπείρωνται οἱ ἀγροὶ καὶ νὰ φυτεύωνται ἀμπέλια, χωρὶς νὰ ἀμελήση ποτὲ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς.

Ἂν κάποιος τὸν ἔβλαπτε, συγχωροῦσε αὐτὸν ἀμέσως, ἢ ἄν τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ περίπτωσις, ἔβαζε κάποιον ἄλλον νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ τοῦ ὑπαιτίου. 

Μία φορά, διηγεῖται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Τουρώνης (τιμάται 17 Νοεμβρίου, 539-594), ἔστειλε τὸν Πρεσβύτερο Βασίλειο στὸν Κόμητα Ἀρμαντάριο, τὸν τότε Δικαστὴ τῆς πόλεως τοῦ Λουγδούνου, νὰ τοῦ εἰπῆ: «Ὁ Ποιμενάρχης μας ἔχει κρίνει καὶ τακτοποιήσει τὴν τάδε ὑπόθεσι, ἡ ὁποία ὡστόσο ἐπανέρχεται καὶ Σᾶς προειδοποιεῖ, νὰ μὴν ἀσχολῆσθε μὲ αὐτήν».

Ὁ Κόμης πλήρης θυμοῦ, ἀπάντησε: «Πήγαινε νὰ τοῦ εἰπῆς, ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς ὑποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἀναφέρθηκαν πρῶτα σὲ αὐτόν, θὰ τακτοποιηθοῦν μὲ τὴν ἀπόφασι ἄλλου».

Ὁ Πρεσβύτερος ἐπέστρεψε καὶ μετέφερε ἁπλᾶ τὸ πρᾶγμα, ὅπως τὸ εἶχε ἀκούσει. Ὁ Ἅγιος Νικήτιος στενοχωρήθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἀληθῶς, δὲν θὰ λάβης εὐλογίες ἀπὸ τὸ χέρι μου, ἐπειδὴ ἔφερες εἰς τὰ ὦτα μου λόγους, τοὺς ὁποίους ὁ θυμὸς ἀπήγγειλε».

Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἐκάθητο στὸ τραπέζι, ἐγὼ (διηγεῖται ὁ Γρηγόριος), εὑρισκόμουν δίπλα του, ἀριστερά του, ὡς Διάκονος τότε, καὶ μοῦ εἶπε χαμηλοφώνως: «Εἰπὲ στοὺς Ἱερεῖς νὰ μὲ παρακαλέσουν γι᾿ αὐτόν». Τοὺς εἶπα αὐτό, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ὡμίλησε, διότι δὲν ἐκατάλαβαν τὴν πρόθεσι τοῦ Ἁγίου. Τότε ὁ Ἅγιος μοῦ εἶπε: «Λοιπόν, πρέπει Ἐσὺ νὰ σηκωθῆς καὶ νὰ μὲ παρακαλέσης γι᾿ αὐτόν».

Σηκώθηκα ἔντρομος, καὶ πεσὼν ἀσπάσθηκα τὰ γόνατά του, μεσιτεύων γιὰ τὸν Πρεσβύτερο. Ἐδέχθη τὴν παράκλησι καὶ δίδων εἰς αὐτὸν τὶς εὐλογίες, εἶπε: «Ἀδελφοί, τὰ περιττὰ λόγια, οἱ ἀγενεῖς γογγυσμοὶ ἂς μὴν φθάνουν στὰ ὦτα μου. Δὲν εἶναι πρέπον λογικοὶ ἄνθρωποι νὰ θυμηθοῦν τὰ μάταια λόγια παραλόγων ἀνθρώπων. Μόνο νὰ προσπαθήσετε νὰ ἀποστομώσετε μὲ τὰ ἐπιχειρήματά Σας ὅσους ἐπιχειροῦν νὰ στήσουν παγίδες ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσο γιὰ τὰ ἀνόητα λόγια, δὲν τὰ ὑπολογίζω, δὲν θέλω κἂν νὰ τὰ ἀκούσω». Μακάριος ἄνθρωπος, ὁ θέλων πάσῃ δυνάμει νὰ ἀποφύγη τὸ σκάνδαλο!

Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἐκυβέρνησε τὴν ἐπιφανῆ Μητρόπολι τοῦ Λουγδούνου ἐπὶ περίπου εἴκοσι δύο ἔτη. Συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὴν δευτέρα Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου, τὸ 567, ὅπου καὶ συνέβαλε στὴν ἀποκατάστασι τῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλατίας.

Τέλος, ἀφοῦ ἐτακτοποίησε τὰ τῆς Μητροπόλεως καὶ συνέταξε τὴν Διαθήκη του,
ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν, τὴν 2αν Ἀπριλίου 573.

Ἐνεταφιάσθη στὸν ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου καὶ τῶν 48Μαρτύρων, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ἅγιος Εὐχέριος (τιμάται 16 Νοεμβρίου, 450) προκειμένου νὰ φυλάσσωνται ἐκεῖ τὰ ἅγια Λείψανα τῶν ἐνδόξων Μαρτύρων τοῦ Λουγδούνου, τῶν μαρτυρησάντων ἐν ἔτει 177.

Τὰ ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικητίου, ὁ τάφος καὶ τὸ λάδι τῆς κανδήλας του, ἀκόμη καὶ τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα ἄρχισαν ἀμέσως νὰ τελοῦν ἀμέτρητα θαύματα. Πολὺ ἐνωρίς, ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι συνέρρεαν στὸ ἱερό του Μνῆμα ἀνέδειξε τόσο σημαντικὸ αὐτὸ τὸ προσκύνημα, ὥστε ἡ Βασιλικὴ τοῦ Λουγδούνου μετωνομάσθη τοῦ Ἁγίου Νικητίου (Σὲντ Νιζιέ).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Τουρώνης μᾶς διέσωσε μαρτυρίες γιὰ τὰ θαύματα αὐτά. Ὁ Διάκονος Αἰγοῦλφος, στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν Ρώμη, ἀπ᾿ ὅπου ἔφερε ἱερὰ Λείψανα, διῆλθε ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου, μόνο γιὰ νὰ προσευχηθῆ στὸν τάφο του. Εἶδε τότε ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι συνηθροίζοντο στὸ Μνῆμα, ὅπως οἱ μέλισσες στὴν κυψέλη. Ἄλλοι ἐλάμβαναν ἀπὸ τὸν Προσμονάριο Πρεσβύτερο ἀπόκηρα γιὰ εὐλογία, ἄλλοι ἔπαιρναν ὀλίγη σκόνη, ἄλλοι ὀλίγα κρόσσια ἀπὸ τὸ κάλυμμα τοῦ Μνήματος, καὶ ὅλοι τους ἐπίστευαν, ὅτι ἔπαιρναν μαζί τους ἀπὸ τὴν θεραπευτικὴ χάρι τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Διάκονος Αὐγοῦλφος, πλήρης πίστεως, δὲν ἠδυνήθη νὰ συγκρατήση τὰ δάκρυά του καὶ εἶπε: «Ἂν ἡ εὐλάβεια τοῦ Ἐπισκόπου μου μὲ κάνει νὰ μεταβῶ διὰ θαλάσσης μέχρι τὰ Μνήματα τῶν Μαρτύρων γιὰ νὰ φέρω ἱερὰ Λείψανα, γιατί νὰ μὴν πάρω κάτι ἀπὸ ἕναν ἅγιο Ὁμολογητὴ τῆς Γαλατίας;». Καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἱερέα ὀλίγα βότανα, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀποθέσει κάποιοι εὐλαβεῖς Προσκυνητὲς στὸ Μνῆμα. Μόλις ἔφθασε στὴν οἰκία του, ἐδικαιώθη ἡ πίστις του: σὲ ὅσους ἀσθενεῖς ἔδωσε νὰ πιοῦν ἐκχύλισμα ἀπὸ τὰ φύλλα αὐτά, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου ἔδωσε πάλι τὴν ὑγεία, ἀφανίζουσα τὸν πυρετό.

Ἕνας ἄλλος Διάκονος, ὁ ὁποῖος εἶχε τυφλωθῆ ἀπὸ μία ἐπώδυνη ἀσθένεια, μαθὼν τὰ ἄπειρα θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔκαμνε ὁ Ἅγιος Νικήτιος ἰδίως στοὺς τυφλούς, ἔλεγε στοὺς συγγενεῖς του: «Ἂν ἐπήγαινα στὸν τάφο του καὶ ἔπαιρνα ἀπὸ ἐκεῖ κάποια εὐλογία, ἢ ἤγγιζα μόνο τὸ κάλυμμα του, θὰ θεραπευόμουν». Τὸ ἐπαναλάμβανε συχνά.

Κάποτε ἕνας κληρικὸς τοῦ εἶπε: «Ἔχεις δίκαιο νὰ τὸ πιστεύης, καὶ γιὰ νὰ δυναμωθῆ ἔτι περισσότερο ἡ πίστις σου, ἰδοὺ μία περγαμηνή, στὴν ὁποία καταγράφονται πολλὰ σχετικὰ μὲ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου». Ὁ δὲ Διάκονος, θεόθεν ἐμπνευσθείς, εἶπε: «Πιστεύω, ὅτι ὁ Θεὸς δύναται νὰ τελέση θαυμάσια διὰ τῶν δούλων Του», καὶ ἔθεσε ἐπάνω στοὺς ὀφθαλμούς του τὴν περγαμηνή. Παραχρῆμα διελύθη τὸ σκότος τῶν ὀφθαλμῶν του καὶ ἐδιάβασε εὐγνώμων καὶ ἀγαλλόμενος τὶς διηγήσεις τῶν θαυμάτων τοῦ εὐεργέτου του.

Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ!


<>



Ἅγιος Παῦλος Πρῶτος Ἐπίσκοπος Ναρβόννης. Ήμέρα Μνήμης: 22 Μαρτίου.



῾O Ἅγιος Πατὴρ ἡμῶν Παῦλος συμμετεῖχε στὴν ἀποστολὴ τῶν ἑπτὰ Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐστάλησαν τὸν 3ο αἰ. ἀπὸ τὴν Ρώμη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πάπα Φαβιανοῦ (τιμάται 5 Αὐγούστου, 236-250), γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Γαλατίας, μετὰ τοὺς Διωγμοὺς τοῦ Δεκίου (περὶ τὸ 250).

Οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ Ἐπίσκοποι ἦσαν οἱ ἑξῆς: Ἅγιος Διονύσιος Παρισίων (τιμάται 9 Ὀκτωβρίου), Ἅγιος Αὐστρεμόνιος Ὠβέρνης (τιμάται 1η Νοεμβρίου), Ἅγιος Σατουρνῖνος Τουλούζης (τιμάται 29 Νοεμβρίου), Ἅγιος Γατιανὸς Τουρώνης (τιμάται 18η Δεκεμβρίου), Ἅγιος Τρόφιμος Ἀρελάτης (τιμάται 29 Δεκεμβρίου), Ἅγιος Παῦλος Ναρβόννης (τιμάται 22 Μαρτίου) καὶ Ἅγιος Μαρτιάλιος Λιμόζης (τιμάται 30 Ἰουνίου).

Ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Ναρβονέζ - ἐκτεταμένη περιοχή, ἡ ὁποία περιελάμβανε τὴν σημερινὴ Προβηγκία καὶ τὸ Λάγκεντοκ, ἀπὸ τὴν Λίμνη τῆς Γενεύης ἕως τὶς ἀκτὲς τοῦ Ἀτλαντικοῦ.

Ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Μπεζιέ, ὅπου ὥρισε Ἐπίσκοπο τὸν μαθητή του Ἀφροδίσιο καὶ μετέβη στὴν Ναρβόννη, ἀρχαία ρωμαϊκὴ ἀποικία καὶ πρωτεύουσα αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας.

Τὸ κήρυγμά του βρῆκε ἀμέσως ἀπήχησι στὶς ψυχὲς τῶν κατοίκων καὶ ἀξιώθηκε νὰ οἰκοδομήση Ναό, γιὰ νὰ ἐκκλησιάζεται ἡ Χριστιανικὴ Κοινότης.

Ἀφηγοῦνται, ὅτι μὲ παρότρυνσι τοῦ πονηροῦ, δύο ἀπὸ τοὺς Διακόνους του, κινούμενοι ἀπὸ φθόνο ἐναντίον του, ἐκατηγόρησαν αὐτὸν γιὰ αἰσχρὸ ἔγκλημα.

Ὁ Ἅγιος Ποιμένας δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν κατηγορία: συνεκάλεσε Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι κατέθεσαν καλὴ μαρτυρία. Ἀπήντησε μὲ πραότητα καὶ ἐπιείκεια στοὺς κατηγόρους του, οἱ ὁποῖοι κατὰ παραχώρησι Θεοῦ ἐδαιμονίσθησαν εἰς ἔνδειξιν τοῦ ψεύδους τῆς συκοφαντίας τους καὶ τοὺς ἐλύτρωσε μὲ τὴν προσευχή του ἀπὸ τὸν δαίμονα.

Ἀφοῦ ἔλαμψε μὲ τὸ κήρυγμά του καὶ τὰ θαύματά του ἐπὶ πολλὰ ἔτη, ὁ Ἅγιος Παῦλος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, ἀφήνων ὡς πηγὴ εὐλογίας στὴν πόλι τῆς Ναρβόννης τὸ τίμιο Σκήνωμά του.

Μία χριστιανικὴ σαρκοφάγος τοῦ 3ου αἰ. εὑρέθη κάτω ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου, μὲ πλουσία διακόσμησι. Εἶναι πολὺ πιθανόν νὰ εἶναι αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου, καθὼς κατέ στη τόπος προσκυνήματος καὶ ἐκτίσθη ἕνας πρῶτος Ναὸς τὸν 4ο αἰ., γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Ὅσιος Ἐπίσκοπος ἐτιμήθη ὡς Ἅγιος ἀμέσως μετὰ τὴν Κοίμησί του.

Ἡ πρώτη Βασιλικὴ ἐκάη τὸν 5ο αἰ., ἀνακαινίσθηκε ἐπανειλημμένως, καὶ τέλος στὴν ἀρχὴ τοῦ 13ου αἰ. Σώζονται οἱ χριστιανικὲς κρύπτες, μὲ ψηφιδωτὰ τοῦ 2ου καὶ 3ου αἰ.

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Παύλου ἐκάη σχεδὸν ὁλοσχερῶς κατὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάστασι. Στὸ παρεκκλήσι τὸ λεγόμενο «Μικρὸς Ἅγιος Παῦλος» εὑρίσκονται τὰ λίγα τμήματα τῶν ἱερῶν αὐτοῦ Λειψάνων, τὰ ὁποῖα διεσώθησαν ἀπὸ τὶς ἱεροσυλίες τοῦ 1793.

Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τῆς Τουρώνης (τιμάται 17 Νοεμβρίου), ἕνας Βίος τοῦ Ἁγίου Παύλου τὸν παρουσιάζει ὡς μαθητὴ τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ μιὰ τοπικὴ παράδοσις τὸν ταυτίζει μὲ τὸν ἀνθύπατο Κύπρου Σέργιο Παῦλο, ὁ ὁποῖος προσηλυτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (βλ. Πράξ. ιζ' 3). Λέγεται, ὅτι ἠκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν Ρώμη, ὅπου ὑπέφερε δεινὰ γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν μετέβη στὴν μεσημβρινὴ Γαλατία νὰ κηρύξη τὸ Εὐαγγέλιο. Καθ᾿ὁδὸν πρὸς τὴν Ἱσπανία, γιὰ νὰ συναντήση τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, λέγεται, ὅτι ἵδρυσε τὶς Ἐκκλησίες τοῦ Μπεζιὲ καὶ τῆς Ναρβόννης.



<>


Όσιος Προκόπιος του Ουστιούγκ Ρωσίας ο δια Χριστόν σαλός. Ημέρα Μνήμης: 8 Ιουλίου.



Ὁ πρῶτος διά Χριστόν Σαλός τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ἐφ' ὅσον κατά τήν ἐπικρατοῦσα ἄποψη στό Νόβγκοροντ ἐμφανίσθηκαν γιά πρώτη φορά οἱ Γιουροντίβγιε - διά Χριστόν Σαλοί.

Ὁ μακάριος Προκόπιος δέν ἦταν Ρωσικῆς, ἀλλά Δυτικῆς - Λατινικῆς καταγωγῆς. Κατά τόν Ρωσικό Βίο του (πού συντάχθηκε 200 χρόνια μετά τόν θάνατό του), γεννήθηκε σέ κάποια ἀπό τίς Γερμανικές πόλεις (ἕνα θαῦμα του κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μᾶλλον ταυτίζει τήν ἰδιαίτερη του πατρίδα μέ τό Λιούμπεκ), σέ πλούσια οἰκογένεια. Γιά τήν ἐκτός Ρωσίας ζωή του δέν διασώθηκαν κάποιες πληροφορίες. Σέ ὥριμη ἡλικία, ἐπιβιβάσθηκε μέ ὅλο του τόν πλοῦτο σέ ἕνα ποταμόπλοιο καί ἔπλευσε ἀνατολικά. Γνώρισε τήν Ὀρθοδοξία στό Νόβγκοροντ καί γοητευμένος ἀπό τήν μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας Της Τήν ἀσπάσθηκε καί βαπτίσθηκε στή Μονή τοῦ Χουτίν. Στήν συνέχεια, ἀφοῦ μοίρασε τήν περιουσία του στούς πτωχούς, μοναχός ἤ ὄχι δέν εἶναι ἐξακριβωμένο, κατευθύνθηκε ἀνατολικώτερα καί κατέληξε Σαλός στό Οὔστιουγκ, στόν ποταμό Σουκώνα.

Σάν Σαλός ἔζησε χωρίς μόνιμη κατοικία. Συνήθιζε νά κοιμᾶται πάνω σέ σωρούς κοπριάς ἤ στά σκαλιά τῶν Ἐκκλησιῶν. Περισσότερο γυμνός παρά ντυμένος, δέν ἔδειχνε νά ἐπιρεάζεται ἀπό τόν καύσωνα καί κυρίως τόν πολικό Ρωσικό χειμῶνα (αἰῶνες ἀργότερα ὁ ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ θά μιλήσει "γιά τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού σάν γοῦνα σκεπάζει τούς ἀσκητές"!). Τροφή του ἦταν ὅ,τι τοῦ πετοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ποτέ ὅ,τι τοῦ πρόσφεραν οἱ ἄδικοι πλούσιοι, συνήθως ὅτι τοῦ ἔδιναν οἱ ἔντιμοι πτωχοί. Στήν ἀρχή τῆς ἀσκήσεώς του οἱ κάτοικοι τόν ἀντιμετωπίζουν σάν τρελλό, ἔτσι τά παιδιά τόν πειράζουν καί οἱ ἀγροίκοι τόν κτυποῦν.

Ἕνα συγκλονιστικό θαῦμα θά ἀποκαλύψει στούς συντοπίτες του τήν κρυμμένη πίσω ἀπό τήν σαλότητα ἁγιότητά του. Μία ἡμέρα ἄρχισε νά κλαίει, προλέγοντας μία μεγάλη καταστροφή, ὅμως κανείς δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Ὅταν ἕνα μαῦρο σύννεφο ἐμφανίζεται στόν οὐρανό καί ὑπόκωφες βροντές σείουν τόν τόπο, ὁ μακάριος τρέχει στήν Ἐκκλησία καί γονατίζει προσευχόμενος μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γύρω του σιγά-σιγά συγκεντρώνονται οἱ πανικόβλητοι κάτοικοι καί ἡ Θεοτόκος δέχεται τήν προσευχή τοῦ Σαλοῦ, κάνοντας φανερή τήν εὔνοιά Της μέ ἕνα αὐλάκι μύρου πού ἄρχισε νά τρέχει ἀπό τήν Εἰκόνα Της. Ὅταν τό σκοτάδι διαλύθηκε διαπιστώθηκε, ὅτι τό σύννεφο εἶχε "ξεσπάσει" 20 βέρτσια ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἐπρόκειτο γιά μία βροχή μετεωριτῶν! Δύο αἰῶνες μετά οἱ καταστροφές ἦταν ἀκόμη φανερές καί κάποιες ἀπό τίς πέτρες πού ἔπεσαν εἶχαν φυλαχθεῖ στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Βλαδιμήρ.

Τό θαῦμα αὐτό "συνεχίσθηκε" πέντε αἰῶνες ἀργότερα. Κατά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρῶσοι αἰχμάλωτοι πού κρατοῦνταν στό Λιοῦμπεκ, φοβισμένοι ἀπό τούς καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς τῶν Συμμάχων πού ἰσοπέδωναν τίς Γερμανικές πόλεις, ἄρχισαν νά ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους τόν μακάριο Προκόπιο καί ἡ δύναμη τῆς προστασίας του ὑπῆρξε φανερή. Ἐνῶ οἱ διπλανές πόλεις καταστράφηκαν καί εἶχαν πολλά θύματα, τό Λιοῦμπεκ βγῆκε ἀπό τόν πόλεμο ἄθικτο!

Κατά τήν διάρκεια ἑνός ἰδιαίτερα τραχύ χειμῶνα, ὁ ἄστεγος Σαλός παρ' ὀλίγο νά χάσει τήν ζωή. Στό Ρωσικό Βίο του ἡ περιγραφή εἶναι ἐντυπωσιακή. Ἐνῶ τά πάντα ἔχουν καλυφθεῖ ἀπό τό χιόνι καί ἄνθρωποι καί ζῶα πεθαίνουν ἀπό τό κρύο, ὁ Προκόπιος - μισόγυμνος κατά τήν συνήθειά του - τολμᾶ νά ζητήσει ἄσυλο κοντά σέ κάποιους ζητιάνους, ἀλλά διώχνεται μέ κτυπήματα. Πηγαίνει τότε σέ ἕνα παράπηγμα καί ζητᾶ θαλπωρή ἀνάμεσα στούς μαζεμένους ἐκεῖ σκύλους, ὅμως τά ζῶα - τρομαγμένα ἀπό τήν θέα του ἤ ὄργανα τοῦ 'Αντικειμένου; - τόν δαγκώνουν. Ἀποφασισμένος νά πεθάνει ἐπιστρέφει στά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνῶ ἑτοιμάζεται νά παραδώσει τήν ψυχή του στό Θεό, ἕνας Ἄγγελος τόν καλύπτει μέ ἕνα ἀνθισμένο κλαδί! καί μία ὑπεκόσμια θαλπωρή τόν κρατάει στήν ζωή γιά ὅσο διάστημα χρειάζεται! (Κάτι παρόμοια ἀναφέρεται στό Βίο τοῦ Ἄγίου Ἀνδρέα τῆς Κωνσταντινουπόλεως). 

Ὁ ἴδιος ἀργότερα διηγήθηκε αὐτή τήν "ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι" ἐμπειρία του στόν Ἱερέα τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τοῦ Οὔστιουγκ Συμεών, στόν ὁποῖο προφήτευσε ὅτι ἡ σύζυγός του Μαρία θά γεννήσει ἕναν Ἅγιο (πρόκειται γιά τόν ἅγ. Συμεών Ἐπίσκοπο Πέρμ, Ἱεραπόστολο στούς παγανιστές Ζυριάνους). "Γινόμενος τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς κερδίσει" κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ μακάριος Προκόπιος υἱοθέτησε τοπικές συνήθειες καί σύμβολα, γιά νά πλησιάζει πιό εὔκολα τούς κατοίκους. Συνήθως κρατοῦσε στό ἀριστερό του χέρι τρεῖς τσιμπίδες (σύμβολο γονιμότητας στούς λαούς τοῦ Βορρᾶ). Ἀπό ἐμπειρία εἶχαν ὅλοι μάθει ὅτι ἄν τίς κρατοῦσε μέ τό κεφάλι σκυφτό, αὐτό ἦταν σημάδι κακῆς χρονιᾶς.

Ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου ὑπῆρξε περίεργος, ὅπως περίεργη ἦταν καί ἡ ζωή του γιά τούς ἀνθρώπους. Βρέθηκε νεκρός, μέ τά χέρια σταυρωμένα, κάτω ἀπό ἕναν σωρό χιονιοῦ, λίγο ἔξω ἀπό κάποιο μοναστήρι στό ὁποῖο φαίνεται ὅτι πήγαινε. Τό περίεργο εἶναι ὅτι αὐτό συνέβη Ἰούλιο μῆνα! Τό Λείψανό του ἐνταφιάσθηκε κατά τήν ἐπιθυμία του κοντά σέ ἕνα μεγάλο βράχο, ἀπ' ὅπου συνήθιζε νά εὐλογεῖ τά διερχόμενα πλοῖα. Τό 1458 ἕνας προσκυνητής ἀπό τήν Μόσχα, παρήγγειλε "αὐθαίρετα" μία εἰκόνα του, ἔφτιαξε ἕνα Παρεκκλήσιο πάνω στόν τάφο του καί τήν τοποθέτησε ἐκεῖ. Ὁ τοπικός Κλῆρος ἀντιδρῶντας στήν "αὐθαιρεσία" κατέστρεψε τό Παρεκκλήσιο! Τρία χρόνια ἀργότερα, τό 1461, πολεμιστές ἀπό τό Οὔστιουγκ πού μολύνθηκαν ἀπό ἐπιδημία κατά τήν διάρκεια ἐκστρατείας κατά τοῦ Νιζνί-Νόβγκοροντ,ζήτησαν τίς προσευχές τοῦ Προκοπίου καί θεραπεύθηκαν.

Ἐπιστρέφοντας στήν πόλη ξανάκτισαν τό Παρεκκλήσιο τοῦ τάφου του καί ἀπό τότε ξεκίνησε ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του τήν 8η Ἰουλίου. Ἡ ἁγιότητά του διακηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Μόσχας τοῦ 1547.

Στή Ρωσική Εἰκονογραφία ὁ Σαλός Προκόπιος εἰκονίζεται σέ γεροντική ἡλικία, μέ γκρίζα μαλλιά καί μακριά γενειάδα, ρακένδυτος, μέ τρύπιες κάλτσες καί γυμνά γόνατα, νά κρατάει στό ἀριστερό του χέρι τρεῖς τσιμπίδες.

Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 8η Ἰουλίου.

Κάποτε, ό Ἄγιος Προκόπιος του Ούστιούγκ, διασχίζοντας τους δρόμους του Ούστιούγκ, έφτασε τρέχοντας στην εκκλησία. Γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας καί φώναξε: «Μητέρα του Θεού, σώσε μας, σώσε μας!» Γύρισε προς τον κόσμο, πού παρευρισκόταν εκείνη την στιγμή μέσα στην εκκλησία καί τους φώναξε δυνατά να μετανοήσουν, να παύσουν να άμαρτάνουν, διαφορετικά ό Θεός θα τους λιθοβολήσει. Ό κόσμος τον έθεώρησε τρελλό. Καί άφοϋ τον σάπισαν στο ξύλο, τον έδιωξαν. Τά ϊδια είχαν πάθει καί οί προφήτές.

Πέρασε καιρός. Καί τότε συνέβη κάτι το φοβερό. Ό ουρανός καλύφθηκε από ένα τεράστιο μαϋρο σύννεφο. Όλες οί εκκλησίες της πόλης γέμισαν από πιστούς. Καί να, καταφθάνει καί ό όσιος με τα ελεγκτικά του λόγια: «Δεν σας το έλεγα; Τώρα το βλέπετε καί μόνοι σας. Προσευχηθείτε. Προσευχηθείτε...» Καί προσευχήθηκαν όλοι καί ό όσιος μαζί τους, καί το σύννεφο διαλύθηκε, ό ουρανός καθάρισε καί όλοι οι κάτοικοι, σαν κάτι να τους έσπρωχνε, έτρεξαν έξω από την πόλη! Καί τί να ίδοϋν; Μια τεράστια έκταση σκεπασμένη με μαύρες πέτρες-μετεωρΐτες. 'Αν οι πέτρες αυτές έπεφταν επάνω στην πόλη, δεν θα έμενε άνθρωπος ζωντανός. Οι πέτρες βρίσκονται έκεί ακόμη μέχρι σήμερα. Οι επιστήμονες πού τίς εξέτασαν έβεβαίωσαν ότι, πράγματι οι πέτρες αυτές είναι μετεωρίτες. Για το πώς όμως βρέθηκαν όλες μαζί σε ένα σημείο, δεν μπόρεσαν να δώσουν εξήγηση. Αυτό βέβαια το γνώριζε μόνο ό δούλος του Θεού, πού το είχε προβλέψει.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2019/07/8.html




<>


Αγιος Σιγιβέρτος, Βασιλεὺς τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Αγγλίας. Ήμέρα Μνήμης: 27 Σεπτεμβρίου.



῾Ο Ἅγιος Σιγιβέρτος, μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ ἀδελφοῦ του, Βασιλέως τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Αγγλίας, ὁ ὁποῖος εἶχε ζητήσει νὰ βαπτισθῆ, κατέφυγε στὴν Γαλατία (νῦν Γαλλία), ὅπου κατηχήθηκε ἐπιμελῶς στὴν ᾿Ορθόδοξη Πίστι καὶ βαπτίσθηκε. ῞Υστερα ἀπὸ τρία χρόνια ἐξορίας (630), ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του ὡς Βασιλεὺς τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Αγγλίας.

Ἔχων ὡς πρωτεύουσά του τὸ Domnoc (ἴσως Dunwich-Ντόνουϊτς), ἐπιδόθηκε ἀμέσως στὸ ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τοῦ λαοῦ του, ὁ ὁποῖος ἦταν βυθισμένος στὴν εἰδωλολατρία καὶ στὴν ἀναρχία. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἵδρυσε ᾿Επισκοπή, στὴν ὁποία ἐνεκαθίδρυσε ὡς πρῶτον ᾿Επίσκοπον ᾿Ανατολικῆς ᾿Αγγλίας, τὸν βουργουνδικῆς καταγωγῆς ῞Αγιο Φήλικα (τιμάται 8 Μαρτίου, 647), τὸν ὁποῖον τοῦ ἔστειλε ὁ ᾿Αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας ῞Αγιος ᾿Ονώριος (τιμάται 30 Σεπτεμβρίου, 653).

Ἵδρυσε ἐπίσης μία Μοναστηριακὴ Σχολή*, ἡ ὁποία ἀνέδειξε τὴν πρωτεύουσα φυτώριο τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἐπικράτειά του.

῞Οταν βεβαιώθηκε, ὅτι ὁ λαός του εἶχε πλέον στερεωθῆ στὴν Πίστι, ὁ Βασιλεὺς παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο, παρέδωσε τὴν ἐξουσία στὸν συγγενῆ του ῎Εγρικο καὶ ἐκάρη Μοναχὸς σὲ μία ἀπὸ τὶς Μονές, τὶς ὁποῖες εἶχε ἱδρύσει, στὸ Μπεοντράϊσουερθ (Beodricesworth), νῦν Μπέρυ Σαὶντ Ἔντμοντ (Bury St. Edmund).

Σύντομα ὅμως, παρὰ τὴν θέλησί του, ἐσύρθη, ἂν καὶ Μοναχός, στὸ νὰ ὁδηγήση τὶς χριστιανικὲς δυνάμεις τοῦ Βασιλείου του ἐναντίον τοῦ Πέντα καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν τῆς Μερκίας, ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸς ὡς ἀνδρεῖος καὶ καλὸς στρατηγός.

Εὑρισκόμενος ἐν μέσῳ τοῦ πλήθους τῶν στρατιωτῶν, ἐνεθυμήθη τὶς μοναχικές του ὑποσχέσεις καὶ ἀρνήθηκε νὰ βαστάση ὅπλα, παρὰ μόνο μία ράβδο.

Κατὰ τὴν ἐπίθεσι τῶν εἰδωλολατρῶν, ὡς ἦτο ἑπόμενο, ἐφονεύθη, ὅπως καὶ ὁ Βασιλεὺς ῎Εγρικος (637) καὶ πλῆθος στατιωτῶν.

Ὁ λαός του ἐτίμησε ἀμέσως ὡς Μάρτυρα τῆς Πίστεως τὸν Ἅγιο Σιγιβέρτο. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποίαν εἶχε τόσο ἀγωνισθῆ ὁ Ὅσιος Βασιλομάρτυς, διατηρήθηκε ἐπὶ δύο αἰῶνες, ὑπὸ τὴν καθοδήγησι Ἐπισκόπων, παρὰ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς διωγμούς, μέχρι τῆς εἰσβολῆς τοῦ Μεγάλου Εἰδωλολατρικοῦ Στρατοῦ τῶν (Βικίνγκς) Δανῶν κατὰ τὸ 860.

* Φαίνεται ὅτι ἡ Σχολὴ αὐτὴ ἀπετέλεσε τὸν πυρῆνα τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ.



<>



Ἅγιος Γατιανὸς πρῶτος Ἐπίσκοπος Τουρώνης (Τοὺρ). Ήμέρα Μνήμης: 18 Δεκεμβρίου.



Ὁ Ἅγιος Γατιανὸς συμμετεῖχε στὴν ἀποστολή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἑπτὰ Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐστάλησαν ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ἅγιο Φαβιανὸ (τιμάται 5 Αὐγούστου, 236-250) γιὰ νὰ εὐαγγελίσουν τὴν Γαλατία, ἐπὶ βασιλείας Δεκίου (περὶ τὸ 250).

Οἱ Ἅγιοι ἑπτὰ Ἐπίσκοποι ἦσαν οἱ ἑξῆς: Ἅγιος Διονύσιος Παρισίων (τιμάται 9 Ὀκτωβρίου), Ἅγιος Αὐστρεμόνιος Ὠβέρνης (τιμάται 1η Νοεμβίου), Ἅγιος Σατουρνῖνος Τουλούζης (τιμάται 29 Νοεμβίου), Ἅγιος Γατιανὸς Τουρώνης (τιμάται 18 Δεκεμβρίου), Ἅγιος Τρόφιμος Ἀρελάτης (τιμάται 29 Δεκεμβρίου), Ἅγιος Παῦλος Ναρβόννης (τιμάται 22 Μαρτίου) καὶ Ἅγιος Μαρτιάλιος Λιμόζης (Τιμάται 30 Ἰουνίου).

Τοῦ ἀνατέθηκε ἡ περιοχὴ τῆς Τουρώνης στὴν Γαλλία, ἡ ὁποία ἦταν τότε βυθισμένη στὴν πλέον χυδαία εἰδωλολατρία.

Μὲ τὴν πειθὼ τὼν λόγων του, τὴν πραότητα τῶν τρόπων του καὶ χάρις στὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τὸν συνέδραμε μὲ πολλὰ θαύματα, ὁ Γατιανὸς κατώρθωσε νὰ φέρη πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν Πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἐκίνησε ὅμως τὸ ἄσπονδο μῖσος ἄλλων, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν πολλὲς φορὲς νὰ τὸν θανατώσουν.

Καταδιώχθηκε ἀνελέητα καὶ βρῆκε καταφύγιο σὲ κάποιο σπήλαιο, ὅπου ἀργότερα δημιουργήθηκε ἡ Μονὴ τοῦ Νουαρμουτιέ, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος Γατιανὸς τελοῦσε τὴν θεία Εὐχαριστία καὶ ἐδίδασκε στοὺς μαθητές του τὴν οὐράνια φιλοσοφία, μὲ τὴν ὁποία φθάνουμε στὴν γνῶσι τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἦταν ἐπαρκὴς ἡ κατήχησίς τους, χειροτονοῦσε αὐτοὺς Πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ἀπέστελλε γιὰ νὰ διαδώσουν τὸ Φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.

Σὲ ὅλες τὶς δραστηριότητές του ἀντλοῦσε δυνάμεις ἀπὸ τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀδιάλειπτο προσευχή, προετοιμαζόμενος καθημερινὰ γιὰ τὸ Μαρτύριο μέσῳ τοῦ ἀναιμάκτου μαρτυρίου τῆς ἀσκήσεως καὶ τῶν δακρύων.

Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ στοργή του γιὰ τοὺς πτωχούς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἔκτισε ἕνα Πτωχοκομεῖο στὰ περίχωρα τῆς Τουρώνης.

Ἐκεῖ ἐμφανίσθηκε ὁρατὸς ἐνώπιόν του ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβοῦ, ἡτοιμάσθη σοι στέφανος καὶ τῶν Ἁγίων ὁ χορὸς ἀναμένει σε ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».

Ὁ Σωτήρας ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸν ἐκοινώνησε τότε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Γατιανὸς ἐκοιμήθη γιὰ νὰ συναριθμηθῆ στὸν Χορὸ τῶν Ἁγίων.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/18.html


<>


Ἅγιος Οὐΐλλιμπρορντ, πρῶτος Ἐπίσκοπος Οὐτρέχτης καὶ Ἀπόστολος τῆς Ὁλλανδίας. Ήμέρα Μνήμης: 7 Νοεμβρίου.



῞Ενα ὅραμα ὑπερκοσμίου φωτὸς ἀνήγγειλε στὴν μητέρα τοῦ Οὐΐλλιμπρορντ τὴν γέννησί του, περὶ τὸ 638 στὸ Βασίλειο τῆς Νορθουμβρίας, στὸ βόρειο τμῆμα τῆς Ἀγγλίας.

Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν τὸν ἐμπιστεύθηκαν στὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Οὐΐλφριντ (τιμάται 24 Ἀπριλίου) στὴν Μονὴ τοῦ Ρίππον. Ἐκάρη Μοναχός, χειροτονήθηκε κατόπιν Πρεσβύτερος καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς πνευματικές του ἱκανότητες καὶ γιὰ τὸν ζῆλο του στὴν ἄσκησι.

Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, μετέβη στὴν Ἰρλανδία, τὴν Νῆσο τῶν Ἁγίων, ὡδηγημένος ἀπὸ τὴν φήμη τοῦ Ἁγίου Ἔγκμπερτ (τιμάται 24 Απριλίου, 729), ὅπου ἔζησε δώδεκα χρόνια μελετώντας τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ προσευχόμενος.

Φλογιζόμενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ὁδηγήση στὴν ἀληθινὴ Πίστι τοὺς ἀκόμη εἰδωλολατρικοὺς πληθυσμούς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν στὴν φριζικὴ ἀκτὴ (Κάτω Χῶρες) καὶ στὶς χῶρες τῶν ἐκβολῶν τοῦ Ρήνου, ὁ Ἅγιος Ἔγκμπερτ ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν κατάληψι τῶν περιοχῶν αὐτῶν ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἔστειλε ἐκεῖ σὲ ἱεραποστολὴ τὸν Οὐΐλλιμπρορντ καὶ ἄλλους δώδεκα Μοναχοὺς (690).

Ἀφοῦ ἔλαβε τὶς εὐλογίες τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης Σεργίου Α' (τιμάται 8 Σεπτεμβρίου), ὁ φλογερὸς Ἱεραπόστολος διέδωσε τὸ Φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ὁλλανδία καὶ Ζηλανδία, μὲ τὴν βοήθεια πλήθους θαυμάτων, τὰ ὁποῖα φανέρωναν στοὺς ἄγριους αὐτοὺς λαούς, ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του.

Ὅταν ἔγινε Ἐπίσκοπος, μετὰ ἀπὸ ἕνα δεύτερο ταξίδι στὴν Ρώμη (695), ἐγκαταστάθηκε στὴν Οὐτρέχτη καὶ συνέχισε τὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες βορειότερα.

Παρὰ τὶς ἐπικρατοῦσες μαγικὲς ἱεροτελεστίες καὶ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Δούκα Ράντμποντ στὴν λατρεία τῶν εἰδώλων, ὁ Οὐΐλλιμπρορντ ἀξιώθηκε νὰ μεταστρέψη ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ὑπηκόων του, προτοῦ νὰ φθάση στὴν Δανία, ὅπου ἐβασίλευε ὁ σκληρὸς Ὄνγκεντ.

Ἐκεῖ ὅμως βρῆκε τὶς καρδιὲς σκληρότερες ἀπὸ τὴν πέτρα καὶ δὲν κατάφερε νὰ ἀποσπάση ἀπὸ τὸν παγανισμὸ παρὰ μόνο τριάντα παιδιά, τὰ ὁποῖα ἐβάπτισε καὶ τὰ ἐλαβε μαζί του στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Διερχόμενος ἀπὸ τὰ νησιὰ Φοζιτλάνδη καὶ Βάλχερεν, ἐπολέμησε μὲ θάρρος τὴν εἰδωλολατρία, ἐπισύροντας τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνος καὶ τὸ μῖσος τῶν ἱερέων τῶν εἰδώλων.

Ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός, ὁ Ἅγιος Οὐΐλλιμπρορντ ἀναπαύθηκε εἰς βαθὺ γῆρας τὸ 739 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Μονὴ Ἔστερνακ (Ἐπισκοπὴ τῶν Τρεβήρων), τὴν ὁποία εἶχε ἱδρύσει καὶ καθοδηγήσει μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Τὸ ἱερὸ Λείψανό του ἀνέδωσε τότε μία οὐράνια εὐωδία.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/7.html

<>


Ο παπα-Φώτης ο διά Χριστόν Σαλός της Λέσβου (+2010). Περπατούσε στη βροχή & παρέμενε στεγνός



Ο παπά-Φώτης, ήταν ακτήμων. Όλη του η ζωή ήταν ασκητική. Δεν είχε ποτέ δικό του σπίτι, δικά του ρούχα, δικά του ράσα. Δεν είχε ποτέ ούτε μια δική του κατσαρόλα, ούτε ένα πηρούνι, ούτε μια πετσέτα! Σε όλη του τη ζωή, άλλοτε κοιμόταν μέσα σε χαντάκια , άλλοτε μέσα σε εξωκκλήσια, και μάλιστα -όπως μου είχε πει κάποτε ο ίδιος – μια φορά είχε κοιμηθεί μέσα στη κάσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου με άχυρα. Κάτι πολύ σημαντικό που κι εγώ το έχω δει, αλλά και άλλοι το μαρτυρούν, είναι πώς ενώ έβρεχε και ο Γέροντας περπατούσε στο δρόμο, τα ρούχα του ήταν πολλές φορές στεγνά!

(Από το βιβλίο: π. Αθανασίου Γιουσμά, Παπα-Φώτης ο “δια Χριστόν σαλός”)


https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2019/01/2010.html



<>


Ὅσιος Κολομβανὸς Ἡγούμενος τοῦ Λουξέϊγ. Ήμέρα Μνήμης: 23 Νοεμβρίου.



Τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ἰρλανδίας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πατρίκιο (τιμάται 17 Μαρτίου), κατὰ τὸν 6ο αἰ., ἀκολούθησε πλούσια ἄνθισις τῆς ἁγιότητος. Οἱ Μοναχοὶ συνέρρεαν κατὰ χιλιάδες, γιὰ νὰ προσφερθοῦν ἐθελουσίως στὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ ἐδημιουργήθησαν μεγάλες Κοινότητες, παρόμοιες μὲ τὶς μεγάλες Μοναστικὲς Κοινότητες τῆς Αἰγύπτου, τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης.

Ὁ διακαὴς πόθος τους γιὰ τὸν Θεό, συνδυασμένος μὲ ἕνα φλογερὸ χαρακτῆρα, τοὺς ἔκανε ἱκανοὺς μὲν γιὰ ἀσυνήθιστα ἀσκητικὰ κατορθώματα, προσείλκυσε ὅμως ἔτι περισσότερον ἐπ᾿ αὐτῶν τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμι νὰ πραγματοποιοῦν πλεῖστα θαύματα.

Οἱ γενναῖοι αὐτοὶ Μοναχοὶ ἀπετέλεσαν τὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰρλανδίας καὶ συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν διάδοσι καὶ ἐμβάθυνσι τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ ὁλόκληρη τὴν Δύσι κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη.

Μεταξὺ αὐτῶν, μία ἐξαιρετικὴ μορφὴ ἦταν τοῦ Ὁσίου Κολομβανοῦ, τοῦ ἀκαμάτου ζηλωτοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Γεννημένος περὶ τὸ 540 στὴν ἐπαρχία Λέϊνστερ τῆς νοτιοανατολικῆς Ἰρλανδίας, ὁ Κολομβανὸς ἐπέδειξε μεγάλες ἱκανότητες στὶς θύραθεν ἐπιστῆμες, οἱ ὁποῖες ἔχαιραν μεγάλης ὑπολήψεως μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν Ἰρλανδῶν. Βασανιζόμενος ὅμως ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν καὶ ἀναλογιζόμενος τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων, ἐτέθη ὑπὸ τὴν καθοδήγησι ἑνὸς ἁγίου Γέροντος, τοῦ Σίνελλ, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Φίννιαν (τιμάται 12η Δεκεμβρίου, 549), ὁ ὁποῖος τὸν εἰσήγαγε στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ στὴν ἀσκητικὴ πολιτεία.

Ἔγινε κατόπιν Μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Μπάνγκορ, ἡ ὁποία ἀριθμοῦσε περίπου τριακόσιους Μοναχούς, καὶ ὡλοκλήρωσε τὴν μοναχική του ἀγωγὴ ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ἁγίου Κόμγκαλ (τιμάται 10 Μαΐου).

Περὶ τὸ 590, ὁ Κολομβανὸς αἰσθάνθηκε, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνασκητές του τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μία ἰδιαίτερη κλῆσι ὐπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα καὶ τοὺς οἰκείους του, γιὰ νὰ ὑποβληθῆ ἐθελουσίως στὴν ξενιτεία καὶ νὰ ἐργασθῆ γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου σὲ ξένους λαούς.

Πῆρε τὸ πλοῖο γιὰ τὴν Γαλατία μὲ δώδεκα Μαθητές, κατὰ μίμησιν τοῦ Κυρίου μας, καὶ μὲ τὴν καθοδήγησι τῆς θείας Προνοίας ἄρχισε νὰ κηρύττη τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ὁδὸ τῆς Μετανοίας.

Στὴν περιοδεύουσα αὐτὴ Ἀδελφότητα «ὅλα ἦσαν κοινὰ σὲ ὅλους· τόσο ἰσχυρὰ ἦσαν σὲ αὐτοὺς ἡ δύναμις τῆς ὑπομονῆς, ἡ πραότης καὶ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ ἀμφιβάλλη κανείς, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μὲ ὅλη τὴν πραότητά Του, κατοικοῦσε ἀνάμεσά τους... Τόση ἄφθονη ἦταν ἡ Χάρις, ἡ ὁποία πλημμύριζε τὸν Ὅσιο, ὥστε ἦταν ἀρκετὸ νὰ φιλοξενηθῆ ἔστω καὶ γιὰ ἐλάχιστο χρόνο στὸν οἶκο κάποιου ἀνθρώπου, γιὰ νὰ προσελκύση κάθε ψυχὴ στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ».

Ἡ φήμη του ἔφθασε καὶ στὸν Βασιλέα τῆς Βουργουνδίας, Γκοντράν, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε αὐτὸν στὰ Βόσγια καὶ τοῦ προσέφερε μία ἔρημη περιοχή, ὅπου ἱδρύθηκε ἡ Μονὴ τοῦ Ἀννεγραί.

Οἱ ἀρετὲς τοῦ Κολομβανοῦ προσείλκυσαν σύντομα πλησίον του πλῆθος μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐργασθοῦν καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν σωτηρία τους διὰ τῶν ἀσκητικῶν παλαισμάτων.

Ἀναγκάσθηκε σύντομα νὰ ἱδρύση ἐκεῖ πλησίον ἕνα δεύτερο Μοναστήρι, τὴν Μονὴ τοῦ Λουξέϊγ, καὶ ἀργότερα ἕνα τρίτο, τὴν Μονὴ τῶν Κρηνῶν.

Ἐγκατεστημένος στὸ Λουξέϊγ, ὁ Ὅσιος ἐπέβλεπε τὶς τρεῖς Ἀδελφότητές του, οἱ ὁποῖες ἀριθμοῦσαν πολλὲς ἑκατοντάδες Μοναχούς, στηριζόμενος στὴν διακονία ἑνὸς Ἐπιτρόπου σὲ κάθε Μονή, ἐπιφορτισμένου μὲ τὴν τήρησι τοῦ Κανόνος, τὸν ὁποῖο εἶχε συντάξει ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος.

Διὰ τῆς προσευχῆς του ὅμως, ὁ Κολόμβανος παρέμεινε ὁ πατέρας τοῦ κάθε Μοναχοῦ καὶ ὁ μεσίτης του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στὶς Λαῦρες τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὀργάνωσις τοῦ Μοναστηρίου ἦταν εὐέλικτη καὶ σύμφωνη πρὸς τὸν χαρισματικὸ χαρακτῆρα τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Μεγάλη ἔμφασις ἐδίδετο στὴν σωματικὴ ἄσκησι, τὶς αὐστηρὲς νηστεῖες, τὶς μαστιγώσεις καὶ τὴν παραμονὴ σὲ παγωμένο νερό, γιὰ τὴν καθυπόταξι τῆς φλογερῆς ἰδιοσυγκρασίας τῶν Μοναχῶν.

Τὸ Μοναστήρι, ὡστόσο, δὲν ἦταν μόνον ἕνας τόπος βιαίων ἀγώνων ἐναντίον τῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ μία προτύπωσις τοῦ Οὐρανοῦ καὶ οἱ ἰσάγγελοι Μοναχοὶ τελοῦσαν ἐκεῖ μία ἀσίγητος δοξολογία (laus perennis) πρὸς τὸν Κύριον τῆς Δόξης.

Ὁ Κολομβανὸς εἶχε ὀργανώσει τὸν βίο τῶν τριῶν Ἀδελφοτήτων του μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε οἱ Μοναχοὶ νὰ τελοῦν νυχθημερὸν μία συνεχῆ λατρεία, ἐναλλασσομένοι κατὰ ὁμάδες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἐφάρμοσαν κατὰ λέξι τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α'Θεσ. ε' 17).

Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ὅμως, ὁ Κολομβανός ἐπέσυρε στὸ πρόσωπό του τὸ ἀσίγαστο μῖσος τῆς μάμης τοῦ Βασιλέως Θεοδωρίχου Β' τῆς Βουργουνδίας (595-613), ὀνόματι Βρουγχίλδης, ἐπειδὴ κατεδίκαζε σθεναρὰ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ νεαροῦ Ἡγεμόνος. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοῦ Λουξέϊγ μαζὶ μὲ τοὺς Ἰρλανδοὺς Μαθητές του.

Ὡδηγήθηκε στὴν Νάντη γιὰ νὰ πάρη τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Ἰρλανδία, ἀλλὰ διὰ θεïκῆς ἐπεμβάσεως τὸ πλοῖο, στὸ ὁποῖο ἐπιβιβάσθηκε, παρασύρθηκε πίσω στὶς ἄκτες τῆς Γαλλίας.

Ὁ ὅσιος Μοναχὸς Κολομβανὸς ἄρχισε ἐκ νέου τὴν ἀποστολική του πορεία διὰ μέσου 
τῆς Νευστρίας καὶ Αὐστρασίας καὶ ἐσημάδευσε μὲ τὴν ἐπιρροή του πλῆθος Μοναχικῶν Ἱδρυμάτων. Πῆρε ἐν συνεχείᾳ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ρώμη μέσῳ Γερμανίας καὶ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς βαρβάρους λαούς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τὶς ὄχθες τῆς λίμνης Κωνσταντίας. Ἀπὸ τὸ Μπρέγκενζ, τόπο διαμονῆς του, δὲν ἔπαυσε νὰ διδάσκη διὰ επιστολῶν τοὺς Μαθητές του στὸ Λουξέϊγ καὶ ἀλλοῦ.

Τὸ 612, τὸ Βασίλειο τῆς Βουργουνδίας προσάρτησε προσωρινὰ τὴν Αὐστρασία καὶ ὁ Ὅσιος, διωκώμενος πάλι ἀπὸ τὴν ἔχθρα τοῦ Θεοδωρίχου Β', ἀναγκάσθηκε νὰ ἀρχίση ἐκ νέου τὴν περιπλάνησί του πρὸς τὴν Ἰταλία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τοῦ Μπόμπιο, στὰ Ἀπέννινα. Ἐκεῖ διέπρεψε στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ μέχρι τῆς μακαρίας ἐκδημίας του, τὸ 615.

Ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὶς χῶρες τῶν Φράγκων, οἱ ἄμεσοι Μαθητές του ἵδρυσαν ἐκεῖ περίπου ἑκατὸ Μοναστήρια, διὰ τῶν ὁποίων διαδόθηκε ἡ Ἰρλανδικὴ Μοναχικὴ Παράδοσις στοὺς λαοὺς τῶν φραγκικῶν χωρῶν.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/23.html



<>


Ἅγιος Μάρτυς Λεοδεγάριος (ἢ Λέγερ), Ἐπίσκοπος Ὠτὲν. Ήμέρα Μνήμης: 2 Ὀκτωβρίου.



῾Ο Ἅγιος Λεοδεγάριος (ἢ Λέγερ) ἦταν γόνος ἀρχοντικῆς καὶ ἰσχυρῆς οἰκογενείας Φράγκων τῆς Βουργουνδίας*. Ἀπὸ παιδὶ ἤδη ἔβαλαν αὐτὸν στὸ βασιλικὸ ἀνάκτορο τοῦ Κλοταίρου Β' (584-629) καὶ τὸν ἀνέθρεψαν οἱ γραμματεῖς τοῦ Ἀνακτορικοῦ Σχολείου, τὸ ὁποῖο προετοίμαζε τοὺς υἱοὺς τῶν ἀρχόντων γιὰ τὰ ἀνώτερα ἀξιώματα τοῦ Βασιλείου.

Κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ἐπισκέψεως στὸν θεῖο του Διδόνα, Ἐπίσκοπο Πικταβίου (σημ. Πουατιέ), ἔνιωσε τὴ θεία κλήση καὶ ἔγινε Ἀρχιδιάκονός του.

Χάρις στὴν καθοδήγηση τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐνεφύτευσε τὶς ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν ἀγάπη τῆς παρθενίας, ὁ νεαρὸς Διάκονος ἔκανε νὰ λάμψει μέσα του ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κατέστησε τὸ σκήνωμά του ζῶντα ναὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μέριμνα γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐπισκοπῆς, ὁ Λεοδεγάριος συχνὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν θεῖο του στὸ κήρυγμα. Ὅταν ἡ φωνή του ἀντηχοῦσε κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, νόμιζες πὼς ἄκουγες ξανὰ τὸν Ἅγιο Ἱλάριο τὸν Μέγα (τιμάται 13 Ἰανουαρίου), καὶ τὸ ἐκκλησίασμα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἔστειλε τέτοιο ἀπόστολο.

Μετὰ τὴν χειροτονία του σὲ Πρεσβύτερο, ἀποσύρθηκε στὸ πτωχὸ καὶ ἐλάχιστα γνωστὸ Μονύδριο τοῦ Ἁγίου Μαξεντίου, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀφιέρωνε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του στὴν προσευχὴ καὶ στὴ θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων. Σύντομα ὅμως προήχθη σὲ Ἡγούμενο καὶ ἐπὶ μία ἑξαετία διοίκησε μὲ σύνεση τὸ Μονύδριο.

Τὸ 663, ἡ Ἁγία βασίλισσα Βατθίλδη (τιμάται 30 Ἰανουαρίου), ἡ ὁποία εἶχε ἀναλάβει τὴν 
ἀντιβασιλεία τῶν ἑνωμένων βασιλείων τῆς Νευστρίας καὶ Βουργουνδίας, θέλησε νὰ τὸν κάνει συνεργάτη της στὴν ἀναστήλωση τοῦ βασιλείου καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Λεοδεγάριο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτὲν στὴ Βουργουνδία.

Ἀμέσως μετὰ τὴ χειροτονία του, ὁ νέος Ἐπίσκοπος συνεκάλεσε Σύνοδο γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν διαιρεμένη Ἐπισκοπή του καὶ γιὰ νὰ ἐπανορθώσει τὶς καταχρήσεις ποὺ εἶχαν λάβει χώρα κατὰ τὸ διάστημα ποὺ χήρευε ὁ Ἐπισκοπικός Θρόνος. Καταδίκασε ἐπίσης τὶς αἱρέσεις τοῦ Μανιχαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μονοθελητισμοῦ, καὶ ἐπέβαλε τὴν τήρηση τοῦ Κανονισμοῦ τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου στὰ Μοναστήρια. Στὴν συνέχεια, ἀναστήλωσε τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς πόλεως, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Ναζάριο, καὶ προέβη σὲ ἀνακομιδὴ τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ τοῦ πολιούχου τῆς Ὠτὲν (τιμάται 22 Αὐγούστου).

Ὁ ζῆλος του γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ τῶν Ναῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δὲν συγκρινόταν παρὰ μὲ τὴν μέριμνά του γιὰ τοὺς πτωχούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ἵδρυσε πολλὰ πτωχοκομεῖα, ὅπου γινόταν τακτικὰ διανομὴ συσσιτίου. Τὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὅπως καὶ ὅλες τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς πόλεως, τὶς ἐπάνδρωσε μὲ Κληρικοὺς ποὺ ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ διάγουν βίο κοινοβιακό, βασισμένο στὴν ἀκτημοσύνη καὶ στὴν ὑπακοή, καὶ τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος ἐκπαίδευε στὸ κήρυγμα καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος. Ἐπὶ πλέον, ἐπισκεύασε δημόσια κτήρια καθὼς καὶ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Μὲ πατρικὴ στοργὴ ἐπαγρυπνοῦσε γιὰ τὶς ὑποθέσεις τῆς πόλεως ὅπως καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πολιτῶν.

Μὲ τὶς διοικητικὲς αὐτὲς ἀρετὲς ὁ Λεοδεγάριος ἀπέκτησε μεγάλη ἐπιρροὴ στὴν αὐλὴ τῆς Βουργουνδίας καὶ ἀσκοῦσε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση στὴν Ἁγία Βατθίλδη. Ἡ ἐπιρροὴ αὐτὴ κατέστη ἀκόμη περισσότερο σωτήρια, ὅταν ὁ Ἐβροΐν, αὐλάρχης τοῦ οἴκου τῆς Νευστρίας, ἀπὸ προσωπικὴ φιλοδοξία ὁρμώμενος, ἐπεδίωξε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἐξουσία του στὰ δύο βασίλεια τῆς Νευστρίας καὶ τῆς Βουργουνδίας. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοπούς του, ἀπομάκρυνε τοὺς ἐπισκόπους συμβούλους τῆς Βατθίλδης καὶ ἔβαλε νὰ δολοφονήσουν τὸν Ἐπίσκοπο Παρισίων Σιγοβεράνδο (664)· κατόπιν, ἀνάγκασε τὴν Ἁγία νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀντιβασιλεία καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ Μονὴ Σέλλες. Ἔμενε μόνον ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτέν, ὁ ὁποῖος ἀντιστεκόταν στὶς ἡγεμονικὲς βλέψεις του καὶ ὑπερασπιζόταν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Βουργουνδίας.

Ὅταν ὁ Ἐβροῒν θέλησε νὰ ἐνθρονίσει τὸν Τιερρὺ Γ' Ἡγεμόνα καὶ τῶν δύο βασιλείων, οἱ ἄρχοντες τῆς Βουργουνδίας ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του (673). Φοβούμενος γιὰ τὴν ζωή του, ὁ Ἐβροῒν ἱκέτευσε ἔλεος, καὶ μετὰ ἀπὸ μεσολάβηση τοῦ Ἁγίου Λεοδεγαρίου ὑποχρεώθηκε ἁπλῶς νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ Σχῆμα στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Λουξέϊγ.

Ὁ νέος Βασιλέας Χιλδέριχος κάλεσε τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο τῆς Ὠτὲν νὰ συνεργασθεῖ μαζί του γιὰ τὴ συνένωση τῶν τριῶν φραγκικῶν βασιλείων, καὶ ἐκεῖνος χρησιμοποίησε ὅλη του τὴν σοφία καὶ σύνεση γιὰ νὰ ἐξαλείψει τὶς καταστροφικὲς ἐπιπτώσεις τῆς διακυβέρνησης τοῦ Ἐβροΐν. Ὅταν ὅμως ὁ Βασιλέας πῆρε γιὰ σύζυγό του τὴ θυγατέρα τοῦ θείου του, ἀντίθετα πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνες, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἄφοβα τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, καὶ εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας ἀπεσύρθη στὴν Ὠτέν.

Οἱ ἐχθροί του ὡστόσο δὲν ἔμειναν ἱκανοποιημένοι μὲ αὐτὴ τὴν ἀπομάκρυνση. Τὸν κατηγόρησαν ὅτι συνωμοτοῦσε κατὰ τοῦ Βασιλέως καὶ τόσο πολὺ συνδαύλισαν τὸ μῖσος τοῦ Χιλδέριχου ἐναντίον του, ὥστε τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὁ Βασιλέας, μεθυσμένος ἀπὸ κρασὶ καὶ μανιασμένος ἀπὸ ὀργή, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ γιὰ νὰ θανατώσει τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἑτοιμαζόταν νὰ βαπτίσει τοὺς κατηχουμένους.

Ἀπαθής, ἀκτινοβολώντας τὴν παρρησία ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς Μάρτυρες, ὁ Ἐπίσκοπος διόλου δὲν διέκοψε τὴν τελετή. Προχώρησε καὶ στάθηκε μπροστὰ στὸν Βασιλέα, ποὺ φώναζε κουνώντας τὸ σπαθί του. Ξάφνου, μὲ θεία ἐπέμβαση, ὁ Χιλδέριχος ἔχασε τὸ φῶς του, δὲν ἔβλεπε τὸν Ἐπίσκοπο καὶ κατέφυγε στὸ Ἐπισκοπεῖο.

Στὸ τέλος τῆς τελετῆς, καθὼς ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος δὲν κατόρθωσε νὰ διασκεδάσει τὶς ὑποψίες τοῦ ἡγεμόνα καὶ νὰ τὸν φέρει στὰ λογικά του, ἀποφάσισε νὰ φύγει ὥστε νὰ γλυτώσει τὸν Βασιλέα ἀπὸ τὴν εὐθύνη γιὰ ἕνα ἔγκλημα ποὺ θὰ βάραινε ὅλο τὸ βασίλειο. Μὴ μπορώντας νὰ συγκρατήσει τὸν δαιμονικό του θυμό, ὁ Χιλδέριχος ἔστειλε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὸν καταδιώξουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐξόριστο στὸ Λουξέϊγ, ὅπου ὁ Λεοδεγάριος συνάντησε ξανὰ τὸν Ἐβροΐν. Κι ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος χαιρόταν ποὺ ξαναβρῆκε τὴν ἡσυχία τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ Ἐβροῒν νυχθημερὸν σχεδίαζε τὴν ἐκδίκησή του.

Μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, ὁ Χιλδέριχος, τοῦ ὁποίου τὸ μῖσος ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου διόλου δὲν εἶχε σβήσει, διέταξε νὰ βγάλουν τὸν Λεοδεγάριο ἀπὸ τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὅμως, οἱ ἀπεστελμένοι τοῦ Βασιλέως δὲν τόλμησαν νὰ τὸν ἀγγίξουν· τόσο πολὺ κατεπλάγησαν ἀπὸ τὴ σεβάσμια καὶ οὐράνια παρουσία τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη.

Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Χιλδέριχου (675), ὁ Ἅγιος ἀπελευθερώθηκε καὶ μπόρεσε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ὠτέν, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μὲ δάκρυα χαρᾶς ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἐνῶ ὁ Ἐβροῒν δραπέτευσε ἀπὸ τὸ Λουξέϊγ καὶ μάζεψε τοὺς παλιοὺς συντρόφους του, ποὺ ξαναεμφανίσθηκαν ὅπως ξαναβγαίνουν τὰ φίδια ἀπὸ τὶς φωλιές τους τὴν ἄνοιξη. Ὁ Λεοδεγάριος ἔβγαλε τὸν Τιερρὺ ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ὅπου τὸν εἶχαν φυλακίσει, γιὰ νὰ τὸν θέσει ἐπὶκεφαλῆς τῶν δύο βασιλείων. Μόλις ὅμως ὁ Ἐπίσκοπος ἐγκατέλειψε τὴ βασιλικὴ αὐλή, ὁ Ἐβροῒν ἀπομάκρυνε τὸν Βασιλέα καὶ σκότωσε τὸν αὐλάρχη. Τρόμος καὶ καταπίεση ἁπλώθηκε σ᾿ ὅλο τὸ βασίλειο· ὁ Ἐβροῒν θανάτωσε ἐννέα Ἐπισκόπους καθὼς καὶ πλῆθος Ἱερέων καὶ Μοναχῶν. Γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, μόνον ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ὠτὲν ἀποτελοῦσε ἀπειλὴ γιὰ τὴν τυραννική του δεσποτεία· ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ἐβροῒν ἔστειλε στρατὸ νὰ πολιορκήσει τὴν πόλη ἀπαιτώντας νὰ τοῦ παραδώσουν τὸν Ἱεράρχη. Ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος κατάλαβε ὅτι εἶχε φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἔσχατης δοκιμασίας· μοίρασε ὅλη τὴν προσωπική του περιουσία στοὺς πτωχοὺς καὶ κήρυξε νηστεία τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὅλος ὁ λαὸς ἱκέτευε τὸν Θεὸ μὲ λιτανεῖες καὶ κοινὲς προσευχές.

Ὅταν συγκεντρώθηκε ὁ λαὸς στὸν Καθεδρικὸ Ναό, ὁ Ἅγιος πῆρε τὸν λόγο καὶ εἶπε· «Ἂν κάποιους ἀπὸ σᾶς πρόσβαλα μὲ λόγια ποὺ πλήγωσαν ἢ ζῆλο ὑπέρμετρο στὶς ἐπιπλήξεις, τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρήσουν. Διότι τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ περπατήσω στὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου, στὰ ἴχνη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, πρέπει νὰ ἐνθυμοῦμαι ὅτι μάταια θὰ ὑποστεῖ κανεὶς τὸ μαρτύριο, ἂν ἡ καρδιά του δὲν εἶναι πλήρης θείας ἀγάπης». Ἀμέσως μετά, ἄρχισε μιὰ γενικὴ ἐπίθεση στὴν πόλη ποὺ κράτησε μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου.

Τὴν ἑπομένη, στὶς 26 Αὐγούστου, μὴ μπορώντας ν᾿ ἀντέξει τὴν ἰδέα, ὅτι ὁ λαός του θὰ ὑπέφερε ἐξ αἰτίας του, ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης παρεδόθη, λέγοντας τὴν ἑξῆς προσευχή· «Σὲ παρακαλῶ, Παντοδύναμε Θεέ, ὅτι δόξης κατηξίωσας σήμερον τὸν δοῦλον σου!». Τὸν ὁδήγησαν στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ τείχη· ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος ἔψαλλε τοὺς ψαλμούς, χωρὶς νὰ ἀφήσει νὰ τοῦ ξεφύγει κραυγὴ πόνου ὅταν τοῦ ἐξόρυξαν τοὺς ὀφθαλμοὺς μὲ αἰχμηρὰ σίδερα.

Τὴ νύκτα ποὺ ἀκολούθησε τὴν πέρασε προσευχόμενος, εὐχαριστῶντας τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ στέρησε τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, γιὰ νὰ λάμψει ἐντός του ἀκόμη λαμπρότερο τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θείας Χάριτος.

Τὸν ἔστειλαν πρῶτα σ᾿ ἕνα Μοναστήρι, ὅπου ἔμεινε δύο χρόνια καὶ μετὰ τὸν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου ποὺ συγκάλεσε ὁ Ἐβροΐν, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀπόπειρας κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ Βασιλέως Χιλδέριχου.
 
Ὁ Ἐβροῒν ἔβαλε κατ᾿ ἀρχὴν τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο νὰ περπατήσει ἀνυπόδητος πάνω σὲ αἰχμηρὲς καὶ κοφτερὲς πέτρες· ὕστερα, διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὰ χείλη, νὰ τοῦ γδάρουν τὸ πρόσωπο καὶ νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλώσσα· κατόπιν ἐγύμνωσαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ἔσυραν στοὺς λασπωμένους δρόμους, πρὶν νὰ τὸν ἐκθέσουν στὴν πλατεία τῆς πόλης, γεμᾶτο αἵματα καὶ λάσπες, ἀλλὰ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Μαρτυρίου.

Ὅταν τὸν ἐπεσκέφθη στὸ κελλί του ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Συμφοριανοῦ, ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος συνομίλησε εὐκρινῶς μαζί του παρὰ τὴν ἀπώλεια τῶν χειλέων καὶ τῆς γλώσσας. Τὸν δέχθηκαν φιλόξενα οἱ Μοναχοὶ τοῦ Φεκάν, ὅπου πέρασε εἰρηνικὰ δύο χρόνια προσευχόμενος, ἐνθαρρύνοντας καὶ νουθετώντας τοὺς πιστοὺς μὲ τοὺς λόγους του.

Ὁ Ἐβροῒν ὡστόσο, διψοῦσε πάντα γιὰ αἷμα καὶ κατεχόταν ἀπὸ ἄσπονδο μῖσος· ἔφερε τὸν Ἅγιο ἐνώπιον μιᾶς Συνόδου χρηματισμένων ἐπισκόπων. Τὸν καθήρεσαν καὶ τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο, δίχως νὰ βγεῖ λέξη διαμαρτυρίας ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἱεράρχη, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σιωπηλός, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου.

Στὶς 2 Ὀκτωβρίου 679 (ἢ 680), τέσσερις ἔνοπλοι τὸν πῆραν καὶ τὸν ὁδήγησαν βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, τὴν στιγμὴ ὅμως τῆς ἐκτελέσεως οἱ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ἔπεσαν στὰ γόνατα μπροστὰ στὸν Ἅγιο ζητώντας του νὰ τοὺς συγχωρέσει.

Μόλις ὁ Λεοδεγάριος ὁλοκλήρωσε τὴν προσευχή του γιὰ τοὺς διῶκτες του, ἔτεινε τὸν αὐχένα καὶ τότε ὁ τέταρτος, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιὰ ἦταν σκληρὴ καὶ ἀναίσθητη σὰν πέτρα, τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ὀρθό· ὁ δήμιος τὸ ἔριξε μὲ μιὰ κλωτσιὰ στὸ χῶμα, ἀλλὰ εὐθὺς ἔχασε τὰ λογικά του καὶ ρίχθηκε στὶς φλόγες.

Λίγο ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐβροΐν, ὁ Ἅγιος Λεοδεγάριος ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Μάρτυς. Τὸ Λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν περιοχὴ τοῦ Πουατού, ὅπου μία βασιλικὴ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη του. Ἔκτοτε ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε κυρίως στὴ Γαλλία καὶ στὸ Βέλγιο, ἐνῶ στὴν Ὠτὲν ὁ Ἅγιος δὲν σταμάτησε νὰ δείχνει τὴν πατρική του στοργὴ καὶ ἀγάπη μὲ θαύματα καὶ ἐμφανίσεις.

* Ἡ Φραγκικὴ Γαλατία ἦταν μοιρασμένη μεταξὺ τῆς Νευστρίας πρὸς βορρᾶν, τῆς Αὐστρασίας πρὸς τὰ βορειοανατολικά, καὶ τῆς Βουργουνδίας στὸ κέντρο καὶ στὰ ἀνατολικά.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/2.html


<>



Ὅσιος Φιλιβέρτος Κτήτωρ τῶν Μονῶν τοῦ Ζυμιὲζ καὶ τοῦ Νουαρμουτιὲ. Ήμέρα Μνήμης: 20 Αὐγούστου.



῾Ο Ὅσιος Φιλιβέρτος γεννήθηκε περὶ τὸ 615 κοντὰ στὸ Ὢζ τῆς Ἀκουϊτανίας. Ὁ πατέρας του, ἕνας εὐγενὴς τῆς περιοχῆς αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ἔγινε Ἐπίσκοπος, τὸν ἀνέθρεψε μὲ εὐσέβεια, ἐμπνέων εἰς αὐτὸν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν ἐστάλη στὴν Αὐλὴ τοῦ Βασιλέως Δαγοβέρτου καὶ συνεδέθη μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Ἐλίγιο (Ἐλουὰ) (τιμάται 1η Δεκεμβρίου), τὸν Ἅγιο Οὐανδρεγίσιλο (Wandregisilus, σημ. Wandrille, τιμάται 22 Ἰουλίου) καὶ τὸν Ἅγιο Ὀδοένο (Odoenus, σημ. Ouen), ὀνομαζόμενο τότε Δαδὸν (τιμάται 24 Αὐγούστου), οἱ ὁποῖοι μετέδωσαν σὲ αὐτὸν τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Μοναχικὸ Βίο.

Μετὰ ἀπὸ τέσσερα ἔτη ἀπεσύρθη στὴν Μονὴ Ρεμπαί, τὴν ὁποίαν εἶχε ἱδρύσει ὁ Δαδὸν καὶ διοικοῦσε ὁ Ἅγιος Ἀγίλιος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ (τιμάται 23 Νοεμβρίου).

Στὸ Μοναστήρι αὐτὸ προώδευσε συντόμως σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀσκητικοῦ βίου καὶ ὅταν ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Ἡγούμενος, ὡρίσθηκε αὐτὸς νὰ τὸν διαδεχθῆ (650).

Οἱ ἀπαιτήσεις του ὡστόσο δυσαρέστησαν ὡρισμένους Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ τὸν ἐκδιώξουν. Οἱ ἀντάρτες αὐτοὶ ἐτιμωρήθησαν συντόμως ἀπὸ τὴν θεία ὀργή, ἀλλὰ θεωρῶν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ θεϊκὸ σημεῖο, ὁ Φιλιβέρτος ἐγκατέλειψε τὸ Μοναστήρι.

Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὶς διάφορες Μονές, οἱ ὁποῖες εὑρίσκοντο ὑπὸ τὴν ἐπιστασία τῆς Μονῆς τοῦ Λουξέϊγ, ἀπεσύρθη στὴν περιοχὴ τῆς Ρουέν, ὅπου ὁ φίλος του Δαδὸν εἶχε γίνει Ἐπίσκοπος. Πιθανῶς μὲ τὴν ὑποστήριξι ἐκείνου ἔλαβε ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χλοδοβῖκο Β' καὶ τὴν Βασίλισσα Βαθίλδη (τιμάται 30 Ἰανουαρίου), ἕνα κτῆμα γιὰ νὰ ἱδρύση Μοναστήρι στὸ δάσος τοῦ Ζυμιὲζ (655), ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Φοντενέλ, ὅπου ὁ Ἅγιος Οὐανδρεγίσιλος εἶχε συστήσει τὸ ἰδικό του ὀλίγα χρόνια ἐνωρίτερα.

Ὠργάνωσε τὴν Ἀδελφότητά του συμφώνως μὲ τὶς παραδόσεις τοῦ Ἁγίου Κολομβανοῦ, ἐμπλουτισμένες ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων καὶ τὸν Κανόνα τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει νὰ διαδίδεται στὴν Γαλατία.

Οἱ Μοναχοὶ ὑποχρεοῦντο σὲ αὐστηρὴ ἄσκησι καὶ εἰργάζοντο σκληρὰ γιὰ τὴν ἐκχέρσωσι τοῦ δάσους. Ἡ πνευματικὴ καθοδήγησις τοῦ Ὁσίου ὅμως προσείλκυε διαρκῶς νέους Μοναχούς, ὥστε ἡ Ἀδελφότητα ἔφθασε τοὺς ἐννιακόσιους Μοναχούς.

Ἱδρύθηκε δὲ ὡς ἐξάρτημα τῆς ἀνδρικῆς Μονῆς, σὲ ἀπόστασι εἴκοσι χιλιομέτρων ἀπὸ τὸ Ζυμιέζ, ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι στὸ Παβιλύ, ὑπὸ τὴν ἐπιστασία τῆς Ἁγίας Αὐστρεβέρτης (τιμάται 10 Φεβρουαρίου 704), ἡ ὁποία εἶχε λάβει τὸ μοναχικὸ Σχῆμα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἁγίου Ὀμέρ (τιμάται 9 Σεπτεμβρίου).

Στραμμένος ὅλος πρὸς τὸν Θεό, ὁ Ὅσιος ἀφωσιώθηκε ἐπίσης στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν χωρικῶν τῆς περιοχῆς, ἐνῶ ἐξαγόραζε τοὺς σκλάβους, οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν μὲ καράβια ἀπὸ τὴν Ἀγγλία.

Μαθαίνων γιὰ τὴν ἀνήθικη διαγωγή, τὶς ἀδικίες καὶ τὰ ἐγκλήματα τοῦ ἀνελεήτου αὐλάρχου Ἐβροΐν, ὁ Φιλιβέρτος μετέβη στὴν Αὐλὴ γιὰ νὰ τὸν ἐλέγξη κατὰ πρόσωπον (674).

Ὁ Ἐβροΐν, ἔμπλεως μίσους, ἐκδικήθηκε διαδίδων συκοφαντίες κατὰ τοῦ Ὁσίου καὶ κατώρθωσε νὰ τὸν κάνη νὰ ἔλθη σὲ σύγκρουσι μὲ τὸν Ἅγιο Οὐὲν καὶ νὰ φυλακισθῆ. Ὁ Ἅγιος Οὐὲν ὡστόσο ἀνεγνώρισε συντόμως τὴν ἀθωότητα τοῦ φίλου του καὶ τὸν ἐλευθέρωσε.

Ἀποβλέπων στὴν ἡσυχία, ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὸ Βασίλειο τῆς Νευστρίας, καθυποταγμένο στὴν τυραννία τοῦ Ἐβροΐν, καὶ μετέβη στὴν Ἀκουϊτανία, ὅπου ἀνεστήλωσε τὴν Μονὴ τοῦ Κανσάϊ, πλησίον τοῦ Πουατιέ, ὅπου ἡ Ὁσία Ραδεγονδία (τιμάται 13 Αὐγούστου) εἶχε τὸν προηγούμενο αἰῶνα παραλάβει ἕνα τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὸν μαθητή του Ἅγιο Ἀχάρδο (τιμάται 15 Σεπτεμβρίου, 687) ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἀδελφότητος, ἀπεσύρθη στὸ νησὶ Ἐρό, στὴν ἀκτὴ τῆς Βανδέας, καὶ ἵδρυσε ἐκεῖ μὲ Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν ἀπὸ τὸ Ζυμιέζ τὴν Μονὴ τοῦ Νουαρμουτιέ. Ἡ Μονὴ αὐτὴ ἔδωσε κατόπιν τὸ ὄνομά της στὸ νησί.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐβροΐν (681), οἱ Μοναχοὶ τοῦ Ζυμιὲζ καὶ ὁ Ἅγιος Οὐὲν ἔσπευσαν νὰ καλέσουν ὀπίσω τὸν Ὅσιο, στὸν ὁποῖο ἐπεφύλαξαν θριαμβευτικὴ ὑποδοχή. Ὁ Φιλιβέρτος ἀποκατέστησε τὴν τάξι στὴν Κοινότητα, ἵδρυσε δύο νέα Μοναστήρια καὶ μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ἐπέστρεψε στὸ Νουαρμουτιέ, ἀφοῦ ἐγκατέστησε τὸν Ἀχάρδο Ἡγούμενο τοῦ Ζυμιέζ.

Διήνυσε εἰρηνικὰ τὸν ὑπόλοιπο βίο του στὸ Νουαρμουτιέ, συμβάλλων ἐνεργῶς στὴν ἀνάπτυξι τῶν Μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ τὴν 20ὴ Αὐγούστου 685.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες κατὰ τὶς εἰσβολὲς τῶν βαρβάρων, τὰ τίμια Λείψανά του τιμῶνται ἀπὸ τὸ 875 στὸν μεγάλο ἡγουμενικὸ Ναὸ τοῦ Τουρνούς.

Περισσότερες ἀπὸ ἑξήντα ἐκκλησίες στὴν Γαλλία εἶναι ἀφιερωμένες στὸν Ὅσιο Φιλιβέρτο.

https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/04/20_4.html

<>





Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com